Οι Πανθέοι: Με τη γεύση της νοσταλγίας

Το έργο “Πανθέοι” του βραβευμένου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη αφηγείται την ιστορία της μεγάλης οικογένειας των Πανθέων, που ζει στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι

Όλο το ανθρώπινο γένος δεν είναι παρά μια οικογένεια διασκορπισμένη σε όλη την επιφάνεια της γης. Και η οικογένεια δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η μικρογραφία της κοινωνίας, με το ιδιαίτερο συναισθηματικό και ψυχολογικό φορτίο του κάθε ατόμου, με τις φιλοδοξίες και τις ανάγκες του κάθε μέλους της, με τις συμμαχίες και τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται στον πυρήνα του βίου της. Μια αρμονική οικογένεια, δεν είναι κάτι απαραίτητο, αν παρ’ ελπίδα όμως υπάρξει, είναι ο υπέρτατος πλούτος.

Το έργο “Πανθέοι” του βραβευμένου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη αφηγείται την ιστορία της μεγάλης οικογένειας των Πανθέων, που ζει στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η οικογένεια αυτή αποτελείται από ετερόκλητα μέλη, παιδιά, νύφες και εγγόνια, που συγκεντρώνονται στο αρχοντικό τους στην Κηφισιά για να αποχαιρετίσουν τον ετοιμοθάνατο πατριάρχη της οικογένειας, Βλάση Πανθέου.

Το κεντρικό μυστήριο των Πανθέων περιστρέφεται γύρω από τη συγκλονιστική απόφαση του Βλάσση στο νεκροκρέβατό του. Σε μια στιγμή βαθιάς οδύνης και αποστροφής, αποκηρύσσει την εκλιπούσα σύζυγό του και μητέρα των παιδιών του, τη Νένα. Αυτή η απροσδόκητη πράξη θέτει τις βάσεις για ένα δραματικό ξετύλιγμα της ιστορίας της οικογένειας και αφήνει τα μέλη της οικογένειας να παλεύουν με ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα, την κληρονομιά και την πραγματική φύση των οικογενειακών τους δεσμών.

Η αποκήρυξη της Νένα από τον Βλάσση έχει βαθιές συνέπειες, συμβολίζοντας μια κρυμμένη αλήθεια που στοιχειώνει την οικογένεια των Πανθέων εδώ και γενιές. Ο Τάσος Αθανασιάδης υφαίνει με δεξιοτεχνία μια σύνθετη αφήγηση που αποκαλύπτει σταδιακά τα βαθιά ριζωμένα μυστικά της οικογένειας. Αν και οι λεπτομέρειες της αποκάλυψης ποικίλλουν ανάλογα με την παραγωγή και την ερμηνεία του έργου, είναι σαφές ότι ο Βλάσσης κουβαλούσε ένα μακροχρόνια θαμμένο μυστικό που δεν άντεχε πλέον να κρατάει.

Ταυτόχρονα, η απρόσμενη εμφάνιση της Μάρμως, της νεαρής συζύγου του γιου του Βλάση, Ανδρέα, θα ταράξει τις ισορροπίες και θα ξυπνήσει ένα απαγορευμένο πάθος, με το νεότερο μέλος της οικογένειας, τον Κίτσο, έναν μποέμ ταλαντούχο ζωγράφο…

Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, η δράση παρασύρεται σε έναν ιστό συναισθηματικής αναταραχής και αντικρουόμενων επιθυμιών. Καθώς τα μέλη της οικογένειας παλεύουν με τις συνέπειες της αποκήρυξης του Βλάσση, αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν το δικό τους παρελθόν, τις προκαταλήψεις και τις επιθυμίες τους. Η ένταση μεταξύ των ατομικών επιθυμιών και του οικογενειακού καθήκοντος γίνεται κεντρικό θέμα, αντικατοπτρίζοντας τις ευρύτερες κοινωνικές εντάσεις της εποχής, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται στα πρόθυρα του πολέμου.

Καθώς οι χαρακτήρες ανασύρουν το παρελθόν και ξετυλίγουν τα νήματα της οικογενειακής ιστορίας, αποκαλύπτονται πολλά μυστικά, προδοσίες, και αντιφάσεις. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας αναστατώνονται, και οι ψυχολογικές πιέσεις κορυφώνονται και οι σκέψεις και συναισθήματα γίνονται έντονα θέματα εξέτασης.

Το έργο “Πανθέοι” αποτελεί μια συναρπαστική αφήγηση που ανακαλύπτει το συναισθηματικό και ψυχολογικό τοπίο της οικογενειακής ζωής, προσφέροντας πολυδιάστατες ερμηνείες στους χαρακτήρες. Με την εξαιρετική γραφή του Τάσου Αθανασιάδη, αναδεικνύεται η δύναμη της λογοτεχνίας στην αποκάλυψη της ανθρώπινης ψυχής και των συνθηκών που τη διαμορφώνουν.

Ενώ η πλοκή εξελίσσεται, αναδύονται θέματα όπως η οικογενειακή αγάπη, η προδοσία, η ταυτότητα, και η ανθρώπινη αποδοχή των αδυναμιών και των σκοτεινών πτυχών της ψυχής. Η αφήγηση αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο οι μυστικές αλήθειες μπορούν να επηρεάσουν τις οικογενειακές σχέσεις και την ανθρώπινη συνείδηση.

Ο Αθανασιάδης απεικονίζει επιδέξια τις εσωτερικές μάχες των χαρακτήρων και τις εξελισσόμενες σχέσεις τους, δημιουργώντας ένα πλούσιο μωσαϊκό ανθρώπινων συναισθημάτων. Καθώς τα στρώματα της ιστορίας της οικογένειας των Πανθέων ξεφλουδίζονται, το έργο εμβαθύνει σε θέματα προδοσίας, συγχώρεσης και της διαρκούς δύναμης των οικογενειακών δεσμών.

Η ιστορία των «Πανθέων» ξεκινά το 1939, η Ευρώπη τυλίγεται στον πόλεμο, οι άνθρωποι κάνουν πρώτη τους έγνοια την επιβίωση, σ’ αυτό το καμίνι θα αναδειχθούν οι ήρωες, οι δειλοί, οι τυχοδιώκτες και οι γενναίοι.

Στους βασικούς ρόλους εμφανίζονται:

Κάτια Δανδουλάκη ως Χρυσοστόμη Πανθέου

Είναι η μεγάλη αδελφή των Πανθέων η οποία 47 χρόνια πριν έπαιξε, στην ίδια σειρά, τη Μάρμω. Είναι ένας άνθρωπος συμπαγής, αδιάλλακτος και μοναδική της έγνοια της είναι η εικόνα της οικογένειας και φροντίδα της να μην αποκαλυφθούν τα μεγάλα μυστικά της οικογένειας. Είναι η βασική κληρονόμος των Πανθέων που προασπίζεται την ύπαρξη και τη συνέχεια του ονόματος και του κύρους της οικογένειας.

Αιμίλιος Χειλάκης ως Ανδρέας Πανθέος

Ο γιατρός της οικογένειας ο οποίος ερωτεύεται παράφορα και παντρεύεται την κατά πολύ νεότερή του Μάρμω, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον πατέρα του και την οικογένειά του. Ένας γοητευτικός άνθρωπος με πλούσιο και ενδιαφέρον παρελθόν, τον οποίο συνεπήρε η ομορφιά και η νεότητα της Μάρμω, την ερωτεύτηκε βαθιά και όταν αποκαλυφθεί η σχέση του αγαπημένου του ανιψιού με τη Μάρμα θα υπομείνει το βασανιστήριο και την ταπείνωση στωικά και αδιαμαρτύρητα.

Μελία Κράιλινγκ ως Μάρμω Πανθέου

Η νεαρή σύζυγος του Ανδρέα. Τη Μέλια Κράιλινγκ την είδαμε στο «Emily in Paris». Στη σειρά υποδύθηκε την Sofia Sideris, μία Ελληνίδα καλλιτέχνιδα που έχει έρθει στο Παρίσι για να δουλέψει με την Camille Razat και όπως είναι αναμενόμενο, μπλέκει σε περίπλοκες καταστάσεις κι αναπάντεχους έρωτες.

Η απώλεια της οικογένειάς της όμορφης Μάρμως, έχει στιγματίσει τη ζωή της. Ο γάμος της με τον Ανδρέα την κάνει μέλος της ονομαστής και πλούσιας οικογένειας των Πανθέων αλλά συγχρόνως τη βάζει και σε μεγάλες περιπέτειες. Η οικογένεια των Πανθέων την αντιμετωπίζει εχθρικά και θεωρεί ότι παντρεύτηκε τον Ανδρέα για την περιουσία του και για το όνομα και το κύρος που αυτός έχει στην κοινωνία. Αγαπά τον Ανδρέα Πανθέο αλλά βυθίζεται στον έρωτά της για τον Κίτσο.

Μιχάλης Σαράντης ως Κίτσος Γαλάτης

Ο ζωγράφος που θα μπει ανάμεσα στον θείο και στη γυναίκα του
Σε κεντρική γκαλερί της Αθήνας γνωστοί έχουν οργανώσει έκθεση των έργων του. Ο Κίτσος Γαλάτης επιστρέφει από το Παρίσι, εισέρχεται στην έκθεση και συναντά την άγνωστη Μάρμω η οποία γοητευμένη από έναν πίνακα, «λογομαχεί» με τον άγνωστο σ’ αυτήν εικαστικό. Ο νέος ζωγράφος θα γοητευθεί από την όμορφη γυναίκα, αλλά όταν καταλάβει ότι είναι η γυναίκα του αγαπημένου του θείου θα πνίξει τα συναισθήματα του προσωρινά όμως, γιατί «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»

Νίκος Χατζόπουλος ως Ισίδωρος Πανθέος

Ο πρωτότοκος γιος των Πανθέων και συνταξιούχος συμβολαιογράφος ο οποίος έχει αποσυρθεί στο Γραμματικό, την εξοχική κατοικία της οικογένειας, μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Είναι ο πρώτος που θα μάθει το μεγάλο μυστικό της οικογένειας και θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να μάθει γιατί ο πατέρας αποκήρυξε τη μητέρα τους λίγο πριν πεθάνει.
Θανάσης Κουρλαμπάς ως Φάνης Πανθέος

Ο φαρμακοβιομήχανος Πανθέος που εκτός από τη γυναίκα του τη Βέτα, και δύο κόρες: τη Λιάνα και την Ουρανίτσα, απολαμβάνει να ρίχνει ματιές σε όλες τις γυναίκες γύρω του και κυρίως τη Μαριάννα την ερωμένη του η οποία αναμένει διακαώς και ματαίως να γίνει κυρία Πανθέου. Άνθρωπος πρακτικός, ρεαλιστής δεν αφήνει τις ευκαιρίες να τον προσπερνούν και τα γεγονότα να τον αφοπλίζουν. Είναι έξυπνος, δραστήριος και ικανός. Και μπορεί να διακρίνει ευκαιρίες ακόμα και μέσα στις μεγαλύτερες καταστροφές.

Η σειρά του ΣΚΑΙ

Από την πρώτη του μετάδοση το 1977-1979, οι “Πανθέοι” είχαν καταφέρει να γοητεύσουν το κοινό με την συναρπαστική του πλοκή και στην τελευταία του εκδοχή μάλλον απογοητεύουν. “Οι Πανθέοι” αναμφίβολα αποτελούν μια ημιτελή προσπάθεια από τον ΣΚΑΪ να μεταφέρει στην τηλεόραση το αριστούργημα του Τάσου Αθανασιάδη. Η σειρά εκτυλίσσεται σε μια εποχή που συνδυάζει την πολιτική αναταραχή με τα προσωπικά δράματα των χαρακτήρων και προσφέρει μια αυθεντική εμπειρία.

Η ατμόσφαιρα και τα κοστούμια αντικατοπτρίζουν εύστοχα την εποχή της δράσης, αλλά όλα μοιάζουν του κουτιού και η σκηνοθεσία και η καλλιτεχνική διεύθυνση δεν διακρίνονται για την προσοχή στη λεπτομέρεια. Η επιλογή των ηθοποιών στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να είναι πετυχημένη, όμως οι πρωταγωνιστές δεν καταφέρνουν να συντονιστούν και να αποδώσουν τα αναμενόμενα στους ρόλους τους, έτσι χάνονται οι συναισθηματικοί μας δεσμοί με τους χαρακτήρες. Η Κάτια Δανδουλάκη, βετεράνος της αρχικής σειράς, ηγείται του συνόλου προσπαθώντας να προσδώσει στον χαρακτήρα της βάθος και αυθεντικότητα. Ο Αιμίλιος Χαϊλάκης, η Μέλια Κράιλινγκ, ο Μιχάλης Σαράντης, η Έλενα Τοπαλίδου και η Αθηνά Μαξίμου προσπαθούν να προσθέσουν το δικό τους βάρος δημιουργώντας ένα δυναμικό σύνολο που δίνει ζωή σε αυτή την κλασική αφήγηση, όμως παίζει ο καθ’ ένας στους δικούς του τόνους και η προσπάθεια δεν καρποφορεί.

Η πλοκή, αν και αργή στην ανάπτυξη, αναδεικνύει τα προσωπικά δράματα των ηρώων, ενώ παράλληλα εξετάζει πολιτικά ζητήματα της εποχής. Οι ζωντανοί χαρακτήρες, όπως τους σκιαγράφησε ο συγγραφέας και οι συνεχείς ανατροπές κρατούν το ενδιαφέρον, αν και πολλές φορές η πλοκή μπορεί να φανεί αργή, άνευρη και νωχελική.

Ωστόσο, αυτό που πραγματικά θα έκανε τη σειρά των «Πανθέων» να ξεχωρίζει, θα ήταν η αταλάντευτη εστίασή της στη σημασία της οικογένειας. Μέσα από τις πολλές ανατροπές της, η αφήγηση θα έπρεπε υπογραμμίζει σταθερά τη δύναμη και τη σημασία των οικογενειακών δεσμών. Οι σχέσεις των χαρακτήρων θα έπρεπε να απεικονίζονται με καθαρότητα και αυθεντικότητα κι έτσι να γίνονται η συναισθηματική άγκυρα της σειράς.

Όμως καθώς οι “Πανθέοι” προβάλλονται και πάλι τις οθόνες μας, 47 χρόνια μετά την αρχική τους μετάδοση, δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια αξιοσημείωτη απόδειξη της διαρκούς δύναμης της αφήγησης του έργου του Τάσου Αθανασιάδη. Σε σκηνοθεσία του Σπύρου Μιχαλόπουλου και με ένα εξαιρετικό σύνολο ηθοποιών, αυτή η σύγχρονη παραγωγή του καναλιού ΣΚΑΪ προσπαθεί να ταξιδεύσει το κοινό σε ένα ταξίδι μέσα από ένα πλούσιο μωσαϊκό σύνθετων αφηγήσεων και κοινωνικοπολιτικών θεμάτων, αλλά περισσότερο όλα αυτά τα περιγράφει παρά τα αναπαριστά.

Στις οικογένειες, το υγιές είναι οι καβγάδες να γίνονται για το αν θα μείνει ανοιχτή η πόρτα της σαλοτραπεζαρίας την Κυριακή το πρωί, αν θα φάμε στο μπαλκόνι ή στην κουζίνα ή αν είναι καλύτερη ομάδα η ερυθρόλευκη ή η κιτρινόμαυρη. Αν οι καβγάδες ξεφύγουν και γίνονται για το μέλλον της ανθρωπότητας, για το αν η Κούβα έχει σοσιαλισμό ή δικτατορία ή για το ποιος έχει δίκιο στην πρόσφατη πολεμική σύρραξη, η οικογένεια έχει βαθιά αρρωστήσει και το μέλλον της είναι ζοφερό, ανεξάρτητα από εκείνο της ανθρωπότητας.