Τα Παιδιά της Παλαιότητας μάς έκαναν στάχτη και γίναμε τραγούδι – Μια λιτανεία των αισθήσεων ΦΩΤΟ

Μια συναυλία που δεν ακούστηκε απλώς· μοιράστηκε. Τα Παιδιά της Παλαιότητας ένωσαν στίχους, σώματα και σιωπές σε μια τελετή μνήμης και αποδοχής, εκεί όπου η μουσική γίνεται κοινή ανάσα.

Παιδιά

Σαν να μην είχε περάσει μέρα. Ή μάλλον, σαν να είχαν περάσει όλες οι μέρες μαζί, στριμωγμένες σε δύο ώρες που έμοιαζαν με λειτανία αισθήσεων. Το Σάββατο το βράδυ, στον ζεστό και σφιχτοδεμένο χώρο της Frida στην Πάτρα, Τα Παιδιά της Παλαιότητας μας πήραν από το χέρι και μας γύρισαν πίσω – όχι απλώς στο 2013 που ξεκίνησαν, αλλά στα πιο κρυφά σημεία της ψυχής μας.

Με τη φωνή του Π.Ε. Δημητριάδη να γίνεται εξομολόγηση και κραυγή ταυτόχρονα, το κοινό παραδόθηκε αβίαστα σε ένα μουσικό ταξίδι γεμάτο αναμνήσεις, στίχους και αποδοχή. Και όσο η ώρα κυλούσε, τόσο έφευγαν και οι άμυνες. Πρώτα το σακάκι. Ύστερα το πουκάμισο. Ο Δημητριάδης ξέντυνε τον εαυτό του όπως ξεγύμνωνε και τα τραγούδια του, προσφέροντας τον απόλυτο εαυτό του στους θεατές – να τον σηκώσουν, να τον αγγίξουν, να τον τραγουδήσουν.

Παιδιά

Η σκηνή έγινε σώμα. Το σώμα έγινε λέξεις. Οι λέξεις έγιναν μια κοινή εμπειρία. Μια αλήθεια που δεν χρειάζεται επεξήγηση, μόνο παρουσία. Οι σημειώσεις με τους στίχους των τραγουδιών, έγιναν το πιο πολύτιμο ενθύμιο της βραδιάς – μικρά κομμάτια από μια ψυχή που μοιράστηκε αληθινά.

Και όταν πια δεν υπήρχε σκηνή –γιατί ο ίδιος την είχε καταργήσει– βούτηξε ανάμεσά τους. Χόρεψε μαζί τους, τους άγγιξε και τον άγγιξαν. Περπάτησε, τραγούδησε, παρέσυρε και αφέθηκε. Κάνοντας το γνώριμο stage diving, το σώμα του υψώθηκε σαν ένα ζωντανό σύμβολο που πλέει πάνω σε χέρια, σαν άλλος Επιτάφειος σε μια τελετή που δεν ήταν πένθιμη, αλλά λυτρωτική. Το κοινό περνούσε από κάτω του, συγκινημένοι και σιωπηλοί, σε μια πράξη σχεδόν ιερής αφοσίωσης.

Παιδιά

Εκεί, ανάμεσα σε στροφές που μιλούσαν για έρωτα, για απώλεια, για τα μικρά μεγάλα της ζωής που όλοι κουβαλάμε, γεννήθηκε ένα νέο «εμείς». Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών τραγουδούσαν σαν να ανήκουν σε μια κοινή μνήμη, σαν να έχουν χάσει τους ίδιους ανθρώπους, σαν να έχουν ερωτευτεί τις ίδιες φωνές.

Παιδιά

Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί χωρίς εκείνους που στάθηκαν δίπλα στον Δημητριάδη, όχι σαν συνοδοιπόροι αλλά σαν προέκταση της ίδιας του της φωνής. Τα μέλη της μπάντας, με μοναδική ακρίβεια και τρυφερότητα, έντυσαν τις ιστορίες με ήχο – άλλοτε σχεδόν ψιθυριστό, άλλοτε χορευτικό, πάντα ακριβές. Δεν «συνόδευαν». Ήταν μέσα στο κάθε τραγούδι, με έναν τρόπο που δεν φωνάζει για την προσοχή αλλά σε αναγκάζει να σταθείς.

Ο ήχος τους έμοιαζε να βγαίνει απ’ το ίδιο δωμάτιο που γεννήθηκαν οι στίχοι. Ήξεραν πότε να χαμηλώσουν για να αναπνεύσει η σιωπή και πότε να υψωθούν για να σηκώσουν μαζί τους τις ψυχές όλων. Ήταν παρόντες χωρίς να επιβάλλονται, μαγικοί χωρίς να κάνουν θόρυβο.

Ήταν κάτι παραπάνω από συναυλία. Ήταν μία τελετουργία αποδοχής. Ένας ύμνος στα ατελή μας κομμάτια. Ένα απαλό, ειλικρινές «σε νιώθω» χωρίς περιττά λόγια. Και όταν τελικά ήρθε η σιωπή, το φως χαμήλωσε και οι πρώτες αποχωρήσεις ξεκίνησαν, έμεινε κάτι να αιωρείται. Μια φράση, σχεδόν ψίθυρος: «Αχ, που ‘σαι βρε Παντελή, να μας αλλάξεις τη διάθεση». Και, με τον τρόπο του, το έκανε. Για όλους μας.

Παιδιά