Σύνοδος των Πρυτάνεων: Ώρα για θεσμική αναγνώριση

Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

Σύνοδος των Πρυτάνεων: Ώρα για θεσμική αναγνώριση

Στην παρούσα συγκυρία, η ανάγκη για έναν σοβαρό, τεκμηριωμένο και διαρκή διάλογο γύρω από το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Τα δημόσια πανεπιστήμια βρίσκονται αντιμέτωπα με μια διπλή πρόκληση. Να υπερασπιστούν τον ρόλο τους ως πυλώνες γνώσης, ελευθερίας και δημοκρατίας και, ταυτόχρονα, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός περιβάλλοντος που αλλάζει διαρκώς, τεχνολογικά, κοινωνικά, οικονομικά αλλά και ακαδημαϊκά.

Η υπέρβαση αυτής της πρόκλησης δεν μπορεί να στηριχθεί στον αποσπασματικό λόγο ή στις μονοσήμαντες αποφάσεις. Χρειάζεται θεσμική συνέχεια, στρατηγική συνεννόηση, τεκμηριωμένος σχεδιασμός. Επιβάλλεται να περάσουμε από το σημαίνον στο σημαινόμενο. Και για όλα αυτά, υπάρχει ένας θεσμός που εδώ και δεκαετίες επιτελεί αυτόν τον ρόλο, χωρίς να είναι προϊόν νομοθετικής πρόβλεψης. Αναφέρομαι στη Σύνοδος των Πρυτάνεων. Οι αποφάσεις της είναι μη δεσμευτικές, δεν ενσωματώνονται τυπικά στη νομοθετική διαδικασία και δεν φέρουν υποχρεωτικό χαρακτήρα για κανέναν διοικητικό – κρατικό φορέα.

Η Σύνοδος Πρυτάνεων ιδρύθηκε το 1987 ως άτυπο συλλογικό όργανο των ελληνικών ΑΕΙ. Χωρίς νομική μορφή, χωρίς διοικητική οντότητα και χωρίς επίσημο ρόλο. Και όμως, λειτούργησε. Καθιερώθηκε. Απέκτησε κύρος. Συντόνισε. Κατέθεσε προτάσεις. Στήριξε τον διάλογο με την πολιτεία. Ενίσχυσε τη συλλογικότητα των ιδρυμάτων. Και όλα αυτά, άτυπα. Μόνο με αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος.

Η πραγματικότητα όμως έχει αλλάξει. Και η ανοχή στην άτυπη λειτουργία ενός τόσο κρίσιμου θεσμού έχει φτάσει στα όριά της. Η Σύνοδος των Πρυτάνεων δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνει στο περιθώριο της θεσμικής αρχιτεκτονικής της ανώτατης εκπαίδευσης. Ήρθε η ώρα να κατοχυρωθεί.

Η πρόσφατη σύνοδος στην Ανάβυσσο (8–11 Ιουλίου 2025), υπό την προεδρία του Πάντειου Πανεπιστημίου και με προεδρεύουσα την Πρύτανη Χριστίνα Κουλούρη, υπήρξε ένα καθοριστικό ορόσημο.

Η θεματολογία, η ποιότητα των παρεμβάσεων και η πρόθεση υπέρβασης ιδρυματικών και γεωγραφικών ανταγωνισμών κατέδειξαν πως ο θεσμός έχει ωριμάσει και είναι έτοιμος να διαδραματίσει έναν θεσμοθετημένο, συμβουλευτικό και στρατηγικό ρόλο στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η Σύνοδος λειτουργεί de facto ως think tank της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό καθιστά πλέον αναγκαία και τη de jure αναγνώρισή της.

Χαρακτηριστική ήταν και η παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, με την Υπουργό Σοφία Ζαχαράκη να δηλώνει:

«Καθαροί κανόνες – Καθαρές ευθύνες. Το όραμά μας για ένα αυτόνομο, σύγχρονο, και ανταγωνιστικό δημόσιο πανεπιστήμιο, βασίζεται στην κοινή συνεργασία. Η Κυβέρνηση θέτει τα δημόσια πανεπιστήμια στο επίκεντρο της εθνικής στρατηγικής για ανάπτυξη, εξωστρέφεια και κοινωνική συνοχή».

Αυτή η παραδοχή εικάζω ότι ευθυγραμμίζεται απολύτως με τον προβληματισμό για θεσμοθέτηση της Συνόδου.

Διότι, χωρίς θεσμική βάση, οι συνεργασίες εξαντλούνται σε φωτογραφίες και δηλώσεις. Δεν υπάρχει ουσιαστική συνδιαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής χωρίς θεσμούς. Και η Σύνοδος, με το βάθος της γνώσης, της εμπειρίας και της θεσμικής ευθύνης που φέρει, δεν μπορεί να παραμείνει εξωτερικός παρατηρητής.

Η θεσμοθέτηση της Συνόδου δεν σημαίνει κρατικό έλεγχο, ούτε διοικητική εξάρτηση. Σημαίνει:

  • θεσμική εκπροσώπηση της πανεπιστημιακής κοινότητας στις διαδικασίες χάραξης πολιτικής για την ανώτατη εκπαίδευση.
  • ανάδειξη των απόψεων των ΑΕΙ με ενιαίο και συγκροτημένο τρόπο, ώστε να μην υπάρχουν αποσπασματικές ή ανταγωνιστικές φωνές.
  • διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής βάσει τεκμηριωμένης εμπειρίας και γνώσης του πεδίου, μέσα από συλλογική διεργασία.
  • διασφάλιση συνέχειας και θεσμικής μνήμης, ανεξαρτήτως των εναλλαγών στην πολιτική ηγεσία.
  • ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας στα πανεπιστημιακά πράγματα, με σταθερή ροή πληροφόρησης και διαλόγου με την κοινωνία.

 

Η μορφή που θα μπορούσε να λάβει, είναι ενός Συμβουλευτικού Οργάνου Ανώτατης Εκπαίδευσης, με ρόλο:

 

  • εισηγητικό και προγραμματικό,
  • με δικαίωμα γνωμοδοτήσεων για νομοθετήματα που αφορούν τα ΑΕΙ,
  • και με συμμετοχή στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικών και χρηματοδοτικών επιλογών.

 

Παράλληλα, μπορεί να λειτουργήσει και ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των πανεπιστημίων και της κοινωνίας, ενισχύοντας τη λογοδοσία, τη διαφάνεια και τη δημοκρατικότητα της ανώτατης εκπαίδευσης.

 

Η πολιτεία αποκτά έτσι έναν σταθερό θεσμικό συνομιλητή. Τα δε πανεπιστήμια αποκτούν έναν διαρκή και αξιόπιστο δίαυλο πολιτικής επιρροής προς όφελος της εκπαίδευσης.

Σε ευρωπαϊκές χώρες, αντίστοιχοι θεσμοί λειτουργούν ως βασικοί συντελεστές στρατηγικής χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η Ελλάδα οφείλει πλέον να συγκλίνει.

Όπως εύστοχα έγραψε, σε δημόσια παρέμβασή του, ο Οδυσσέας-Ιωάννης Ζώρας, πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών:

«Ήρθε η στιγμή να θεσμοθετηθεί, με την ανάληψη σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, η Σύνοδος των Πρυτάνεων ως συμβουλευτικό όργανο του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, εγκαθιδρύοντας μια ουσιαστική, αποτελεσματική και αμφίδρομα επωφελή σχέση».

Εν κατακλείδι,

Η πολιτεία οφείλει να ανταποκριθεί, αναλαμβάνοντας σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, ώστε η Σύνοδος των Πρυτάνεων να μετεξελιχθεί σε μόνιμο συμβουλευτικό όργανό της, με διακριτή υπόσταση, αρμοδιότητες και λειτουργική ανεξαρτησία.

Είναι μια πράξη θεσμικής εμπιστοσύνης και αναγνώρισης της ακαδημαϊκής κοινότητας  σε μια σύγχρονη δημοκρατία.

Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών