Οι μάγοι φέτος έφεραν βιβλία – Τα πονήματα τριών Αχαιών

Διαβάσαμε και σας προτείνουμε τα πονήματα τριών αχαιών που έμμεσα ή άμεσα γράφουν για τον τόπο τους

μάγοι

ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ: Οταν Βγήκε Απ’ Τη Σκιά

Το Μαύρο Κολάρο ξαναχτυπά

μάγοι

O Κώστας Λογαράς.

Ο συγγραφέας μεροληπτεί, από την πρώτη σελίδα. Αλλά η μεροληψία του αυτή είναι απόρροια ενός καθαρού σχεδίου, για ένα βιβλίο ψυχογραφικό, στην ουσία πολιτικό. Αλλά και ηθικολογικό αν το πούμε, μην τρομάξετε. Ο Κώστας Λογαράς επιλέγει ως βασικούς και σχεδόν μοναδικούς ήρωες στο «Όταν βγήκε απ’ τη σκιά» δύο συμπληρωματικούς χαρακτήρες που όμως η ένωσή τους θα μετατραπεί σε μηχανισμό απώθησης μεταξύ τους, καθώς ο πρώτος αρνείται να καταλάβει τον άλλον, επειδή η ψυχική του ιδιοσυστασία αντιλαμβάνεται τη σχέση ως σύμβαση αναγκαστικής προσχώρησης στις προτεραιότητές του, κυριευμένος από μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας.

Ο ένας, υποτίθεται πνευματικός και προικισμένος, είναι ιδανικός κατακτητής ενός κόσμου που κρύβει τις ποταπές του, διεφθαρμένες δομές πίσω από ψευδεπίγραφα προτάγματα και αναζητά τους προσχηματικούς, αυτάρεσκους, ματαιόδοξους σημαιοφόρους. Ο άλλος, καταχωνιασμένος στη σκιά της υστέρησης κατά τον καιρό της ευμάρειας και της φούσκας, οικονομικής και ψευδο-ιδεολογικής, είναι η επιτομή της αυθεντικότητας. Ο Κ. Λογαράς προτείνει σαν διέξοδο από την κρίση την επιστροφή στο αυθεντικό, στην παραγωγική οικολογία, την επανανακάλυψη του φυσικού κεφαλαίου ως ιδανικού μέσου επένδυσης, αλλά με όρους σεβασμού στις παραδοσιακές αξίες, οι οποίες δεν αποτελούν τροχοπέδη, αλλά όχημα για μια βιώσιμη προοδευτικότητα: Ιδού η λύση για την οικονομία, την προσωπική ισορροπία, τους κοινωνικούς προσανατολισμούς, το παραγωγικό μοντέλο, τη βιώσιμη αποκέντρωση.

Ο συγγραφέας μεροληπτεί: Είναι πεπεισμένος για την αλήθεια που υπηρετεί, και κεντά την ιστορία του μεθοδικά, σαν μια αράχνη που θα καταπιεί τον φαύλο, τυφλωμένο, εγωκεντρικό ήρωα και τον κόσμο του, έναν κόσμο που αποπροσανατολίζεται, αποπροσανατολίζει και αναπαράγει τις κρίσεις του και τη φθορά του.

Ο Κ. Λογαράς δεν κατονομάζει τοπωνύμια, αλλά είναι προφανής η πρόθεσή του, όπως και στα Πουλιά με το Μαύρο Κολάρο, να καταγγείλει την πόλη του, ως μήτρα δεινών και αδιεξόδων, καταραμένη πρωτεύουσα της παρακμής και των περασμένων μεγαλείων, των οποίων οι σκιές κατατυραννούν ατομικές και συλλογικές συνειδήσεις. Ποιος είναι εκείνος που ζει στη σκιά τελικά;

Ο συγγραφέας μεροληπτεί: Είναι ερωτευμένος με την ηρωίδα του, γοητευμένος με την αθωότητά της και την απολαυστική της απλοϊκότητα, ακόμα και με τα φτωχά ελληνικά της που όμως κρύβουν πλούτο ουσίας και καθαρή ματιά για τους ανθρώπους και τον κόσμο. Σύμβολο του πλούτου αυτού είναι η κουζίνα της, ατόφια ελληνική, λέξεις της είναι τα αρώματα των καρπών και οι γεύσεις, είναι η γλώσσα της φύσης, είναι η γνήσια αλήθεια της ζωής.

Την ίδια ώρα, ο αρσενικός ήρωας, πιασμένος στον ιστό που ουσιαστικά ο ίδιος έφτιαξε με την καθοδήγηση μιας άρχουσας τάξης που τρώει τα παιδιά της και τις σάρκες της, σβήνει από το δηλητήριο του εαυτού του.
Ο συγγραφέας μεροληπτεί: Και το ευχαριστιέται.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΝΔΑΡΕΣ: Λενάκι- Δύο φωτιές Και Δύο Κατάρες

Δημήτρης και Δημητράκης

μάγοι

Ο Δημήτρης Ινδαρές.

Δημήτρης Ινδαρές και Δημητράκης Ινδαρές είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που γεννήθηκαν και έδρασαν σε διαφορετικούς αιώνες. Αλλά όταν υπεισέλθει ο παράγοντας της ταύτισης, οι διαφορές αίρονται. Όχι, γράφοντας ο πρώτος για τον δεύτερο, δεν μιλάει εξ ονόματος του συνεπώνυμου προγόνου του, αντιθέτως προσπαθεί να διατηρήσει τις αποστάσεις που επιβάλλει η αντικειμενικότητά του.

Δεν μας τον συστήνει ως αναδρομικός του συνήγορος, σίγουρα όμως πασχίζει να τον κατανοήσει. Όχι μόνο σαν ερευνητής- μελετητής μιας εποχής και μιας κοινωνίας, όπως άλλωστε οφείλει ως δημιουργός, αλλά και σαν συγγενής. Είναι σαν να ανοίγεις το οικογενειακό άλμπουμ: Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να μην αναζητήσεις στα πρόσωπά τους, στις σιωπές τους, στις πόζες και τις ενδυμασίες τους, το μυστικό του εαυτού σου.

Εν προκειμένω, ο Δ. Ινδαρές με το βιβλίο του «Λενάκι- Δύο Φωτιές και Δύο Κατάρες», δεν ξέρουμε εάν ανακαλύπτει αυτό το μυστικό, μυστικό πάντως υπάρχει, αλλά δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ. Ποιος έκαψε τον πύργο;

Ο πύργος, προτού καεί, είναι ένας από τους πυλώνες μιας ιστορίας που συνδυάζει στοιχεία Παπαδιαμάντη και Εντγκαρ Αλλαν Πόε. Κατά βάση πρόκειται για ένα αφήγημα βουτηγμένο σε αυθεντικό κλίμα προεπαναστατικής αχαϊκής υπαίθρου, που διασπά τους κλασικούς μανιχαϊστικούς κανόνες. Εδώ, ο κακός στην ιστορία είναι ο αλλόθρησκος, χωρίς όμως να είναι κακός: Είναι κακός, επειδή είναι αλλόθρησκος. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει την κόρη του χριστιανού να τον ερωτευθεί, για να πλεχθεί έτσι ένα δεύτερο οικογενειακό δράμα με ίδιους σκανδαλιστικούς όρους. Το πρώτο, ξεπλένεται με μια παιδοκτονία. Το δεύτερο, με μια κατάρα και ένα βαρύ οικογενειακό γινάτι.

Υποθέτουμε ότι ο οικογενειακός σύνδεσμος- πτυχές των καταβολών μας που αρχίζουν να μας απασχολούν σαν Ανεκπλήρωτο Χρέος εγγίζοντας τη μέση ηλικία και που συνήθως περιφρονούμε όταν οι μεγάλοι μας πιπιλούν γι’ αυτές όταν είμαστε παιδιά- ήταν αποφασιστικό κίνητρο για τον αχαιό κινηματογραφιστή για να ασχοληθεί με το μακρινό του, μέχρι πριν κάποια χρόνια, φανταζόμαστε, Λειβάρτζι. Αλλά έστω και έτσι, δεν δρα ιδιοτελώς.

Δεν διεκδικεί οικογενειακά δικαιώματα στο πάνθεον των ηρώων της Παλιγγενεσίας ούτε μη επιδοθέντα παράσημα, αν και ο πρόγονος Δημητράκης συνδέεται με την πρώτη οργανωμένη επαναστατική πράξη του ’21. Τον ενδιαφέρει πρωτίστως, αν όχι και αποκλειστικά, μια τομή στα κοινωνικά ήθη της εποχής αλλά και η αποτύπωση του κοινωνικού σφυγμού στη λαική θυμοσοφία όπως η τελευταία καθρεπτίζεται στα δημώδη άσματα και στις πολιτισμικές ανταλλαγές.

Ο Δημήτρης Ινδαρές, ο σημερινός, ουσιαστικά επιδίδεται σε λαογραφία, με την εξαιρετική συνδρομή του Παντελή Μπουκάλα που μας προσφέρει μια πλούσια εισαγωγή, αυτοτελές σύντομο δοκίμιο.

Ο Δ. Ινδαρές μας προτείνει μια μελέτη εξαιρετικά διαφωτιστική σε σχέση με το κοινωνικό πνεύμα και τις ωσμώσεις της ύστερης τουρκοκρατίας στο ευαίσθητο πεδίο της κοινοτικής μικροκλίμακας.

Μας θυμίζει ότι οι ήρωες είναι πρωτίστως άνθρωποι και ότι οι άνθρωποι, ήρωες ή όχι, υφίστανται τις συνέπειες των δραματικών ταλαντώσεων και ανακατατάξεων της εποχής τους, κάτι που ελάχιστα θα απασχολήσει τους μεγάλους χρονικογράφους και ιστορικούς, αλλά χωρίς τη μελέτη του κυττάρου διατρέχεις τον κίνδυνο να μάθεις ιστορία χωρίς να μάθεις τίποτε άλλο: Στο νου μας έρχεται το περίφημο «Ο Ρόζενγκραντζ και ο Γκίλντεστερν είναι νεκροί», όπου ο συγγραφέας μας θυμίζει ότι πέρα από τον Αμλετ υπήρχαν και κάποιες ασήμαντες οντότητες στο έργο, μάρτυρες εκκωφαντικών συμβάντων, των οποίων των ήχο δεν συλλαμβάνουν, στην ποιητική, επική προσπάθεια να σώσουν το τομάρι τους.

Ο συγγραφέας, όπως και πριν δύο δεκαετίες ο Β. Χριστόπουλος με τον «Κάτοικο Πατρών», μας μεταφέρουν μέσα στην εποχή για την οποία, ενώ έχουμε διαβάσει τόσα, ξέρουμε ελάχιστα γι’ αυτήν. Κι όμως, είναι ο εαυτός μας, περισσότερο από όσο εαυτός μας είναι ο Κολοκτρώνης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΔΑΣ: Το Πλοίο του Κ. Π. Καβάφη

Το Βλέμμα του Οδυσσέα

μάγοι

Ο Βασίλης Λαδάς.

Δεν ξέρουμε πού θα κατέτασσε η λογοτεχνική κριτική το νέο βιβλίο του Βασίλη Λαδά. Στα μάτια ενός μέσου αναγνώστη είναι μη κατατάξιμο. Και νομίζουμε ότι αυτή ήταν η πρόθεση του συγγραφέα: Η απουσία μιας σαφούς προθέσεως, μια κατάσταση που του επιτρέπει να αυτοβιογραφηθεί- μερικώς- με μια λυτρωτική χαλαρότητα και μια χαριτωμένη (φαινομενική) αταξία για τον ίδιον και για τον αναγνώστη. Ας πούμε ότι είναι ένα ημερολόγιο καταστρώματος πάνω στο «Πλοίο του Κ. Π. Καβάφη», με συντάκτη τον συγγραφέα. Ο οποίος μας αφηγείται κάποιες προσωπικές του εμπειρίες από τη συστηματική του ενασχόληση με το έργο του ποιητή.

Δεν μας συστήνεται σαν έγκυρος μελετητής, αλλά σαν αδέξιος ερευνητής, ένας ερασιτέχνης ντετέκτιβ της λογοτεχνίας, στρατευμένος στην εμμονή του με τον ποιητή, ο οποίος απατά τα γράμματα με τον κινηματογράφο: Η εισαγωγή του βιβλίου μας παραπέμπει συνειρμικά στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», με τη διαφορά ότι ο ντετέκτιβ του αφηγήματός μας δεν θα τσιμπήσει σοβαρά με την ιδέα να αναζητήσει ελλείποντα στοιχεία σχετικά με τους συνταξιδιώτες του ποιητή στο ταξίδι που αποτελεί την αφετηρία του βιβλίου του, προκειμένου να ανακαλύψει τις επιρροές πίσω από τους στίχους και την οπτική γωνία του δημιουργού. Στο ταξίδι αυτό- που τον έφερε και στην Πάτρα- ο τελευταίος σκαρώνει ποίηση σαν να φωτογραφίζει τον περιβάλλοντα κόσμο σε στιγμές ραθυμίας, με τον ερωτισμό του διαρκώς ενεδρεύοντα.

Σύντομα ο συγγραφέας θα ανακαλύψει ότι η έρευνά του αποτελεί ματαιοπονία. Του αρκεί ο ποιητής. Αλλά το θέμα του δεν είναι ακριβώς ο ποιητής. Ποτέ το θέμα μας δεν είναι άλλωστε οι ποιητές, οι συγγραφείς και η τέχνη.

Στο βιβλίο του Βασίλη Λαδά διακρίνεις ένα άρωμα προσωπικής απομυθοποίησης: Ο συγγραφέας δεν διστάζει να κοιτάξει στα μάτια τον ποιητή και να αναμετρηθεί φιλόδοξα με το έργο του, αλλά διακρίνεις στις παραγράφους του μια ταπεινότητα, ένα συνεχές σήκωμα των ώμων, μια σχεδόν μποέμικη άρνηση να διεκδικήσει ο ίδιος την προσοχή του κοινού.

Ο Βασίλης Λαδάς αποκαλύπτεται ημιεξομολογητικά σαν ένας συνεπής αναγνώστης που επιδιώκει να μοιραστεί μαζί μας τα διαβάσματα και τις σκέψεις του, όπως και μικροπεριπέτειες που συνδέονται αποκλειστικά με την αγάπη του για τον Κάπα Πι Καβάφη, μια αγάπη περίπου οπαδική: Κάπως ανάλογα θα έγραφε εάν του θέμα του δεν ήταν ο Αλεξανδρινός, αλλά η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή η Εθνική Ελλάδας. «Το πλοίο του Κ. Π. Καβάφη» δεν είναι πλοίο, δεν είναι ο Καβάφης, αλλά ο εαυτός μας στο πλοίο του Καβάφη, ο εαυτός μας στη διαδρομή της ζωής μας, όπως τον χτυπάει ένας απαλός ήλιος και το μυαλό μας σκέφτεται διάφορα. Μια τζαζ των συνειρμών και των λέξεων, ας πούμε.