Πάσχα στην παλιά Πάτρα
Ανοιξη κι ανάσταση, ένα και το αυτό!
Λαμπρή αποκαλείται η εορτή της αναστάσεως, προφανώς γιατί τα όσα συμβολίζει η μέρα αυτή είναι λαμπρά.
Ισως πάλι γιατί αυτή την Κυριακή (θέλουμε όλοι να) είναι λαμπρή και ηλιόλουστη μέρα. Βλέπετε η Ανάσταση εορτάζεται πάντα την Ανοιξη, η άνοιξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανάσταση τηε φύσεως.
Περισσότερο από κάθε άλλη γιορτή οι Ελληνες προσμένουν το Πάσχα με όλο αυτό το μυσταγωγικό τελετουργικό που ξεκινάει από την Καθαρά Δευτέρα και κλιμακώνεται την Μεγάλη Εβδομάδα.
Ειδήσεις και φωτογραφίες από περασμένα Πάσχα, από τις «Λαμπρές» των παππούδων μας περιλαμβάνονται στη σελίδα από το τεύχος των «Επιλογών» που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2019.
Λαμπρή είν’ η μέρα π’ αργοξυπνά!
Τα κάλαντα του Λαζάρου
Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φιλολογικά περιοδικά της Πάτρας, το «Αχαϊκά Χρονικά», διαβάσαμε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, λαογραφικού χαρακτήρα, θέματα, για τα κάλαντα του Λαζάρου.
Το κείμενο υπογράφει, το μακρινό 1939, από τον Ερινεό, ο Ελ. Κ. Παπαθεοδωρόπουλος.
Το παραθέτουμε αυτούσιο:
«Εκτος από τα κάλαντα που συνήθως από χρόνια τραγουδιούνται στα χωριά και στις πολιτείες της Ελλάδος την ημέρα της γιορτής του Λαζάρου, διατηρείται ακόμα σε μερικά χωριά του άλλοτε δήμου Φαρών των Πατρών, και τραγουδιέται εκεί, το παρακάτω ποίημα ειδικά για τη γιορτή του Λαζάρου.
Παρέες από μεγάλους την ηλικία χωριανούς, το βράδυ της παραμονής του Λαζάρου, γυρίζουν, τέσσαρες έως πέντε καβάλλα στ’ άλογα τους η κάθε παρέα, αφού σκοτιδιάσει, από σπίτι σε σπίτι, στο χωριό τους και στα κοντινά χωριά και τραγουδούν τα ιδιόρρυθμα αυτά κάλαντα στη γιορτή του Λαζάρου.
Εχουν δεμένο στο κεφάλι, όλοι τους ανεξαιρέτως, από ένα μαντήλι κάτασπρο. Τα ιδιόρρυθμα αυτά κάλαντα έχουν ως εξής:
Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος, εδώ καλησπερίζει
Χίλια καλησπερίσματα εφέτος και του χρόνου.
– Εγώ έχω πολλούς υγιούς, για ποιον υγιό μου λέτε;
– Για κείνον τον μικρότερο, τον μοσχαναθρεμένο,
Που μου τον δέρνει ο δάσκαλος με τη χρυσή του βέργα.
Τον δέρνει κι η δασκάλισσα, με τρία κλωνάρια μόσχο.
– Παιδί μου πουν’ τα γράμματα, παιδί μου, πούν’ ο νους σου;
– Τα γράμματ’ είνε στο χαρτί, κι ο νους μου πέρα διάβη.
Στους κάμπους πιάνουν τους λαγούς, στα πλάγια τα περδίκια.
Το ‘να το πάει της μάννας του, τ’ άλλο της αδερφής του.
Το τρίτο το καλύτερο της αγαπητικιάς του.
Γυρεύει για να παντρευτή, γυρεύει για να πάρη.
Γυρεύει το γριβάλογο, με σέλλα στο λιβάδι.
Γυρεύει τ’ άστρι πρόβατα, και το φεγγάρι γίδι.
– Κόρη, δεν είναι έμορφη, κόρη, δεν είναι κι’ άσπρη.
– Θέλεις να είμαι έμορφη, θέλεις να είμαι κι’ άσπρη;
Στείλε κάτω στη Βενετιά, στο φοβερό παζάρι,
Να ιδής πως είν’ οι έμορφες, να ιδής πώς είναι κι’ άσπρες
Και επακολουθούν τέλος τα γνωστά και κοινά σε όλα τα κάλαντα υλών των εορτών δίστιχα:
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραΐση
Κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήση
Οι κάτοικοι της ανωτέρω περιφερείας, στις παρέες που λένε τα κάλαντα αυτά του Λαζάρου και που άθελα τους συνεχίζουν τη παράδοσι του τόπον των, πληρώνουν τους ανεκτίμητους κόπους των, κατά παλαιάν συνήθειαν, εις χρήμα και σπανιώτατα εις αυγά».
Η κίνηση στην αγορά το Πάσχα του 1935
Ενα ξεχωριστό ρεπορτάζ αλιεύσαμε από τον «Νεολόγο» το Πάσχα του 1935. Αφορά στην κίνηση της αγοράς στην Πάτρα λίγο πριν την Ανάσταση.
Ο συντάκτης γύρισε όλη την Πάτρα, τις αγορές, τα εμπορικά καταστήματα, μίλησε με εμπόρους, πωλητές και πελάτες και κατέγραψε τις εντυπώσεις του. Το οδοιπορικό έγινε το Μέγα Σάββατο και το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε την επομένη, την Κυριακή του Πάσχα.
Το κλίμα της εποχής και ένα σωρό ειδήσεις στο ρεπορτάζ που ακολουθεί:
«To πρόγραμμα και ο ρυθμός που επικρατεί στην διακόσμησιν της Πασχαλινής αγοράς είνε πάντοτε στερεότυπος. Μοιάζει σαν αναμνησεολογικόν άρθρον πολιτικού, σαν πνευματώδες αστείον Επιθεωρήσεως ή και σαν τη Mεγαλοβδομαδιάτικη φιλολογία. Από τα χαράμματα που οι πιστές γρηούλες πάνε στις εκκλησίες και οι δημοσιογράφοι γυρίζουν σπίτια τους μετα τη λογοκρισία, τα καταστήματα της πόλεως αρχίζουν να φιγουράρουν σημαιοστόλιστα σαν μικρονοικοκυρά στη γιορτή του συζύγου της ή σαν τους επισήμους στις μεγάλες τελετές…
***
Το παντοπωλείον ο «Λουκόπουλος» το οπωροπωλείον η «φυλλοξήρα», το κρεσπωλείον ο «μακαρίτης… «Αθανασόπουλος», το γαλακτοπωλείον ο «Νιαγάρας», το ιχθυοπωλείον ο «Καρχαρίας», το εστιατόριον «Ιωάννης ο Νηστευτής», το αυγοπωλείον ο «Κλαύ(ού)βιος, το αλλαντοπωλείον η «Αναιμία», το ζαχαροπλαστείον ο «Φαρμάκης» και το πτηνοπωλείον ο «Ικαρος» συμβολικός τίτλος για τη τιμή του παρά για τα πετούμενα που πωλεί – όλα αυτά τα βρίσκει κανείς το ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου με τη γνωστή γιορτινή φορεσιά τους. Εις τα κρεοπωλεία τα αρνιά, τα κατσικάκια, τα μοσχάρια και τα δαμάλια, ακόμη και τα τεράστια εκείνα υπερβωδινά κομμάτια προβάλλουν ανάμεσα από πολύχρωμες γιρλάνδες, πλαισιωμένα από κλάδους ελάτων, φοινίκων, πεύκων και χρυσόχαρτα. Οι επιγραφές οι οποίες αναγράφουν τις τιμές των πωλουμένων εδεσμάτων, είνε καθαρές και καλογραμμένες. Μόνον που δεν έχουν ομαλάς σχέσεις με την ορθογραφία. Επί παραδείγματι τα αθώα αρνάκια δεν τους φθάνει που τα σφάζουν, αλλά επιμένουν να τους βάζουν περισπωμένη. Ο μόσχος γίνεται «μόσκος» ίσως λόγω της συγγενείας του με το λιβανωτόν συνεπεία των… αναθυμιάσεων αμφοτέρων.
Ο στολισμός επεκτείνεται και εις τα «ντεμοντέ» είδη. Ετσι για να μη ήνε παραπονεμένες, οι γαλοπούλες και οι πουλάδες έχουν καρφιτσωμένα στα στήθεια των χρωματιστές κονκάρδες σαν κυρίες του 1909, ενώ τα ψαρράδικα προτιμούν τα χάρτινα λουλούδια. Γενικώς ο διάκοσμος, το στολίδι, το μπιχλιμπίδι, κυριαρχούν παντού. Βλέπετε, το «πράγμα» όταν είνε στολισμένο με λιλιά πείθει την πελατείαν και διατίθεται ευκολώτερα.
***
Η πλατεία Ομονοίας και ο χώρος προ του Τελωνείου έχουν ορισθή ως τόπος συγκεντρώσεως των… κινηματιών. Αρνιά πάσης φύσεως, παντός φύλου και πάσης ηλικίας και καταγωγής έχουν συγκεντρωθή αναμένοντα καρτερικώς τας αποφάσεις των Εκτάκτων Στρατοδικείων οι οποίες είναι αυστηρότατες. Εις ελάχιστα η εκτέλεσις της θανατικής ποινής αναστέλλεται επ’ ολίγους μήνας λόγω της επιδεικνυομένης επιεικείας, άλλα και διότι είνε… άπαχοι οι μελλοθάνατοι.
– Ρούμελη, Ρούμελη, όχι Μωρηάς.
– Χαλαντρίτσα πράμα από τον τόπο μας.
– Αντραβίδα!
– Μανωλάδα!
– Τριάντα η οκά.
– Μανάρια, που τρώει η μάννα και του παιδιού δεν δίνει…
Φαίνεται ότι η τελευταία προφητεία έχει κάποιαν βάσιν, διότι κάποια «μάννα» που αγόρασε του «γάλακτος» δεν ετόλμησε να δώση του «παιδιού» της για να περισώση το στομάχι του. Τόσο ήταν «του γάλακτος».
Περιττόν να σημειωθή ότι παρά την αστυνομικήν διάταξιν, τα «στρατόπεδα των κινηματιών» περιώδευσαν και την πόλιν, σταθμεύοντα εις όλας τας κεντρικάς οδούς. Ετσι δεν έλειψε το γραφικώτατον θέαμα πασχαλινών αμνών οι οποίοι αποπειρώμενοι να δραπετεύουν εισήρχοντο εις… καταστήματα μόδας – αψηφούντες την ιεράν οργήν των καταστηματαρχών και της θηλυκής πελατείας των.
Και ο κόσμος ψωνίζει. Με την διαφοράν ότι την αποκλειστικότητα του ψώνιου του πασχαλινού αμνού -του ζώντος- έχουν οι νοικοκύρηδες. Αι γυναίκες αναλαμβάνουν τα μικροτέρας σημασίας ψώνια. Ετσι είναι το έθιμο. Τα αρνιά, οιασδήποτε προελεύσεως, έχουν τιμήν ωρισμένην, έχουν τριάντα δραχμάς την οκά. Ούτε μία λιγώτερο, ούτε μία περισσότερο.
***
Διά τον φόβον των Ιουδαίων ο κόσμος εφέτος επροτίμησε τους σφαγμένους αμνούς. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις των πωλητών περί της ποιότητος των «κινηματιών». Και γι’ αυτό προτιμάται ο κρεοπώλης με την πραγματικότητα έστω και μη ζώσαν… Αλλά και εκεί γίνονται απόπειραι απάτης.
Μία κυρία ερωτά.
– Του γάλακτος είναι;
– Μάλιστα μαντάμ!
– Και πως είναι τόσο μεγάλο;
– Δεν το είχε φαίνεσθαι, αποκόψη εγκαίρως…
Η διαβεβαίωσις δεν εκρίθη ικανοποιητική και η κυρία εστράφη προς νέους ορίζοντας.
***
Στην οδόν Κορίνθου επικρατεί πανδαιμόνιον. Είνε συγκεντρωμένα τα περισσότερα μπακάλικα και μανάβικα, χαρμοσύνως στολισμένα, εις τα οποία η «υπηρεσία» παρεμφερώς και αυτή σημαιοστολισμένη διαλαλεί από των επάλξεων του καταστήματος τα «Πασχαλινά προϊόντα του.
– Γιαούρτες…
– Ολο πάχος…
– Από τον Ολυμπο.
– Από το Χελμό.
– Πω, πω, πω.
Αυτό το «πω, πω, πω», δεν αναφέρεται μόνον εις την ποιητικήν έξαρσιν των εδεσμάτων. Απευθύνεται τεχνηέντως και προς τα συμφυρόμενα εις το κατάστημα δουλικά με τα ζεμπίλια, ή τα εαρινά δεσποινίδια με την «κομματικήν» εμφάνισιν, τα οποία προκαλούν αμέσως, ως διά μαγείας, την επέμβασιν του καταστηματάρχου.
– Παιδί, περιποιήσου την δεσποινίς.
– Πω, πω, πω, απαντά το «παιδί» κυττάζον μελισταλάκτως το υποδειχθέν θήλυ.
Και η υποδειχθείσα περιποίησις συντελείται!
***
Οι συμπολίται ψωνίζουν βέβαια κρέας και όλα τα συναφή εδέσματα του Πασχαλινού τραπεζιού. Μία «νεαρά» γεροντοκόρη διαφωνεί και ζητεί από τον μπακάλη… ταραμά. Σκάνδαλον. Ολη η εξελιγμένη ομήγυρις του καταστήματος εξανίσταται.
-Ταραμά; ερωτά ο υπάλληλος. Μόλις τον εκρύψαμε.
– Μα είμαι παλαιοημερολογίτισσα.
***
Το πτηνοπωλείον ο «Ικαρος» παρά την συμβολικότητα του τίτλου του έχει περιωρισμένην δράσιν. Το έθιμο του οβελία είναι αδιασάλευτο. Μόνο μερικοί αναρρωνύοντες ψωνίζουν πουλερικά, και μερικοί «εξαντρίκ» που συνηθίζουν να ψήνουν αρνί …τα Χριστούγεννα. Εννοείται ότι ο «Ικαρος» βρίσκοντας την ευκαιρία υψώνει τις τιμές και μόνο το βράδυ για να μην ξεμείνη ανάγκαζεται και κάνη «λούπηγκ δη λουπ» προς τα κάτω.
***
Στα ζαχαροπλαστεία και κουλουροπωλεία η κίνησις είναι αρκετά ζωηρά. Τσουρέκια, τούρτες και κουλούρια, αραδιασμένα καθ’ όλον το μήκος και πλάτος των καταστημάτων εις προκλητικά σχήματα εξαφανίζονται ανανεούμενα διαρκώς «από μέσα». Ο κόσμος την χαρμόσυνη αυτή ημέρα θέλει να την γλυκάνη λίγο. Αναλόγως ο καθένας με την αντοχή του πορτοφολιού του.
***
Ας ρίξουμε και μια ματιά στις τιμές, οι όποιες είναι σχεδόν οι ίδιες σ’ όλα τα μαγαζιά.
Πρώτα πρώτα αι αμνοί, ζωντανοί. Οσο κι’ όσο. Αρχιζαν από τριάντα την οκά. Σφαγμένα αρνιά γάλακτος 44 – 48. Μοσχάρι 35, αρνί περσινό 40, δαμάλι 30.
Είδη οπωροπωλείου. Μήλα 20 – 36, πορτοκάλια 2-3, αυγά λευκά 3.70, κόκκινα 4 το ζευγάρι, μαρούλια 2 το μάτσο, κολοκυθάκια 10 η οκά, λεμόνια 1 – 1.50, αγγινάρες 2-2.50, μέσκουλες 16, μπανάνες 40, πατάτες 7.50.
Είδη παντοπωλείου, βούτυρο 116, βούτυρο φρέσκο 88, τυρί κφάλι 64, κασέρι νέας εσοδείας 60, τυρί φέτα παληό 40, νέο 36, μιζήθρα Κεφαλληνίας 40, μυζήθρα χλωρή 16, γιαούρτι «ολόπαχη» 18, αυγά 8.50, φαρίνες 14, πατάτες Χαλκίδος 7.50, καρολίνα ρύζι 18, ζάχαρι 20. Κουλούρια 30-40. Πασχαλινές κουλούρες 12 η οκά.
Το βράδυ ζωηρεύει και η αγορά των κεριών. Κάθε χριστιανός θεωρεί απαραίτητο ν’ αγοράση λαμπάδες τής Αναστάσεως για κάθε μέλος της οικογενείας του. Φέτος το κερί επωλείτο από τους μικροπωλητάς προς 80 δραχμάς την οκά. Στα ίδια τραπεζάκια των κηριών πωλούνται σκάστρες και άλλα παρόμοια, από τις οποίες προμηθεύονται οι θερμόαιμοι διαιωνισταί ενός όχι και τόσον ευγενούς εθίμου.
***
Τέλος δεν θα έπρεπε να παραληφθή η σημειωθείσα βοηθούντος του ανοιξιάτικου καιρού «πρώτη εμφάνισις» ψαθακιών, η οποία έδωσε κάποια ζωή και εις τα καταστήματα νεωτερισμών. Περί τιμών δεν μπορεί να γίνη λόγος. Ομιλεί πρωτίστως η ποιότης, η προέλευσις και η… δυναμικότης.
***
Γενικώς τ πνεύμα της φετεινής αγοράς του Μ. Σαββάτου ήτο ικανοποιητικόν. Η παρατηρηθείσα κίνησις, κατά την ομολογίαν των ενδιαφερομένων, υπερέβη κατά ένα ποσοστόν την περυσινήν, ιδία εις αγοράν αμνών. Εις τούτο συνετέλεσαν και οι προσιταί τιμαί αι οποίαι έδωσαν την δυνατότητα και εις την μεσαίαν τάξιν να στολίση το Πασχαλινό τραπέζι.
Ας ευχηθώμεν: Και του χρόνου!».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News