Συναισθηματική Αξία: Όταν η μνήμη γίνεται σκηνή και η οικογένεια σενάριο

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι γέφυρες εύθραυστες: φτιαγμένες από μνήμη, επιθυμία και σιωπή. Στηρίζουν και προδίδουν, θεραπεύουν και πληγώνουν. Κάθε τους στιγμή είναι μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στην εγγύτητα και την απώλεια.

Συναισθηματική Αξία: Όταν η μνήμη γίνεται σκηνή και η οικογένεια σενάριο

Η «Συναισθηματική Αξία» (Sentimental Value) του Γιόακιμ Τρίερ (συνεργάζεται πάλι με τον Έσκιλ Βογκτ στο σενάριο) είναι ένα φιλμ που προχωρά πέρα από την απλή αφήγηση και αγγίζει την καρδιά του ίδιου του κινηματογράφου ως πράξη μνήμης και αναπαράστασης. Στο κέντρο της βρίσκονται δύο αδελφές, η Νόρα (Ρενάτε Ράινσβε) και η Άγκνες (Ινγκα Ιμπσντότερ Λιλέας), που πενθούν τη μητέρα τους, κάπου στα προάστια του Όσλο. Το πένθος δεν παρουσιάζεται ως μεμονωμένο γεγονός, αλλά ως μια αλυσίδα που φέρνει στην επιφάνεια ερωτήματα ταυτότητας, κληρονομιάς και συναισθηματικής ευθύνης.

Η επιστροφή του πατέρα τους, του Γκούσταβ (Στέλαν Σκάσγκαρντ) διάσημου κινηματογραφικού σκηνοθέτη, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένεια του όταν οι δυο αδελφές ήταν μικρές, δεν φέρνει λύτρωση αλλά αναστάτωση. Εμφανίζεται με το βάρος ενός αυτοβιογραφικού σεναρίου, το οποίο γράφει ως απόπειρα εξομολόγησης, μα και ως εργαλείο εξουσίας. Προτείνει στη Νόρα, η οποία εν τω μεταξύ, εξελίχθηκε σε καταξιωμένη θεατρική ηθοποιό, να υποδυθεί τον εαυτό της, να ενσαρκώσει δηλαδή το όραμα του πατέρα για την οικογένεια. Η οργισμένη άρνησή της δεν είναι μια απλή καλλιτεχνική επιλογή, είναι μια αμυντική πράξη απέναντι σε μια χειρονομία που απειλεί να καταπιεί τη δική της μνήμη και φωνή.

Σε αυτήν τη σχισμή, που δημιουργήθηκε, εισέρχεται μια νέα φιγούρα: η Ρέιτσελ Κεμπ (Ελ Φάνινγκ), μια Αμερικανίδα σταρ, που αναλαμβάνει τον ρόλο που απέρριψε η Νόρα. Η επιλογή της από τον σκηνοθέτη δεν είναι τυχαία. Ο Γκούσταβ τη διαμορφώνει σιγά σιγά ώστε να μοιάζει με την κόρη του, σε μια διαδικασία σχεδόν χειρουργικής αντιγραφής: χειρονομίες, εκφράσεις, ακόμη και λεπτομέρειες της εμφάνισης. Η Ρέιτσελ όμως δεν παραμένει απλώς αντικείμενο μίμησης. Διαβάζει τον ρόλο σαν μια αντανάκλαση της δικής της ζωής, μετατρέποντας τη διαδικασία σε έναν καθρέφτη όπου η τέχνη κοιτά τον εαυτό της και επιστρέφει το βλέμμα.

Η Άγκνες, πιο συμφιλιωτική και γειωμένη, επιχειρεί να διατηρήσει μια εύθραυστη ισορροπία. Στέκεται ανάμεσα στη άρνηση της Νόρας και την επίμονη δημιουργικότητα του Γκούσταβ, λειτουργώντας ως ο συνδετικός ιστός μιας οικογένειας που κινδυνεύει να διαλυθεί. Μέσα από αυτήν τη γεωμετρία σχέσεων, ο Τρίερ θέτει το ερώτημα: πού τελειώνει η ζωή και πού αρχίζει η αναπαράστασή της;

Η ταινία δεν βασίζεται σε εκρήξεις, αλλά σε σιωπές. Η κάμερα καταγράφει τις ρωγμές της καθημερινότητας: βλέμματα που μένουν μετέωρα, φράσεις που σταματούν στη μέση, στιγμές όπου η παρουσία γίνεται πιο εύγλωττη από τον λόγο. Ο Γιόακιμ Τρίερ παραμένει πιστός στη μέθοδό του να εξερευνά τις πιο ανομολόγητες πτυχές της ανθρώπινης ψυχολογίας χωρίς ποτέ να υποκύπτει στη συναισθηματική υπερβολή.

Το υπέροχο σενάριο ανατέμνει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από κλεμμένα βλέμματα, μικρές σιωπές, φευγαλέες στιγμές που αλλιώς θα χάνονταν, τις συναρμολογεί σε μωσαϊκό μνήμης και συναισθήματος, όπου οι ήρωες δεν υποδύονται αλλά ζουν με όλες τις αντιφάσεις τους. Η αφήγηση μοιάζει με καθρέφτη που θρυμματίζεται σε δεκάδες κομμάτια, κι όμως η αντανάκλαση παραμένει ενιαία: το βάρος του έρωτα, ο φόβος του χρόνου, η άρρητη οικογενειακή πληγή. Στηρίζεται στην τόλμη των ηθοποιών και στην εμπιστοσύνη που τους χαρίζει ο δημιουργός της ταινίας, ανακαλώντας, σαν ψίθυρο, τη βαριά κληρονομιά του Τσέχοφ, του Ίψεν, του Φρόιντ, του Κίρκεγκωρ, του Προυστ, του Μπέργκμαν.

Οι ερμηνείες είναι καταλυτικές. Η συγκλονιστική Ρενάτε Ρέινσβε δίνει στη Νόρα την ένταση μιας γυναίκας που αρνείται να επιτρέψει στον εαυτό της να μετατραπεί σε ρόλο γραμμένο από άλλον. Ο Στέλαν Σκάρσγκορντ ενσαρκώνει τον Γκούσταβ ως μια φιγούρα ταυτόχρονα αδύναμη και δεσποτική, γεμάτη ενοχή αλλά και ανάγκη δημιουργίας. Η παρουσία της Ρέιτσελ Κεμπ λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής των θεματικών εντάσεων, ανοίγοντας το παιχνίδι αντανακλάσεων σε νέα επίπεδα.

Η «Συναισθηματική Αξία» δεν είναι απλώς μια ιστορία για το πένθος ή την οικογενειακή επανένωση. Είναι μια μελέτη πάνω στην αδυναμία της τέχνης να συμφιλιώσει απόλυτα το παρελθόν με το παρόν, πάνω στη μόνιμη σύγκρουση ανάμεσα στη μνήμη και την επινόηση. Ο Τρίερ δεν παραδίδει απαντήσεις. Αντίθετα, αφήνει το φιλμ να κινηθεί σε έναν χώρο αβεβαιότητας, εκεί όπου η ζωή και το σινεμά γίνονται αξεδιάλυτα μεταξύ τους.

Η ταινία εγγράφεται στη φιλμογραφία του Γιόακιμ Τρίερ σαν φυσική συνέχεια της ενασχόλησής του με την ανθρώπινη ψυχολογία και τις αδιόρατες εντάσεις των σχέσεων. Από το Reprise μέχρι το The Worst Person in the World, ο Τρίερ έχει δείξει μια συνέπεια: να στέκεται απέναντι στους χαρακτήρες του με κατανόηση, χωρίς όμως να τους χαρίζεται. Εδώ, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, εισάγοντας το ίδιο το σινεμά ως θεματικό πεδίο, ως τόπο όπου οι μνήμες μπορούν να ξαναπαιχτούν, να παραμορφωθούν, να ξαναζωντανέψουν.

Η «Συναισθηματική Αξία» δεν παρουσιάζεται ως κάτι ρομαντικά ανυπόστατο, αλλά ως το μόνο υλικό που παραμένει όταν όλα τα άλλα, οι ρόλοι, οι εξουσίες, οι αφηγήσεις, καταρρέουν. Σε μια εποχή όπου το σινεμά αναμετριέται με την ίδια του τη φύση, ο Τρίερ παραδίδει ένα αριστούργημα, μια ταινία που δεν φοβάται να κοιτάξει τον θεατή κατάματα και να του υπενθυμίσει ότι πίσω από κάθε ιστορία, πίσω από κάθε αναπαράσταση, κρύβεται πάντα το ίδιο εύθραυστο ανθρώπινο αίσθημα. Το ανθρώπινο αίσθημα δεν είναι άλλο από την ανάγκη για νόημα και σύνδεση. Η λαχτάρα να αγαπηθούμε και να αγαπήσουμε, η αγωνία να αφήσουμε ίχνος μέσα στον χρόνο, ο φόβος της απώλειας που συνοδεύει κάθε χαρά. Είναι η αμφιθυμία ανάμεσα στην ελευθερία και τη δέσμευση, στην επιθυμία και την απογοήτευση, στη μνήμη και τη λήθη.