Ρέα Γαλανάκη: «Ηρθε η ώρα του προσωπικού και συγγραφικού μου απολογισμού»
Δεν είναι εύκολο αφενός να αποφασίσεις να βουτήξεις στο παρελθόν για να αναζητήσεις ποιοι ήταν οι γονείς σου πριν γίνουν γονείς σου, και αφετέρου, στη συνέχεια, να συνθέσεις με τις ψηφίδες που συνέλεξες ένα ελκυστικό μυθιστόρημα. Η Ρέα Γαλανάκη απέδειξε ότι έχει και τα κότσια και τη συγγραφική δεινότητα να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος. Γι’ αυτό και το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» (εκδ. Καστανιώτη) είναι ένα λεπτοδουλεμένο «χειροποίητο» πορτρέτο των γονιών της και μια έξοχη αποτύπωση της Ιστορίας τα μονοπάτια της οποίας διάβηκαν οι πρόγονοί της. Η βραβευμένη και αγαπημένη συγγραφέας μιλάει στην «ΠτΚ» για τη σύλληψη, κυοφορία, γέννηση του βιβλίου και τις δυσκολίες τους, για την έννοια της πατρίδας και τις δικές της πατρίδες, για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Η μνήμη είναι το μάτι της ψυχής» γράφετε. Ποια εσωτερική ανάγκη υπαγόρευσε την απόφασή σας να γράψετε το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη»;
«Η μνήμη είναι το μάτι της ψυχής», η ψυχή όμως είναι πολύ πονηρή κι εφευρίσκει τρόπους να κρύβεται για χρόνια απ’ αυτό το μάτι. Με τα χρόνια καταλαβαίνει πως πλέον δεν χρειάζεται να κρύβεται, ό,τι έγινε έγινε, κι ίσως αξίζει να δει κανείς τη ζωή του ευγνωμονώντας ακόμη και τα λάθη, τα δικά του, κι εκείνων που αγάπησε. Με άλλα λόγια, ήρθε η ώρα του προσωπικού, μα και του συγγραφικού μου απολογισμού για τη ζωή που έζησα, για την κρυμμένη ρίζα όσων έγραψα. Να προφτάσω να κάνω τούτο το μνημονικό ταξίδι της σχεδόν σαν προσκύνημα, αυτό ήθελα. Επειδή «ανέκαθεν η οικογένεια είναι ο βαθύς εκρηκτικός πυρήνας κάθε δράματος στη ζωή, στην τέχνη», και κανένας μας δεν εξαιρείται.
Με ποιες δυσκολίες παλέψατε για να ξετυλίξετε το κουβάρι της αναζήτησης των «γνωστών-άγνωστων» γονιών σας;
Κατ’ αρχήν έπρεπε να βρω μια συγκεκριμένη οπτική γωνία για να αποφύγω το απόλυτο χάος των αναμνήσεων, και να επιτύχω το χτίσιμο μιας μυθιστορηματικής δομής. Εστίασα λοιπόν κυρίως στους πριν τον γάμο τους «γνωστούς-άγνωστους» γονείς μου, όπως είναι πάντα οι γονείς μας. Τι είχε διαμορφώσει τον χαρακτήρα, τη σκέψη, τη συμπεριφορά τους με αποτέλεσμα να τους γνωρίσω εγώ έτσι, να συγκρουστώ μαζί τους, κι αργότερα να ξανασυνδεθούμε. Ποιοι, ακόμη, ήταν οι κοντινοί δικοί τους πρόγονοι. Είχε ενδιαφέρον, και μάλλον χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας του 20ού αιώνα, το ότι οι αγροτικής καταγωγής γονείς μου μπόρεσαν πριν από τον ΒΠΠ να σπουδάσουν στην Αθήνα, στη Βιέννη και το Μπορντό ιατρική, ο δε πατέρας μου πήρε και ντοκτορά ιατρικής στη Γαλλία.
Στο βιβλίο σας συναντάμε συχνά-πυκνά -παραλλαγμένο- τον υπότιτλό του «τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια». Θα μας πείτε γι’ αυτή την υπενθύμιση;
Oλοι μας παιδιά ακούμε τις ιστορίες της οικογένειας, που τότε περιλάμβαναν και πολέμους και άλλες περιπέτειες, σαν παραμύθια -μόνο βέβαια που δεν ήταν παραμύθια παρά το απόσταγμα της ζωής. Και αυτό το δήθεν μυθικό πλην αληθινό, μου έδωσε τη δυνατότητα να γράψω λογοτεχνία, με άλλα λόγια να δουλέψω αυτό το βιβλίο με όνειρα, να φανταστώ σκηνές βάσει των ακουσμάτων, να οδηγηθώ μέσα από εικασίες ή αναθεωρήσεις σε μια βαθύτερη κατανόηση. Σαν παραμύθια που δεν είναι παραμύθια διάβασα και τις προπολεμικές φωτογραφίες τους, ακόμη και τις ελάχιστες πριν τον γάμο τους επιστολές.
Υπήρξαν μη συνειδητοποιημένες πτυχές του εαυτού σας, που ήρθαν στο φως ενόσω κοιτούσατε στον καθρέφτη του παρελθόντος;
Δεν περίμενα να φθάσω σε τόση αγάπη ανασκάπτοντας τον αρχαίο τύμβο. Ως και τα κτερίσματα απέκτησαν άλλες ιδιότητες, μου μίλησαν με άλλη γλώσσα.
Η αυστηρότητα μέσα στην οποία μεγαλώσατε, την οποία απάλυνε η ζεστασιά της γιαγιάς Μαριγώς, πώς επέδρασε, θεωρείτε, στον χαρακτήρα που διαμορφώσατε;
Ενδεχομένως στο να μάθω να μη σταματώ στους τίτλους, στον πλούτο, αλλά στου καθενός την ανθρωπιά και τη συμπόνια σε ώρες δύσκολες. Για να μην παρεξηγηθώ, σίγουρα και οι δυο μεριές μού έδωσαν ό,τι καλύτερο είχαν. Στους αυστηρούς γονείς μου οφείλω την καλύτερη Μέση Εκπαίδευση στο Ηράκλειο και μια πρωταρχική συνειδητοποίηση της Δημοκρατίας και των αγώνων που απαιτεί. Αξίζει επίσης να παρατηρηθεί ότι στην πλευρά των «αγράμματων» δεν υπήρχαν άντρες, μόνο λαϊκές γυναίκες (γιαγιά, κοπέλες του σπιτιού, κάποιες θείες). Ο «πατέρας-αφέντης» υπήρχε τότε σε πολλές οικογένειες, και στις βουλές του υποτασσόταν ακόμη και μια σύζυγος γιατρός, τουλάχιστον στην Κρήτη.
Πατρίδα. Της είχατε αφιερώσει ένα κεφάλαιο, στο βιβλίο σας «Από τη ζωή στη λογοτεχνία». Εδώ επανέρχεστε. Τι είναι για εσάς πατρίδα;
Προφανώς είναι πρώτα και κύρια ο τόπος που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Το ενδιαφέρον είναι ότι η θαυμάσια έννοια της πατρίδας μπορεί να περιλαμβάνει κι άλλους τόπους, ακόμη και φανταστικούς. Φέρνω ως παράδειγμα ότι τα παιδιά των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σιγά-σιγά θεωρούσαν ως δική τους πατρίδα και τη χαμένη πατρίδα των ξεριζωμένων τους προγόνων, κι ας μην την είχαν δει ποτέ. Ας πω και κάτι ακόμη, εγώ εκτός από την Κρήτη θέλω να σκέφτομαι ως πατρίδα μου και την Αθήνα και την Πάτρα. Επειδή είναι μεγάλα κομμάτια από την ενήλικη ζωή μου, και σημαντικά κομμάτια της ταυτότητάς μου. Προσωπικά, φοβάμαι πολύ την απολυτότητα κάθε ενικού, την έλλειψη συγκριτικού μεγέθους. Πολύ περισσότερο τον υπερπατριωτισμό των ημερών μας.
Πώς νιώσατε όταν βάλατε τελεία, μετά από την 4ετία, που διήρκεσε η σύνθεση του δικού σας «χειροποίητου» πορτρέτου των γονιών σας;
Εβαλα πολλές φορές τελεία, και πολλές φορές ξαναγύρισα στο κείμενο κόβοντας και ράβοντας. Το άρχισα και το παράτησα αμέσως -στριμμένο, απαιτητικό θέμα. Αν δεν ήταν οι απανωτές καραντίνες, δεν θα το είχα ολοκληρώσει. Οταν επιτέλους το παρέδωσα στον εκδότη, ήξερα πλέον πως οι λέξεις, έστω της λογοτεχνίας, μπορούν να ονομαστούνε «χειροποίητες», όπως και -πόσο όμορφα το λέτε!- και τα πορτρέτα των γονιών μου με τον τρόπο που τα συνέλαβα, τα ξαναγέννησα, και τα ξαναμεγάλωσα μέσα σε τούτο το πολύτροπο μυθιστόρημα. Είναι ίσως και ο μοναδικός τρόπος να επιχειρηθεί η αναμέτρηση με τους πάντα «γνωστούς-άγνωστους» γονείς μας.
«Ρωτώντας για την αφορμή του αίματος», τίτλος κεφαλαίου του βιβλίου σας. Για το αιματοκύλισμα στην Ουκρανία, η άποψή σας;
Παρέδωσα το βιβλίο στις εκδόσεις Καστανιώτη περίπου δεκαπέντε μέρες πριν από την αναίτια εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. Οσο κάναμε τις διορθώσεις κυριολεκτικά νόμιζα πως συνεχίζονταν οι πόλεμοι που είχε ζήσει ο πατέρας μου, αξιωματικός του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική Καταστροφή, κι αργότερα επιστρατευμένος γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας, μόλις γύρισε άρον-άρον από τη Γαλλία λόγω της κατάληψής της από τους Γερμανούς. Για μένα δεν υπάρχει καμιά αξιόπιστη αιτία της άθλιας εισβολής, της απίστευτης βίας εναντίον αμάχων, των αναγκαστικών εκτοπίσεων, της ολοκληρωτικής καταστροφής πόλεων και υπαίθρου. Οι διεθνείς δικλίδες ασφαλείας δεν κατάφεραν να σταματήσουν εγκαίρως τον συγκεκριμένο πόλεμο, διαλύοντας τη μοιραία ψευδαίσθηση ότι η Ιστορία διδάσκει τις επόμενες γενιές κι ότι δεν θα ξαναγίνει πόλεμος επί ευρωπαϊκού εδάφους, που πλέον ίσως είναι και πυρηνικός. Η Ιστορία διδάσκει μόνο όσους επιθυμούν να διδαχτούν, παρότι ανήκει στη διδακτέα ύλη.
Σαράντα επτά χρόνια από το πρώτο σας βιβλίο. Κάνοντας έναν, ακόμα, απολογισμό, πώς θα ορίζατε τη σχέση σας με τη συγγραφή;
Σχέση ζωής.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News