Οθέλλος ο «Ξένος», ο «Αλλος»

Το επιτυχημένο και κατά το παρελθόν σκηνοθετικό δίδυμο των Μανώλη Δούνια και Αιμίλιου Χειλάκη καινοτόμησε, αίροντας την εσωτερικότητα της σκηνικής δράσης και στήνοντας την παράσταση στον δημόσιο χώρο, δίκην αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.

Οθέλλος

Εργο της ωριμότητας του Σαίξπηρ ο «Οθέλλος», παίχτηκε για πρώτη φορά στο Globe Theatre (1604) στο Λονδίνο, εξακολουθώντας μέχρι σήμερα να κατέχει περίοπτη θέση στη σκηνή του παγκόσμιου θεάτρου, μέσα από τους καλοσχεδιασμένους ήρωές του και τη σφιχτοδεμένη πλοκή του, τη σύνθεση της οποίας καθοδηγεί με μαεστρία ένα μόνο πρόσωπο, ο αδίστακτος και σατανικός Ιάγος.

Ο δημοφιλέστερος κακός στη χορεία των αχρείων και φαύλων θεατρικών χαρακτήρων παγκοσμίως, ένα πρόσωπο – συνώνυμο της μοχθηρίας, αυτός που λατρεύουμε να μισούμε, πλάθεται από το Σαίξπηρ να τρέφεται από τις σάρκες της κακίας του και να αντλεί υπόσταση από την υποχθόνια δράση του. «Δεν είμαι τίποτα, αν δεν κατακρίνω», ομολογεί ο ίδιος και ενσταλάζοντας το δηλητήριο της δυσπιστίας και της αμφιβολίας στην αγαθή ψυχή του Οθέλλου για τη λατρεμένη του Δυσδαιμόνα, σκηνοθετεί το τέλειο έγκλημα, όπως θα υποστηρίξει αργότερα η Αγκάθα Κρίστι διά στόματος Ηρακλή Πουαρώ.
Απύθμενα φιλόδοξος, μακιαβελικά κυνικός και αδίστακτος, λευκός με μαύρη ψυχή, αποτελεί την προσωποποίηση της εκλογικευμένης δράσης και της έκφρασης του θετού δικαίου της Βενετίας, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση της σαιξπηρικής τραγωδίας κατά το μεγαλύτερο μέρος της, δημιουργώντας ισχυρή αντίστιξη προς τον Οθέλλο, μαύρο με λευκή ψυχή, πρόσωπο ενστικτώδους και παρορμητικής συμπεριφοράς, εξαρτημένο και υποκείμενο στους νόμους του φυσικού δικαίου, που συνδέεται άμεσα με την αλλόφυλη καταγωγή του.

Ο Μαυριτανός Οθέλλος είναι μεν αποδεκτός από τη διοικητική ιεραρχίας της βενετικής πολιτείας για τις γενναίες υπηρεσίες του προς αυτήν, παραμένει όμως ξένος και αλλούτερος στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων με αυτή την υποκριτική κοινωνία, που φαίνεται να μην συγχωρεί τον παρορμητισμό της αγάπης του για τη Βενετσιάνα Δυσδαιμόνα, αν κρίνουμε και από τις οργίλες αντιδράσεις του πατέρα της Βραβάντιου. Θέτει επομένως ο Σαίξπηρ στον «Οθέλλο» του πρώιμα και προφητικά το θέμα της διαφορετικότητας του προσώπου σε μια φυλετικά ομοιογενή κοινωνία.

Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, φαίνεται πως την τυφλή και φονική ζήλεια του Ιάγου υποδαυλίζει όχι μόνο ο παραγκωνισμένος και πληγωμένος εγωισμός του –αφού δεν έγινε ποτέ ο υπασπιστής του Οθέλλου, όπως επιθυμούσε, αντ’ αυτού επελέγη ο Κάσσιος– αλλά και ένα υπέδαφος φυλετικού μίσους που νιώθει ο λευκός παραγνωρισμένος εαυτός του απέναντι στον δημόσια αναγνωρισμένο μαυριτανό.

Η αυλαία στον «Οθέλλο» πέφτει με τον έρωτα να δείχνει το σκοτεινό πρόσωπό του και στην οριακή μορφή του να γίνεται θάνατος, με τον ομώνυμο ήρωα, μέσα σε μια χαώδη κόλαση της ψυχής του να σκοτώνει αυτό που αγάπησε μοναδικά και να σκοτώνεται. Εμμονή στην κτητικότητα, που εκτρέφει το πρωτόγονο και ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος ή συμβολισμός μιας μεταθανάτιας αιώνιας σύζευξης, όταν πλέον η προοπτική ενός επίγειου παραδείσου είναι χαμένη για ένα ερωτικό ζευγάρι αποσυνάγωγο από την κοινωνία, επειδή υπερβαίνει τα στερεότυπά της;

Το επιτυχημένο και κατά το παρελθόν σκηνοθετικό δίδυμο των Μανώλη Δούνια και Αιμίλιου Χειλάκη καινοτόμησε, αίροντας την εσωτερικότητα της σκηνικής δράσης και στήνοντας την παράσταση στον δημόσιο χώρο, δίκην αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, με όλους τους ήρωες επί σκηνής να παρακολουθούν τις μηχανορραφίες του Ιάγου και τους εφιάλτες του Οθέλλου, πρόταση όμως που αποδείχτηκε δυσλειτουργική. Παρά την υποκριτική του άνεση, ο Γιάννης Μπέζος εγκλωβίστηκε σ’ ένα παίξιμο μονοσήμαντα μπρούτο, που δεν επέτρεψε να αναβλύσουν οι συναισθηματικοί χυμοί του ρόλου του Οθέλλου, να αναδειχτεί η γενναιότητα και η ευγένεια της καρδιάς του, η θύελλα και η τρέλα της τρικυμισμένης ψυχής του.

Αντίθετα ο Αιμίλιος Χειλάκης κέντησε τον πολύκροτο ρόλο του Ιάγου, δουλεύοντας στις λεπτομέρειές τους, τους περίφημους μονολόγους, εκεί όπου μόνος με τον εαυτό του εξυφαίνει την ανόσια δράση του, εκεί όπου το έδαφος είναι πρόσφορο για ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας, αναδεικνύοντας το τίμημα της υπαρξιακής μοναξιάς του και κατεβαίνοντας ένα-ένα τα σκαλιά της αχρειότητας και του τυχοδιωκτισμού μέχρι την τελική επικράτησή του. Στέρεη η Αιμιλία της Μυρτώς Αλικάκη, αν και υπερβαλλόντως φωνασκούσα και χωρίς εσωτερικότητα.

Ευαίσθητος ο Κάσσιος του Αλέξανδρου Βάρθη και αφελής του Ροδρίγος του Κων/νου Γαβαλά ως όφειλαν, με τη Δυσδαιμόνα της Μάιρας Γραβάνη να προσπαθεί για το καλύτερο. Υψηλότονων και οργίλων τόνων ο εξεγερμένος Βραβάντιος του Κώστα Κορωναίου, χαμηλόφωνα διακριτική η παρουσία του Μανώλη Δούνια ως Δόγη και ευθύβολα αποτελεσματική η Μπιάνκα της Ελευθερίας Κοντογεώργη. Στον ευρηματικά διαμορφωμένο από την Κατερίνα Χάρου σκηνικό χώρο μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου σχημάτιζαν, προϊούσης της αφήγησης, λέξεις – κλειδιά σχετικές με την υπόθεση (Βενετία, «Ξένος», «Αλλος», Κύ(π)ρος), κλείνοντας με το «γιατί», μια εναγώνια διερώτηση για το αιματηρό και βίαιο τέλος.
Μια παράσταση συνεπής, που όμως δεν κατάφερε να μεταδώσει συγκίνηση.