Οι Ονειροπαρμένοι του 1974

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Το πρόγραμμα της τηλεόρασης: Σύγχρονη Εύα, Τηλεφημερίδα, ο Ονειροπαρμένος. Μια κωμική σειρά με τον Κώστα Βουτσά να βυθίζεται σε οράματα συναφή με την κατάσταση που βίωνε, πλαισιωμένος από χονδροειδή κονσερβαρισμένα γέλια. Τα κανάλια κρατικά, το ΕΙΡΤ και η ΥΕΝΕΔ. Μιλάμε για το καλοκαίρι του 1974. Σε ένα από τα ένθετα αφιερώματα που διαβάσαμε, αναγραφόταν το τηλεπρόγραμμα εκείνων των ημερών. Των ημερών που έριξαν τη χούντα για να ξεκινήσει η μεταπολίτευση, από το ξεκίνημα της οποίας μας χωρίζει μισός αιώνας ακριβώς. Από το τέλος της πόσα χρόνια μας χωρίζουν; Δεν έχουμε συμφωνήσει, καθένας προτείνει και από μια χρονολογία.

Το βέβαιο είναι ότι μια περίοδος τελειώνει όταν ξεφτίζει σαν ιδέα χρονικού κύκλου στη συνείδηση της κοινωνίας. Αν ρωτήσεις έναν πολίτη στον δρόμο πώς θα ονόμαζε την περίοδο που διανύουμε, θα σου πει κάτι για τον Μητσοτάκη, την κρίση, την κατάλυση του δικομματισμού,  την τιμή των λαχανικών, αλλά δεν θα σου μιλήσει για μεταπολίτευση. Οσο για τη νεότερη γενιά, προφανώς και δεν θα ξεφύλλισε κανένα τέτοιο αφιέρωμα. Θεωρεί το δημοκρατικό καθεστώς δεδομένο, και μάλλον θα το βρίζει κιόλας. Εδώ και καιρό κάνεις καριέρα στην πολιτική, τη δημοσιογραφία, τα κοινωνικά δίκτυα βρίζοντας το θεσμικό μας στερέωμα.

Στη δημοκρατία είναι χαρακτηριστικά εύκολο να έχεις δίκιο. Επί χούντας ήταν δύσκολο να έχεις δίκιο και να το διεκδικείς. Εξ ου και άλλο δεν έμενε να κάνουμε παρά να απολαμβάνουμε μονομαχίες του Υβ Τριαντάφυλλου με τον Ανθιμο Καψή και να μαζευόμαστε μπροστά στις οθόνες για  τον Ονειροπαρμένο, τη Γειτονιά μας και τον Αγνωστο Πόλεμο. Εντάξει, θυμάστε και τον Μάνιξ ή το Σταρ Τρεκ αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, ούτε τα παγωτά ξυλάκι με γεύση κακάο ή κρέμα, άντε και λεμόνι.

Ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε αν ανήκουμε στη γενιά της Μεταπολίτευσης, και τούτο γιατί τα μισά μας γράμματα τα μάθαμε επί χούντας, και ήταν καθαρευουσιάνικα. Θέλετε να σας πούμε απέξω τις προθέσεις, με εν- εις- εκ ή εξ;

Τη Μεταπολίτευση τη ζήσαμε σαν αποκάλυψη. Μέσα σε μερικά 24ωρα είδαμε πολιτικούς, διαδηλώσεις, ελευθεροτυπία, σύνταγμα, ίδρυση κομμάτων, προκήρυξη εκλογών, άφιξη προσώπων από το εξωτερικό και τους τόπους εξοριών ή τα κάτεργα, προσώπων που τα σκέπαζε ένας θρύλος, όπως ο Καραμανλής, ο Αντρέας και ο Μίκης, ή προσώπων αγνώστων, όπως ο Παναγούλης, ο Μουστακλής, ο Εγκολφόπουλος. Πιάσαμε και ψηφοδέλτια, τα οποία και σταυρώναμε για να βοηθάμε τον οικείο υποψήφιο βουλευτή.

Δεν χρειάστηκε να σπουδάσουμε συνταγματικό δίκαιο για να σας πούμε τι θα πει Μεταπολίτευση:  Να μπορείς να διαβάζεις την εφημερίδα που θες και να γράφει ειδήσεις κανονικές, να ψηφίζεις ελεύθερα, να εκλείπει ο φόβος τριγύρω, να κυκλοφορούν αλογόκριτα πολιτιστικά προϊόντα και να έχεις πρόσβαση σ’ αυτά, έστω και αν η ολοσχερής επιβολή της ελεύθερης έκφρασης χρειάστηκε κάτι χρονάκια ακόμα, για να μπορέσει ο Σαββόπουλος να γράψει ελεύθερα ότι «οι δικαστές ήταν εκεί- μα η δικαιοσύνη ήταν παραέξω», για τη δίκη του Κοεμτζή, που έγινε επί χούντας, αλλά η Μεταπολίτευση δεν αντιλαμβανόταν τον εαυτό της πλήρως ως παλιγγενεσία σε όλα τα επίπεδα και τις δομές. Δεν εξέλιπε το βαθύ κράτος που μουρμούριζε για την ελευθεριότητα, αν αναλογιστούμε και κάτι εκπαιδευτικούς παναγία βόηθα. Αν δεν ήταν ωστόσο στο 1974 ή στο 1975, αν δεν ήταν στο 1981 ή στο 1985, κάποια στιγμή η δημοκρατία ήταν πλήρης, σταθερή, αδιαμφισβήτητη.

Η Μεταπολίτευση, με την κυριολεκτική έννοια του όρου είχε ολοκληρωθεί. Πλέον είχαν δρομολογηθεί άλλα ομολογημένα ή ανομολόγητα στοιχήματα. Η ευμάρεια, η ευρω-σύγκλιση, οι ποικιλόμορφοι εκσυγχρονισμοί, η αναβάθμιση των υποδομών μας, ένα πρώτο τραπέζι στα μπουζούκια, η σεξουαλική ελευθεριότητα με την έννοια της πλήρους κοινωνικής νομιμοποίησης στην αυτοδιάθεση, ακόμα και την καταχρηστική εκδοχή της, με τους μισούς εκ των υστέρων να μετανιώνουν για όσα έκαναν και τους άλλους μισούς για όσα δεν έκαναν ή μπορεί και να τα έκαναν και να μην τα θυμούνται. Θεσμοθετήθηκε, στη συνέχεια, και το δικαίωμα στον αισθητικό εκφυλισμό, ο οποίος από ένα σημείο και πέρα έγινε κυρίαρχη μορφή διασκέδασης. Για να πάρει η αισθητική την εκδίκησή της,  καθώς ο εκφυλισμός που λέγαμε δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά στα άγρια ψυχαγωγικά σκοτάδια των ημερών μας, με καλλιτέχνες και κοινό να κυκλοφορούν με το δέρμα τους σαν δοκίμιο γραφομηχανής, επαναστατημένοι, κατά του εαυτού τους κυρίως.

Δεν ξέρουμε πώς λέγεται η γενιά μας, που λες. Και μάλλον δεν επιδιώξαμε ταμπέλες. Κάποιοι δεν επιδίωξαν ούτε εντάξεις, ούτε ταυτίσεις, παραμένοντας βαθιά πολιτικοποιημένοι, φιλελεύθεροι και φαν της δημοκρατίας. Ξέρουν ότι η Μεταπολίτευση, όπως και το Πολυτεχνείο ’73 ενοχοποιήθηκαν για ό,τι φαύλο, παραλυτικό, διαβρωτικό, μεταλλαγμένο επακολούθησε, κάτι που βέβαια μπορείς να το πεις και για το 1821 ή για το 1940. Είπαμε, είναι εύκολο να έχεις δίκιο, όπως και η καλύτερη λύση όταν πεινάς, πονάς, πιάσει βροχή ή χαλάει η τηλεόραση είναι να κατηγορείς τη μαμά σου, με κλάματα και υστερίες, γιατί δεν το πρόβλεψε και δεν το απέτρεψε, σαν να έχει η μαμά σου την εξουσία επί όλων των δυνάμεων, σαν να μην την πνίγει και να μην τη θολώνει η εκρηκτική δυσκολία της διαχείρισης της καθημερινότητας ή να μην την ξεπερνάνε οι εγγενείς παθογένειες που κληρονόμησε από το παρελθόν, νυφούλα με το λευκό της πέπλο, που στην πορεία μάτωσε, κιτρίνισε και λασπώθηκε.

Αλλά εμείς, τα παρανυφάκια, δεν παύουμε να θυμόμαστε με δέος εκείνες τις πρώτες μέρες της Αποκάλυψης, εκείνο το βίωμα που αφ’ εαυτού αποτελεί μείζον πολιτικό μέγεθος, τη συγκίνηση για την ελευθερία, το πάθος για δημοκρατία, τη δίψα για τα καινούργια μας λάθη.

Δεν θέλουμε να αλλάξει ούτε μια μέρα από εκείνες, όσες χρεοκοπίες και αν επακολουθήσουν ακόμα, όσες ξεδοντιάρες Ερινύες και αν ξαμολά στο κατόπι μας η φιλοκατήγορη φύση των οργισμένων επιγόνων. Ζούμε το όνειρο του 1974 και ακόμα δεν ξυπνήσαμε ούτε πρόκειται.