Οι επιδημίες, είτε πραγματικές είτε λογοτεχνικές -ως σύμβολα και αλληγορίες για το παρόν και το μέλλον- κατέχουν μια θέση όχι μόνο στην ιστορία της ευρωπαϊκής πεζογραφίας («Δεκαήμερον» του Βοκάκιου, «Πανούκλα» του Καμύ, «Περί τυφλότητας» του Ζοζέ Σαραμάγκου) αλλά και της ελληνικής πεζογραφίας. Χαρακτηριστικά δείγματα μιας τέτοιας γραφής είναι και δύο διηγήματα από την πλούσια πινακοθήκη της εργογραφίας του Παπαδιαμάντη: ο «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (1893) και «Η Χολεριασμένη» (1901).
Στο πρώτο εκτεταμένο διήγημα (νουβέλα) ο «Κοσμοκαλόγερος» της λογοτεχνίας μας αφηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άνδρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα καράβια), προκειμένου να σώσει τον γιο της. Ιστορικός πυρήνας του ήταν η επιδημία της χολέρας που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και εξανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση στη λήψη αυστηρών μέτρων προφύλαξης (δημιουργία λοιμοκομείου και λοιμοκαθαρτηρίου).
Το διήγημα ωστόσο δεν αναδίδει οσμή θανάτου, όπως εύστοχα είχε επισημάνει σε σημείωμά της η «Ακρόπολις», η εφημερίδα που το φιλοξένησε σε σειρά επιφυλλίδων: «Πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων αλλά μακράν πας φόβος. Εις τον “Βαρδιάνον” δεν εκτυλίσσονται στυγναί και απαίσιαι εικόνες τόπων ερημωμένων από της χολέρας. Δεν προβάλλει στην ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της ασθένειας […] Ο “Βαρδιάνος” δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων. Είναι διήγημα, έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, αλλά εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και ευθύμου καλάμου του συγγραφέως. Διήγημα που θα αποτελέση εύθυμον αντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης, ην γεννά η ανάγνωσις των περί των προόδων της φοβεράς νόσου ειδήσεων».
Σαν φωτισμένη ηχώ από το παρελθόν ο αγαπημένος διηγηματογράφος που κατηγορήθηκε επιπόλαια και αβασάνιστα για έλλειψη πολιτικοκοινωνικής ματιάς, σημειώνει με νόημα και καθαρή ματιά, αποκαλύπτοντας την πολιτική υποκρισία του καιρού του και την χειρότερη από την αρρώστια αθλιότητα της φτώχειας των ανθρώπων της εποχής: «Ελέχθη ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθαναν πραγματικώς υπό πείνης. Ισως και να μην υπήρξε όλως χολέρα. Αλλά υπήρξε τύφλωσις και αθλιότης και συμφορά ανήκουστος… το δαιμόνιον του φόβου είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων».
Στη «Χολεριασμένη» διήγηση που «ήκουσεν διά στόματος της παθούσης, σεβασμίας γερόντισσας Αθηναίας», η συναισθηματική εμπλοκή του Παπαδιαμάντη στον αγώνα της ηρωίδας του για επιβίωση και επανασύνδεση με την κοινότητα, από την οποία είναι αποκομμένη λόγω της αρρώστιας της, είναι μεγαλύτερη. Παρατημένη από τους δικούς της ανθρώπους, συγκινεί με τη μοναξιά που βιώνει, όταν γύρω της έχουν υψωθεί τείχη αποκλεισμού και ερημιάς: «Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, σαν ήρθε το κακό, χολεριάστηκα κι’ εγώ, μ’ έπιασαν οι έμετοι και τ’ άλλα συμπτώματα… Ολοι άφαντοι, κανείς δεν με ζύγωνε. Η γειτονιά έρημη, ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες, παράθυρα κλειδωμανταλωμένα, ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά».
Και μετά την εγκατάλειψη, η διεκδίκηση και η δίψα της ζωής, η αναζήτηση του νερού, που έχει καθαρτήρια και λυτρωτική δύναμη, η αγωνία της άρρωστης μάνας να δει τους δικούς της και η σωτήρια λύση, που της έδωσε η ελεημοσύνη ενός περαστικού. «Εφτασα με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα. Ξέστρηψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω! συφορά μου! το νερό είχε κοπεί. Σηκώνουμαι, σέρνομαι ακόμα παραπέρα απ’ τη βρύση, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σα μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Εφτασα απέξω από τους Αγίους Αποστόλους -λίγο νερό, δεν είστε χριστιανοί; Η κλησιάρισσα μ’ ελυπήθηκε. Μου έριχνε λίγο νερό μέσα στις χούφτες κ’ εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκε η ψυχή μου».
Στα έργα του Σκιαθίτη οι δυνάμεις της φιλότητας και της ανθρωπιάς ανθίζουν ακόμα και σε δύσκολους καιρούς. Εκεί που νομίζεις ότι ήρθε το τέλος της ζωής και πέθανε ο «Ανθρωπος». Μια «δι’ ελέου και φόβου» πορεία του ανθρώπινου όντος, οι διηγήσεις του -από το σκοτάδι του αποκλεισμού και του θανάτου στο φως της λύτρωσης και της σωτηρίας. Μήνυμα παρηγοριάς και παραμυθίας για την τραγική επικαιρότητά μας.
«Η χολεριασμένη» ευτύχησε να δραματοποιηθεί και μαζί με άλλα τέσσερα διηγήματα του «Αγίου των Ελληνικών Γραμμάτων» να συναποτελέσει το σώμα της παράστασης «Θάματα και Νάματα», σε σκηνοθεσία του Μανώλη Γιούργου, που παρουσιάστηκε το 2016 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ρεματιάς με τον τίτλο «Νύχτες Αλληλεγγύης». Μια κατάθεση ψυχής από τη θεατρική ομάδα «Χώρος Τέχνης, το Ιδιόμελον».
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΚΚΟΤΑ
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News