Οδός Κορίνθου, μετά 50 έτη

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ναι, η επιχείρηση ήταν ανοιχτή και τότε. Όχι, φυσικά δεν τη διεύθυνε ο ίδιος, ήταν πολύ μικρός το 1973. Ναι, ο πατέρας του τη διεύθυνε. Όχι, δεν είναι στη ζωή τώρα. Ναι, βέβαια, είχε ζήσει όλο τον ξεσηκωμό των φοιτητών. Αλλά πάει, έφυγε. Μια θεατρική χειρονομία συνοδεύει τη φράση, σαν να λέμε, τα πήρε ο αέρας αυτά πια.

Εφυγε λοιπόν και αυτός, και έφυγαν πολλοί. Μισό αιώνα μετά την εξέγερση των φοιτητών της Πάτρας, τέτοιες μέρες του 1973, τα καταστήματα γύρω από το Παράρτημα του ιδρύματος έχουν αλλάξει διεύθυνση, διαμόρφωση, χρήση. Όχι όλα πάντως. Το κατάστημα των αθλητικών ειδών παραμένει αθλητικών, το χρυσοχοείο παραμένει χρυσοχοείο, το ανθοπωλείο διατηρείται- ο ανθοπώλης συνταξιοδοτήθηκε- και το καφέ μετά την Κολοκοτρώνη διατηρείται ως καφέ, με την ίδια ονομασία. Δώθε κείθε, στις πολυκατοικίες, διατηρούνται ελάχιστα ονόματα που παραπέμπουν στους παλιούς ενοίκους, οικογένειες που έζησαν από τα μπαλκόνια τους την ανακατωσούρα, τις διαδηλώσεις, την έξαρση, την καταστολή, το άδειασμα της Κορίνθου, την επιστροφή στην καθημερινότητα της εποχής. Αλλά οι μικροί δεν θυμούνται και οι μεγάλοι φθίνουν. H επικαιρότητα δεν χτυπάει τα κουδούνια τους, εδώ και καιρό. Αφήνουμε το θυροτηλέφωνο στην ησυχία του.

Φθίνει και το φως, τώρα τον Νοέμβριο. Ο ήλιος φέγγει πλαγιαστά, χλωμά αλλά και εκτυφλωτικά όταν ξεφεύγει από τις συννεφιές και πορεύεται για τη δύση. Ανακλούν οι ακτίνες του στην άσφαλτο και οι σκιές μεγαλώνουν. Αντικατοπρισμός: Βλέπεις ξανά τα φουντωμένα πρόσωπα που σε είχαν καταπλήξει τον Νοέμβριο του 1973, τις υψωμένες γροθιές που ως τότε είχες δει μονάχα στο ποδόσφαιρο, σε κάποιο γκολ του Δαβουρλή ή του Μιχαλόπουλου, και ακούς τις βραχνές φωνές. Δεν σε θέλει ο λαός. Παρ’ τη Δέσποινα και μπρος. Δεν σε θέλει ο λαός. Παρ’ τη Δέσποινα και μπρος. Δεν…

Λοιπόν, τα συνθήματα τα θυμούνται όλοι. Ολοι, τρόπος του λέγειν. Μιλάμε για την ηλικιακή συνομοταξία που τότε ήσαν από εννιά ετών μέχρι σαράντα, το πολύ. Χρόνο με τον χρόνο όλο και λιγότερους συναντάς που ήσαν παρόντες και αυτήκοοι. Και φυσικά αυξάνονται όσοι τα μπερδεύουν, όσοι τα αγνοούν, όσοι τα υποτιμούν, όσοι τα δυσφημούν. Πού να φανταστούμε τότε, πιτσιρικάδες που χαζεύαμε έκθαμβοι την πρώτη ανοιχτή πολιτική πράξη που βλέπαμε στη ζωή μας, την πρώτη αμφισβήτηση εξουσίας, την πρώτη ενορχηστρωμένη, αναιδή ανυπακοή, ότι αυτοί οι νεολαίοι με τα τζιν καμπάνες και τα ανοιχτά πουκάμισα (κάποιοι ήταν μεγαλωμένοι βλαστοί γνωστών: τα μαύρα πρόβατα του αστικού χώρου), θα ερχόταν η ώρα που θα κατέστρεφαν την Ελλάδα, όπως τόσοι και τόσοι επιμένουν γύρω μας. Την κατέστρεψαν, κάνοντας τι; Δεν μας εξηγούν ακριβώς, αλλά πιστεύουν ότι η γενιά του Πολυτεχνείου κυβέρνησε την Ελλάδα. Ούτε οι Βενιζέλοι, ούτε οι Καραμανλήδες, ούτε οι Παπανδρέου, ούτε οι Σημιτοσαμαράδες, αλλά οι νεολαίοι με τα τζιν και τα μενταγιόν. Εκείνοι προκάλεσαν τη χρεοκοπία, εκείνοι και οι Νοστράδαμος. Οι παλιοί δεν θυμούνται τα παλιά, οι νεότεροι δεν θυμούνται ούτε τα νεότερα. Είναι ο ήλιος του Νοεμβρίου, πέφτει λοξά, και γεμίζει το μυαλό μας με σκιές και φαντάσματα.

Αλλάξανε οι διευθύνσεις, ψηλώσανε τα κτίρια, οι παλιοί ένοικοι σκεπάστηκαν από τους όγκους των κτιρίων, οι θόρυβοι και τα οχήματα, οι φωτισμοί και η νευρικότητα μεταμόρφωσαν την πόλη. Χάθηκαν οι σινεμάδες. Και τα περίπτερα. Τι τιμάμε ακριβώς στις επετείους; Αυτό που συνέβη; Αυτό που νομίζουμε πως συνέβη; Αυτό που θα θέλαμε να συνέβη; Γιατί δεν θέλουμε αυτό που συνέβη; Γιατί του στρίβουμε την πλάτη; Γιατί αφήνουμε τα βιβλία αδιάβαστα; Και ποιοι είμαστε εμείς; Ποια είναι η ταυτότητά μας; Από τι είμαστε φτιαγμένοι; Περπατάμε σε μια Κορίνθου που είναι γεμάτη και άδεια μαζί. Το παρελθόν φεύγει χωρίς να φέρνει ένα ευκρινές παρόν. Ο άνθρωπος της μικρής μας ιστορίας σηκώνει το χέρι του σε μια χειρονομία που λέει «γειά» στο χθες, ή «άσε μας καημένε»