Β. Αναστόπουλος: Ο «Πατρινός» που γράφει ιστορία στην ποδηλασία

Ο Βασίλης Αναστόπουλος ανδρώθηκε ως αθλητής με τον Ποδηλατικό Ομιλο Πατρών, σημείωσε τις πρώτες του επιτυχίες και το 2002 έγραψε ιστορία, καθώς έγινε ο πρώτος Ελληνας επαγγελματίας ποδηλάτης υπογράφοντας συμβόλαιο με την αυστριακή Volksbank-Ideal

Αναστόπουλος

Είναι τέτοια η σχέση του με την πόλη τα τελευταία 25 χρόνια, που όλοι νομίζουν πως είναι Πατρινός, παρότι κατάγεται από τη Μεγαλόπολη.

Ο Βασίλης Αναστόπουλος ανδρώθηκε ως αθλητής με τον Ποδηλατικό Ομιλο Πατρών, σημείωσε τις πρώτες του επιτυχίες και το 2002 έγραψε ιστορία, καθώς έγινε ο πρώτος Ελληνας επαγγελματίας ποδηλάτης υπογράφοντας συμβόλαιο με την αυστριακή Volksbank-Ideal.

Ακολουθεί μια σπουδαία καριέρα προπονητή, καθώς εργάζεται στις κορυφαίες ομάδες του κόσμου και δίπλα στους μεγαλύτερους αθλητές, όπως ο Μαρκ Κάβεντις.
Ο Κάβεντις είναι από τους λίγους σταρ της ποδηλασίας, έχει σχεδόν 1 εκ. ακόλουθους στο instagram και το 2023 κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ του Netflix με θέμα της ζωή του και τίτλο «Mark Cavendish: Never Enough. Απλώς για να πάρετε μια γεύση για το μέγεθος του αθλητή που προπονεί ακόμα και τώρα στην Αστάνα ο Βασίλης Αναστόπουλος.
Ως αθλητής έχει στεφθεί 12 φορές Πρωταθλητής Ελλάδας σε αγωνίσματα πίστας και δρόμου, 3 φορές χρυσός Βαλκανιονίκης, 8ος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδηλασίας.

Το 2010 διετέλεσε Εθνικός προπονητής ποδηλασίας Δρόμου ενώ το 2011 ήταν προπονητής στον ΠΟ Πατρών.
Είναι πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ Αθηνών με ειδικότητα τους δρόμους και κάτοχος του UCI Coaching Diploma, του ανώτατου διπλώματος προπονητικής ποδηλασίας που απέκτησε ύστερα από φοίτηση στο κέντρο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδηλασίας έχοντας λάβει υποτροφία από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή.

– Πώς κάποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με ένα άθλημα που δεν είναι πολύ διαδεδομένο;
«Θέμα τύχης και συγκυρίας νομίζω. Εγώ κατάγομαι από τη Μεγαλόπολη, αν και όλοι πιστεύουν πως είμαι Πατρινός λόγω της πορείας μου με τον ΠΟΠ. Κάτω από το σπίτι μου στη Μεγαλόπολη υπήρχε ποδηλατικός σύλλογος, τον οποίο ίδρυσε ένας άνθρωπος από την Αθήνα το 1980. Ξεκίνησε σαν παιχνίδι τότε».
– Υπήρχε περίπτωση να φανταστείτε τότε τι θα ακολουθήσει;
«Οχι φυσικά. Πλάκα κάναμε. Παίζαμε με τα ποδήλατα, τρέχαμε μετά σε κάποιους αγώνες και το ένα έφερε το άλλο».
– Πότε έρχεστε στην Πάτρα για πρώτη φορά;
«Ερχομαι για πρώτη φορά με μεταγραφή το 1991 γιατί ο σύλλογος της Μεγαλόπολης διαλύθηκε και τότε με ζήτησε ο κ. Διαμαντόπουλος του ΠΟΠ να έρθω στην Πάτρα. Ετσι ξεκίνησε το ταξίδι μου σαν Πατρινός πλέον…».
– Μετά άρχισαν να έρχονται και οι διακρίσεις η μία μετά την άλλη…
«Ναι. Αρχικά ως αθλητής και μετά ως προπονητής».
– Τι θυμάστε από τα χρόνια του ΠΟΠ ως αθλητής;
«Ο ΠΟΠ λειτουργούσε σαν μια οικογένεια. Ηταν αγνά τα πράγματα τότε. Οταν ήρθα στον ΠΟΠ, ήταν σημαία ο Κανέλλος Κανελλόπουλος. Μάλιστα, η πρώτη μου μεγάλη διάκριση ήταν στο ομαδικό ανδρών που έτρεξα με τον Κανέλλο, τον Λευτέρη Διαμαντόπουλο και τον Λουκά Καταπόδη και καταφέραμε να κερδίσουμε το Πανελλήνιο πρωτάθλημα. Εγώ που είχα αφίσα στο δωμάτιο μου τον Κανέλλο, βρέθηκα να αγωνίζομαι μαζί του σε ηλικία 17 ετών. Ηταν μεγάλη σχολή να καθίσεις δίπλα στον Κανέλλο».
– Ως αθλητής ή και ως άνθρωπος;
«Φυσικά και ως άνθρωπος. Είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Είναι πολύ μεγάλη τύχη να συνομιλείς μαζί του. Εχω πάρει πολλά πράγματα και ακόμα μιλάμε και έχουμε εξαιρετικές σχέσεις. Η άποψή του έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα».
– Βιοποριστικά πώς τα βγάζατε πέρα τότε;
«Μέχρι τότε υπήρχε ένας μισθός από την Εθνική ομάδα και από τον ΠΟΠ. Και οι γονείς γιατί ήμουν και φοιτητής παράλληλα στα ΤΕΦΑΑ».
– Και πότε έρχεται το πρώτο επαγγελματικό βήμα;
«Το 2002 στην Αυστρία».
– Ακουγόταν λίγο περίεργο τότε ένας Ελληνας ποδηλάτης να γίνει επαγγελματίας…
«Μα ήμουν ο πρώτος! Δεν γνωρίζαμε τι είναι αυτό το πράγμα».
– Και τελικά τι ήταν αυτό το πράγμα;
«Οπως ο υδραυλικός πάει κάθε μέρα να φτιάξει τις βρύσες, ο επαγγελματίας αθλητής πρέπει κάθε ημέρα να κάνει προπονήσεις και να τρέχει στους αγώνες. Ηταν η δουλειά μου. Ετσι μου το είχαν παρουσιάσει και οι υπεύθυνοι της ομάδας. Εκεί έμεινα 6 χρόνια».
– Πόσο σας άλλαξε αυτή η εμπειρία ως αθλητή και ως άνθρωπο;
«Με ωρίμασε και με άλλαξε πάρα πολύ. Να μείνεις μόνος σε μια ξένη χώρα εκείνη την εποχή που δεν ήταν και τόσο σύνηθες, όπως τώρα που είναι πολύ πιο εύκολο. Η πρόκληση ήταν πολύ μεγάλη».
 Αναστόπουλος– Μάθατε γερμανικά;
«Εμαθα βλαχογερμανικά γιατί οι Αυστριακοί έχουν ιδιαίτερη προφορά. Ετσι μου λέει η γυναίκα μου (γέλια). Εμαθα από την καθημερινή επαφή σε βαθμό που μπορούσα να συνεννοηθώ».
– Σε ποιο ύψος κυμαίνονταν οι απολαβές σας;
«Είχα συμβόλαιο με την ομάδα. Τα χρήματα τότε ήταν ικανοποιητικά για να ζω αξιοπρεπώς».
– Τελειώνει το κεφάλαιο «Αυστρία» και τι έρχεται μετά;
«Γύρισα στην Ελλάδα λίγο νωρίτερα γιατί λόγω μια παγκόσμιας διάκρισης που είχα, διορίστηκα στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Συνέχισα ως αθλητής για δύο χρόνια ακόμα, μέχρι το 2009 στον ΠΟΠ και μόλις σταμάτησα έγινα ομοσπονδιακός προπονητής μέχρι την Ολυμπιάδα του 2012.

Στη συνέχεια σταμάτησα από την Εθνική ομάδα, ήρθα στον ΠΟΠ ως προπονητής για δύο χρόνια, μετά ήμουν προπονητής και τιμ μάνατζερ σε μια επαγγελματική ομάδα που δημιουργήσαμε στην Ελλάδα. Μετά πήγα στην Ολλανδία σε μια ομάδα Κ23 για να αναπτύξουμε το πρότζεκτ».
– Αυτό πώς προέκυψε;
«Είχα πάει με υποτροφία στην ανώτατη σχολή προπονητικής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας στην Ελβετία και έμεινα δύο μήνες εκεί. Εκεί έτυχε να γνωρίσω έναν μάνατζερ αθλητών, ο οποίος εκτίμησε προφανώς τις γνώσεις μου και τον χαρακτήρα μου και μου έδωσε να προπονώ δύο επαγγελματίες αθλητές. Είδε ότι πήγαιναν καλά και όταν αποφάσισε να φτιάξει ομάδα η εταιρεία του, με πήραν ως προπονητή».
– Πόσο καιρό μείνατε εκεί;
«Εμεινα τέσσερα χρόνια. Στήσαμε την ομάδα από το μηδέν, είχαμε πολλές διακρίσεις και αυτό ήταν ουσιαστικά η διαφήμισή μου στο εξωτερικό».
– Και το 2019 σας επέλεξε η κορυφαία ομάδα στον κόσμο…
«Ναι, η Quick Step. Σαν να λέμε η Ρεάλ ή η Μπαρτσελόνα στο ποδόσφαιρο. Τότε ήταν το νούμερο 1 στον κόσμο. Επέλεξε εμένα και μάλιστα με πολύ καλές οικονομικές απολαβές. Εμεινα τέσσερα χρόνια. Πολύ μεγάλο σχολείο κι αυτό γιατί ξαφνικά πηγαίνεις στα μεγάλα σαλόνια».
– Τι ήταν αυτό που σας έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση;
«Το επίπεδο της οργάνωσης και το προσωπικό του κλαμπ που ήταν 60 άτομα! Ζούσαν 60 οικογένειες από την ομάδα. Φανταστείτε ότι είχε γύρω στα 25 εκ. ευρώ μπάτζετ τον χρόνο. Είχε προπονητές, μασέρ, μηχανικούς, ψυχολόγους, οδηγούς λεωφορείων, διαιτολόγους, γραμματείς, όπως ακριβώς λειτουργεί ένας μεγάλος σύλλογος».
– Παρότι είχατε πρόταση για να συνεχίσετε εκεί και φέτος, επιλέξατε να αποχωρήσετε από την ομάδα…
«Ναι, γιατί είχα πρόταση από την Αστάνα του Καζακστάν, να πάω ως αρχιπροπονητής. Ηταν το επόμενο βήμα. Πολλοί μου έλεγαν “γιατί να φύγεις από την κορυφαία ομάδα”, αλλά εγώ το είδα ως μια νέα πρόκληση».
– Οι λέξεις «ποδηλασία» και «Καζακστάν» ηχούν λίγο περίεργα στα αυτιά μας…
«Η αλήθεια είναι πως ο χορηγός της ομάδας είναι από το Καζακστάν, αλλά η έδρα της είναι στη Γαλλία. Δεν έχω πάει καν στο Καζακστάν και δεν νομίζω ότι θα πάω! Μπορεί του χρόνου να είναι χορηγός μια εταιρεία από άλλη χώρα. Είναι από τις πιο ιστορικές ομάδες στη ποδηλασία».
– Πάντως έχουν μπει πολλές εταιρείες – κολοσσοί στην ποδηλασία…
«Φυσικά. Μιλάμε για εκατομμύρια. Το μπάτζετ των ομάδων που ανταγωνιζόμαστε στο Tour de France κυμαίνεται από 20 μέχρι 50 εκατομμύρια ευρώ».
– Δηλαδή πόσα χρήματα παίρνουν οι κορυφαίοι αθλητές τους;
«Περίπου 5-6 εκ. ευρώ τον χρόνο».
Αναστόπουλος– Συνεργάζεστε και φέτος στην Αστάνα με τον Μαρκ Κάβεντις που ήταν ο «Μέσι» της ποδηλασίας…
«Πράγματι ήταν ο “Μέσι”, έπεσε για τρία χρόνια και μετά όταν συνεργαστήκαμε, ανέβηκε ξανά. Αυτό είναι πάρα πολύ καλά αποτυπωμένο στο ντοκιμαντέρ του Netflix με θέμα της ζωή του. Μιλάμε για έναν θρύλο της ποδηλασίας. Κατέχει το ρεκόρ νικών στο Tour de France, μια διοργάνωση που είναι ανώτερη από το ποδοσφαιρικό Μουντιάλ. Σύμφωνα με μία έρευνα διαχρονική, πρώτοι σε τηλεθέαση είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, δεύτερο το Μουντιάλ και τρίτο το Tour de France. Τα δύο πρώτα γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια, το Tour de France γίνεται κάθε χρόνο».
– Πώς είναι να συνεργάζεστε με έναν τόσο μεγάλο αθλητή και πώς έγινε η πρώτη επαφή;
«Ο Μάρκ ήρθε αργά στην Quick Step που ήμουν προπονητής. Τότε δεν τον ήθελε κανείς. Οι ομάδες κάνουν τον προγραμματισμό τους από τον Οκτώβριο, ενώ αυτός ήρθε τον Δεκέμβριο. Κανείς προπονητής δεν ήθελε να τον αναλάβει και έλεγαν οι προπονητές “ας τον πάρει ο Βασίλης, ο Ελληνας”. Ηταν στα πολύ κάτω του, καθώς είχε τρία χρόνια να κερδίσει αγώνα. Ολοι τον είχαν ξεγραμμένο.

Εγώ πήρα το θέμα λίγο πατριωτικά και δεν πίστευα ότι ένας τέτοιος αθλητής είχε τελειώσει. Με το που του είπαν ότι θα είμαι εγώ ο προπονητής του, κλειστήκαμε σε ένα δωμάτιο, μιλήσαμε για μία ώρα και αμέσως έγινε το κλικ. Εγώ έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι μπορώ να τον επανεφέρω σε υψηλό επίπεδο».
– Ηταν σπουδαία στιγμή και για εσάς…
«Βέβαια ήταν… Είναι από τους λίγους σταρ του αθλήματος, αλλά εδώ στην Ελλάδα δεν μπορεί να το καταλάβει κάποιος. Οταν πάμε στο εξωτερικό, στην Ιταλία, στη Γαλλία, ή ακόμα και τώρα στην Κολομβία, γίνεται χαμός. Είναι απίστευτο αυτό που ζούμε. Ολοι θέλουν φωτογραφία, αυτόγραφα. Είναι από τους σταρ του αθλητισμού, όχι μόνο της ποδηλασίας».
– Η σχέση σας εξελίχθηκε σε κάτι παραπάνω από τη σχέση αθλητή – προπονητή;
«Πάντα υπάρχει η σχέση προπονητή – αθλητή και πρέπει να γίνεται η δουλειά, όμως πλέον έχουμε φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. Τον έχει γνωρίσει η οικογένειά μου, έρχεται στην Ελλάδα».
– Και φέτος βρεθήκατε ξανά στην Αστάνα…
«Ενας από τους λόγους που αποδέχθηκα την πρόταση ήταν και η παρουσία του Μαρκ».
– Πώς μπορεί να εξελιχθεί ένας προπονητής της ποδηλασίας;
«Οπως και τα ομαδικά αθλήματα. Η προπονητική εξελίσσεται συνεχώς. Πρέπει να ενημερώνεσαι καθημερινά, να έχεις τη δυνατότητα αν αυτό που κάνεις, αποδίδει στους αθλητές. Δεν είναι εύκολη δουλειά. Θέλει συνεχή μελέτη και ανάλυση των δεδομένων».
Εχει βοηθήσει πολύ και η τεχνολογία…
«Σε μεγάλο βαθμό. Εγώ είμαι σπίτι μου και προπονώ τους αθλητές μου στην Ιταλία, στην Ισπανία, σε ολόκληρη την Ευρώπη».
Οπότε δεν υποχρεούστε να δίνετε το «παρών»;
«Μόνο όταν κάνουμε καμπ ποδηλασίας, όπως τώρα που ήμασταν στην Κολομβία. Τον υπόλοιπο καιρό, εγώ στέλνω το πρόγραμμα της προπόνησης στον τάδε αθλητή στην Ισπανία, το εφαρμόζει, ανεβάζει τα δεδομένα στην πλατφόρμα που έχουμε, εγώ τα αναλύω και πρέπει να δω τι έγινε σωστά και τι όχι».
– Αρα η Τεχνητή Νοημοσύνη εισχώρησε και στην ποδηλασία…
«Οχι σε τόσο μεγάλο βαθμό ακόμα, αλλά είναι σε καλό δρόμο, ειδικά με την ανάλυση δεδομένων».
Πώς ήταν η εμπειρία του καμπ στην Κολομβία;
«Είναι άλλος κόσμος. Είναι μια εκπληκτική χώρα με πολλή φτώχεια, αλλά με καλοσυνάτους ανθρώπους. Πάντα η μετακίνησή μας από το ξενοδοχείο στην προπόνηση γινόταν με τη συνοδεία αστυνομίας γιατί γίνονται πολλές απαγωγές».
– Πώς θα σας φαινόταν το ενδεχόμενο να επιστρέψετε στον ΠΟΠ και να γίνει επαγγελματική ομάδα;
«Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο. Ποιος επιχειρηματίας θα βάλει 20 εκ. ευρώ στην ποδηλασία χωρίς να υπάρχει προβολή;
– Αρα δεν βλέπω σύντομα επιστροφή στην Πάτρα…
«Ποτέ μην λες ποτέ! Εχώ πολλούς φίλους και συγγενείς στην Πάτρα, οπότε έρχομαι αρκετές φορές. Και με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας και γενικό γραμματέα του ΠΟΠ, τον κ. Διαμαντόπουλο, έχουμε σχέση πατέρα με γιο».