Βαγγέλης Γιαννίσης: «Περνάω σε μια πιο τολμηρή φάση της καριέρας μου»

Επειτα από εννέα αστυνομικά μυθιστορήματα, με συστατικά το μυστήριο, τα εγκλήματα και την εξιχνίασή τους, το σασπένς και τις ανατροπές, αποφάσισε την αλλαγή στο στυλ του. Εννοείται ότι κράτησε όλα τα παραπάνω στοιχεία, με τη διαφορά ότι πρόσθεσε μπόλικο μαύρο χιούμορ και ευτράπελα. Κι έτσι προέκυψε το «Μαγκάφιν» (εκδ. Διόπτρα) -που συν τοις άλλοις είναι και καλοκαιρινό και απολαυστικό. Ο Βαγγέλης Γιαννίσης, μιλώντας στην «Π», μας βάζει στο κλίμα του νέου του βιβλίου.

– Διαφορετικού, τελείως, ύφους το νέο σας βιβλίο, με το χιούμορ να κάνει δυναμική είσοδο στην αστυνομική πλοκή. Είχατε ανάγκη μιας αλλαγής;

Η αλλαγή ήταν επιβεβλημένη. Λίγο-πολύ όλοι πιστεύω ότι βαριόμαστε τα ίδια και τα ίδια. Η μανιέρα στη λογοτεχνία αισθάνομαι ότι είναι λιγάκι «υποχρεωτική». Από τη μία, βλέπω ότι αρκετοί αναγνώστες δεν υποδέχονται καλά βιβλία συγγραφέων που αποφασίζουν να κάνουν αλλαγή στο στυλ τους. Από την άλλη, για εμάς είναι πιο ασφαλές να παραμένουμε αφηγηματικά στα ίδια μέρη. Με τον Αλλο Αδερφό νομίζω ότι ολοκλήρωσα μια αρκετά ευθύγραμμη φάση της καριέρας μου και με το Μακγκάφιν περνάω σε μια πιο τολμηρή –κι όπου βγάλει.

-Πώς προέκυψε η ιδέα; Ηταν το Μακγκάφιν (MacCuffin, όρος επινόησης Χίτσκοκ, «το προσχηματικό αφηγηματικό στοιχείο της υπόθεσης, που κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή και πάνω στο οποίο στήνεται η πλοκή») η αρχή του νήματος ή κάτι άλλο;

Η αρχή του νήματος ήταν το Αφροδίτη. Ηθελα οι χαρακτήρες μου να βρεθούν παγιδευμένοι σε ένα σαπιοκάραβο, αλλά έπρεπε να βρω και το γιατί. Το εν λόγω μακγκάφιν που χρησιμοποιείται στο βιβλίο έδωσε τη λύση.

 -Και το ιαπωνικό Τανούκι, με την περίεργη εμφάνιση, που απεικονίζεται σε tshirts και μπερδεύει τον κόσμο, πώς το εντάξατε στην ιστορία σας;

Ενας από τους χαρακτήρες της ιστορίας, ο Τουρίστας, είναι μη νευροτυπικό άτομο. Θεώρησα πως θα εξυπηρετούσε την πλοκή και την αφήγηση να έχει μια μονομανία: λατρεύει σε υπερβολικό βαθμό τα τανούκι, τόσο τα πραγματικά, όσο και τα μυθικά. Επέλεξα τα τανούκι επειδή, όπως και ο Τουρίστας, έχουν καταγωγή από την Ιαπωνία, αλλά και για να κλείσω το μάτι σε ένα από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα, το Villa Incognito του Τομ Ρόμπινς.

– Σαπιοκάραβο το σκηνικό, που ταξιδεύει στο Αιγαίο με σκοπό του καταχρεωμένου πλοιοκτήτη να το ξεκάνει, και ήρωες ποικίλοι και διαφορετικών ηλικιών, με μυστικά και σχέδια αλληλοεξόντωσης. Μεγάλο μπλέξιμο και απίστευτες (ιδίως η μία εξ αυτών) ανατροπές. Τι σας ιντρίγκαρε ενόσω γράφατε και πού ίσως δυσκολευτήκατε;

Με ιντρίγκαρε το πολυπληθές καστ του βιβλίου. Είναι η πρώτη φορά που έγραψα μια ιστορία με τόσους πρωταγωνιστές και με αφήγηση που εξελίσσεται μέσω POV του κάθε χαρακτήρα, και τολμώ να πω ότι το ευχαριστήθηκα. Δεν έχεις συχνά την ευκαιρία, ως δημιουργός, να πλάθεις τόσους πολλούς ενδιαφέροντες χαρακτήρες και να παίζουν όλοι μεγάλο ρόλο στην ιστορία. Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν το τέλος του βιβλίου. Επειδή δεν μπορούσα να αποφασίσω για αυτό στη διάρκεια του σχεδιασμού, αποφάσισα (αντίθετα με τις πρακτικές μου) να ξεκινήσω και όπου με πάει. Τελικά, το τέλος αποκαλύφθηκε από μόνο του.

– Εχετε βάλει και Χορό στην ιστορία σας, ο οποίος συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη και χαρακτηρίζεται από χιούμορ (φυσικά) αλλά και αυτοσαρκασμό. Το κάνατε επειδή;…

Επειδή δεν το είχε κάνει -από όσο γνωρίζω- κανείς. Κάθε ξένος συγγραφέας που έχω συναντήσει αναφέρει ότι εμπνέεται από τη λογοτεχνική παράδοση της χώρας του. Παρόλο που και στην Ελλάδα υπάρχει καλή σύγχρονη λογοτεχνική παράδοση, δυστυχώς εμείς οι αναγνώστες επιμένουμε σχεδόν αποκλειστικά σε νεκρούς συγγραφείς. Επεσα κι εγώ στην «παγίδα», βέβαια, αλλά θεωρώ πως το τέχνασμα ταίριαξε με το βιβλίο: όπως στις τραγωδίες έτσι και στις κωμωδίες, στην αρχαιότητα υπήρχε ο Χορός. Στο Μακγκάφιν μού έδωσε την ευκαιρία να σπάσω λίγο τον τέταρτο τοίχο, μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη.

-Οι επιβάτες-ήρωες του καραβιού είναι απεικόνιση της σημερινής κοινωνίας: αβάστακτα χρέη, μπούλινγκ, σχέσεις ανδρόγυνου, σχέσεις γονιών-εφήβων, αναζητήσεις -επικίνδυνες, ενίοτε- φίλων στα σόσιαλ μίντια, πληρωμένοι δολοφόνοι, ζεύγος ομοφύλων… Θα μας πείτε;

Ενα καράβι είναι ουσιαστικά ένα μικρό χωριό. Και ένα μικρό χωριό μπορεί να γίνει απεικόνιση της κοινωνίας. Σύμφωνοι, σκοπός μου ήταν να γράψω ένα διασκεδαστικό βιβλίο παραλίας με μπόλικο μαύρο χιούμορ, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήθελα να αποκόψω την ιστορία από την πραγματικότητα. Σε κάθε μου βιβλίο θέλω να παρουσιάζω την πραγματικότητα -να την παρουσιάζω, όχι να τη σχολιάζω. Ο σχολιασμός και τα συμπεράσματα πιστεύω ότι είναι ο ρόλος του αναγνώστη. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα δώσει μασημένη τροφή ως κάποιος φωτεινός παντογνώστης που ξέρει πάντα τι είναι το σωστό, κουνάει το δάχτυλο σε όσους δεν συμφωνούν και κλείνει το μάτι σε όσους συντάσσονται μαζί του.

– Η μουσική κρατά σημαντικό ρόλο. Παραθέτετε, μάλιστα, playlist, όπου μετρήσαμε 57 τραγούδια του ξένου ρεπερτορίου. Πώς λειτουργεί η μουσική για εσάς; Οαν γράφετε, αποτελεί προϋπόθεση;

Απαραίτητη προϋπόθεση θα έλεγα. Πριν ξεκινήσω να γράφω, μου αρέσει να φτιάχνω λίστες με κομμάτια που νιώθω ότι εκφράζουν την ατμόσφαιρα του βιβλίου και, μέχρι να ολοκληρώσω την ιστορία, να τις ακούω non-stop. Με βοηθάει να μπαίνω καλύτερα στον πυρήνα της ιστορίας.

-Πώς περάσατε, λοιπόν, γράφοντας το Μαγκάφιν;

Με μια λέξη: διασκεδαστικά.

-Μας ενημερώνετε και για την εμφάνιση, προσεχώς, του μυστηριώδους Βινούσκα. Που σημαίνει;

Θα πω μονάχα ότι Βινούσκα είναι η κωδική ονομασία ενός επαγγελματία δολοφόνου, ο οποίος θα κληθεί να αναλάβει μια αποστολή που θα αλλάξει τη ζωή του. Θα το περιέγραφα ως μια βίαιη ιστορία απότομης ενηλικίωσης σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς.

-Το βιβλίο σας μυρίζει καλοκαίρι και σαφώς αποτελεί ιδανική συντροφιά για την εποχή. Ποια είναι η δική σας βιβλιοπαρέα κατά τη θερινή περίοδο;

Για τον Ιούλιο φέτος έχω επιλέξει αποκλειστικά βιβλία επιστημονικής φαντασίας, δύο στον αριθμό, καθώς είναι ολίγον τι μπαμπάτσικα: το Σκοτεινό Δάσος του Liu Cixin και το Project Hail Mary του Andy Weir.

-Υπάρχει κάτι από το οποίο θα λέγατε ότι σας έχει σώσει το γράψιμο;

Πόσο πεζός θα γίνω αν πω από τη βαρεμάρα και από μια άκρως ανιαρή καριέρα στον χώρο της εκπαίδευσης; Αρκετά, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.