Πάτρα: «Φορτωμένο μνήμες και ιστορίες» – Αφιέρωμα στα 75 χρόνια ζωής για το καφενείο Μαλαφούρη! ΦΩΤΟ
«Η παράδοση είναι πάντα αληθινή και ισχυρή σε αντίθεση με τη μόδα που αλλάζει χρόνο με το χρόνο»
«Στου Μαλαφούρη τις Μουριές, υπάρχει ακόμη ο καφενές και οι μνήμες μου θολές, στου αργαλειού τα χτένια αλαργινές. Και εγώ ακόμη εκεί, που ‘παιζαν ζάρι και χαρτί, τότε με δέος τους κοιτούσα, κομμάτια έκλεβα από το ρόλο τους, εκείνοι πρωταγωνιστές κι εγώ κομπάρσος ξενυχτούσα…».
Μ΄ αυτό τον τρόπο ξεκινά η ποιητική ρίμα του Γιώργου Τσιμπούκη για τον θρυλικό καφενέ, Μαλαφούρη, που περισσότερο από 75 χρόνια στέκει ακόμη εκεί με μια γέρικη μουριά στη μέση της αυλής του, στον συνοικισμό του Νέου Δρόμου. Πρόκειται για ένα αυθεντικό παραδοσιακό καφενείο στα προάστεια της Πάτρας. Για έναν χώρο με πολλά δρώμενα και καταστάσεις, ειδικά των ανδρών.
-Το καφενείο από παλιά ήταν ένας χώρος συγκέντρωσης όπου εκεί μεταδίδονταν όλα τα νέα και οι πληροφορίες ενός τόπου. Εκεί έπαιζαν θέατρο οι πρώτοι θίασοι (μπουλούκια), εκεί τοποθετήθηκε το πρώτο τζουκ μποξ, το πρώτο τηλέφωνο, το πρώτο ραδιόφωνο, ο πρώτος κινηματογράφος, η πρώτη τηλεόραση. Τι πραγματικά συμβολίζει το καφενείο σήμερα για την ελληνική κοινωνία; «Το καφενείο ήταν και θα παραμείνει ένας ζωντανός οργανισμός, καθώς μέσα σε αυτό δημιουργούνται δρώμενα και καταστάσεις κυρίως μεταξύ ανδρών. Δεν πας να πιείς απλά έναν καφέ, ένα κρασί, μία μπύρα, θα πας να γελάσεις, να ακούσεις, να συμφωνήσεις, να διαφωνήσεις, να φωνάξεις. Και τα καφενεία και οι ταβέρνες ήταν χώροι όπου η κοινότητα σφυρηλατούσε την ενότητά της, δημιουργούνταν σχέσεις ανθρώπινες, υπήρχε μια ροή πληροφοριών, συναισθημάτων, αγαθών», μου λέει ο Δημήτρης Μαλαφούρης, τρίτη γενιά στην οικογένεια που συνεχίζει να λειτουργεί το παραδοσιακό καφενείο, ύστερα από τον πατέρα και τον παππού του.
-Εσείς, ως τρίτη γενιά, τι σας ώθησε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το παραδοσιακό καφενείο; Θαρρώ πως όλα αυτά τα χρόνια αποτελέσαν σημαντική εμπειρία στην τωρινή σας προσπάθεια…
«Τα βιώματα από τον παππού και τον πατέρα μου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφασή μου. Η συνέχεια των 70 χρόνων (1948) λειτουργίας του είναι κι ένας φόρος τιμής απέναντί τους».
-Κάποια χαρακτηριστικά που διαφοροποίησαν εσάς από τον πατέρα σας και τον παππού σας;
«Δεν διαφέρω και πολύ από τον παππού και τον πατέρα μου στον τρόπο λειτουργίας. Οι βάσεις είναι ίδιες. Σίγουρα, όμως, δεν μένω αδρανής και στην εξέλιξη. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία προσελκύω νέους ανθρώπους στην παραδοσιακή νοοτροπία ενός καφενείου».
-Η αισθητική του χώρου, η ατμόσφαιρα, η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ, η γειτονιά, τα ιστορικά στοιχεία, το φωτογραφικό υλικό, ο ρόλος του καφετζή, ο ελληνικός καφές που δεν πρέπει να ξεπερνά το 1,50 ευρώ, αποτέλεσαν κριτήριο επιλογής που έκαναν τον Δημήτρη να συνεχίσει:
«Ο μεγαλύτερος παράγοντας είναι η οικογένειά μου. Πάντοτε είχα μέσα στο μυαλό μου να συνεχίσω αυτό που μου άφησαν. Η παράδοση είναι πάντα αληθινή και ισχυρή σε αντίθεση με τη μόδα που αλλάζει χρόνο με τον χρόνο. Ο Ντοστογιέφσκι είπε: ”Προσφέροντας ένα τριαντάφυλλο, μένει η μυρωδιά στο χέρι σου”. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό που με κάνει να ξεχωρίζω είναι οι αληθινές σχέσεις με τον κόσμο».
-Ας υποθέσουμε ότι κάποιος θέλει να ανοίξει ένα καφενείο. Τι συμβουλή θα του δίνατε, γιατί πολλοί μπορούν να ξεκινούν με αποτυχημένες προσπάθειες και στα χαμένα…
«Ο,τι ξεκινάς πρέπει να το κάνεις με μεράκι, να έχεις καλή επαφή με τον κόσμο, να μοιράζεσαι τις χαρές, τις λύπες του… Να τον ξαλαφρώνεις. Και να αφιερώνεις πολλές ώρες από την προσωπική σου ζωή. Ετσι σίγουρα έχεις τις σωστές βάσεις».
-Οσο για το τι θα απογίνουν αυτοί οι χώροι σε λίγα χρόνια, ο Δημήτρης είναι ξεκάθαρος:
«Και βέβαια θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Υπάρχει ποτέ περίπτωση να κλείσουν τα κομμωτήρια; Ετσι είναι και τα καφενεία».
-Πώς σκοπεύετε να διατηρήσετε όλο αυτό και να το συνεχίσετε;
«Δεν σκοπεύω να αλλάξω κάτι. Θα κάνω αυτό που έκανα από την αρχή. Πάντα θα ψάχνομαι για νέες πινελιές, αλλά μέχρι εκεί. Σκληρή δουλειά, ατέλειωτες ώρες και ένα με τον κόσμο που το έχει ανάγκη. Ετσι θα συνεχίσω».
Ισως ο ιδιοκτήτης του καφέ «Παραδοσιακό» να έχει δίκιο. Μπορεί να βρεθεί λύση και τα καφενεία να συνεχίσουν να υπάρχουν. Ισως πάλι και να εξαφανιστούν και να καταλήξουν κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, αφού σιγά-σιγά τη θέση τους παίρνουν σύγχρονες καφετέριες.
Ο,τι κι αν γίνει πάντως, δεν υπάρχει καλύτερο τέλος από τα ποιητικά λόγια του Γιώργου Τσιμπούκη που από μικρό παιδί έβλεπε τον γέρο-Μαλαφούρη απέναντι από το πατρικό του σπίτι να σερβίρει ζεστό αχνιστό καφέ και ούζο με μεζέδες «στους βιοπαλαιστές ειδήμονες, σχολιαστές και στρατοκόπους, ένα σημείο αναφοράς, μια ανάσα ξενοιασιάς και ανακωχής στον πόνο».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News