Σοφία Νικολαΐδου: «Η ζωή δεν τελειώνει με το πρώτο στραβοπάτημα»

Η Σοφία Νικολαΐδου μιλάει στην «Π» για τα «Δικά μας παιδιά

Νικολαΐδου

Δεν φοράει ροζ γυαλιά. Δεν στρέφει αλλού το βλέμμα, αδιάφορα. Κοιτάζει κατάματα την (άγρια) πραγματικότητα, κι επειδή όπως λέει έχει ανάγκη να καταλάβει, βουτά σε όλα τα ακατανόητα, τα αφουγκράζεται και τα υφαίνει σε ένα υπέροχο μυθιστόρημα. Κεντημένο με μπάρες (στίχους, αλλιώς) ευαίσθητων ράπερ. Η Σοφία Νικολαΐδου μιλάει στην «Π» για τα «Δικά μας παιδιά» (εκδ. Μεταίχμιο), από κείνα τα βιβλία, που καταχωρίζεις μέσα σου με το ταμπελάκι «από τα ωραιότερα».

-Καταπιαστήκατε με ένα ζόρικο, «καυτό» για τους γονείς εφήβων θέμα, που ωστόσο συγκινεί και όσους δεν βίωσαν αυτή την εμπειρία. Από ποια ανάγκη σας «γεννήθηκαν» τα «Δικά μας παιδιά»;

Τα «Δικά μας Παιδιά» γεννήθηκαν από την ανάγκη μου να καταλάβω αυτό που συμβαίνει γύρω μου. Αυτό που βλέπω στον δρόμο, αυτό που διαβάζω στα δελτία, αυτό που βράζει δίπλα μας. Ξέρετε, όταν ήμασταν νεότεροι, νομίζαμε ότι δεν θα μας συμβεί ποτέ αυτό. Πιστεύαμε ότι εμείς θα έχουμε πάντα το χρυσό κλειδί, εμείς -σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά- θα καταλαβαίναμε. Κι έρχεται κάποια στιγμή, που βλέπεις γύρω και δεν καταλαβαίνεις. Χρειάζεσαι ερμηνεία και υπόμνημα. Για μένα, η λογοτεχνία απεικονίζει το φλογοβόλο τώρα, δεν το φοβάται. Βάζει τα χέρια της στη φωτιά. Η ανάγκη μου ήταν βαθιά –ήθελα να καταλάβω. Και η λογοτεχνία, ιδίως το μυθιστόρημα, βουτάει στην ανθρώπινη κατάσταση, απεικονίζει την κοινωνία και τις ζωές των ανθρώπων, μας πηγαίνει εκεί που δεν θα πηγαίναμε ποτέ μόνοι μας. Ανοίγει την κουρτίνα και μας λέει, δες εκεί. Ισως γι’ αυτό, όπως λέτε, αυτό το θέμα μας αφορά όλους. Αλλωστε όλοι μας υπήρξαμε νέοι, έφηβοι, υπήρξαμε παιδιά. Oλοι μας ζούμε στο τώρα.

-Σχολικός εκφοβισμός, βία στα γήπεδα από τη μια, και από την άλλη η μουσική ραπ φως στον ζόφο. Τι ανακαλύψατε στις μπάρες των τραγουδιών αυτών, με τις οποίες «ανοίγετε» κάθε κεφάλαιο;

Ανακάλυψα ποίηση. Αιφνίδιες εικόνες και μεταφορές που σε χτυπούν σαν ηλεκτροπληξία. Ανακάλυψα την τέχνη της καθημερινότητας. Την απεικόνιση του τώρα, τη στιγμή που συμβαίνει. Το παλλόμενο νεύρο μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε βρασμό. Τη γειτονιά, την πόλη, τα κλειστά δωμάτια. Ενα είδος ολοζώντανης αφήγησης φτιαγμένης με τα υλικά του σήμερα: τις σπασμένες τσιμεντόπλακες στα πεζοδρόμια, την ασφυξία που γεννά η απραξία, τα χαμηλοτάβανα δωμάτια, αλλά και τη δύναμη της φιλίας, τις απαράβατες αρχές, την πίστη πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Μικρά πετάγματα στους στίχους που εντυπώνονται στο μυαλό ανεξίτηλα.

-Κωστής, Μάκης, Τζίνα, Φώτης… Τα οικογενειακά περιβάλλοντά τους διαφορετικά, καθένα με τα προβλήματά του – μικρά ή μεγάλα. Οσο ζωντανεύατε τους έφηβους ήρωές σας, τι σας δυσκόλεψε, ίσως, και τι χαρήκατε;  

Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν η φωνή των ηρώων. Ηθελα να ακούγονται αυθεντικές οι φωνές τους -είναι τόσο διαφορετικά αυτά τα παιδιά, που αυτό θα έπρεπε να φαίνεται και στον τρόπο που μιλάνε, στον τρόπο που σκέφτονται. Ξέρετε, η φωνή δεν είναι μίμηση, η ψευτιά φαίνεται. Κι αυτό χαλάει την απόλαυση. Εκείνο που με δυσκόλεψε ήταν αυτό που στη συνέχεια έγινε και η μεγαλύτερη χαρά μου. Οταν βρήκα τη φωνή των ηρώων, όταν τους άκουγα επιτέλους στ’ αφτιά μου, όταν έβλεπα τον κόσμο με τα μάτια τους… έχει μια ανυπέρβλητη γοητεία αυτή η διαδικασία. Το να ζεις με τους ήρωες, το να γίνεσαι οι ήρωες. Αλλά και το παιχνίδι με τις λέξεις, που είναι μουσική. Το παιχνίδι με τις σκέψεις, που είναι βουτιά στα ανθρώπινα βάθη. Το χτίσιμο της πλοκής, που είναι η πιο συναρπαστική αρχιτεκτονική.

-Ως ένα σημείο του βιβλίου, παράλληλα με την ιστορία των έφηβων ηρώων, ξετυλίγετε και αυτή –παρελθόντος χρόνου– των γονιών τους, όπου οι μεγαλύτεροι μπαίνουμε σε γνωστά μονοπάτια. Όσα βίωναν οι γονείς μας κι όσα ζήσαμε εμείς πού ταυτίζονται με τα σημερινά αντίστοιχα, και πού διαφέρουν;

Με ενδιέφερε πάρα πολύ να ξετυλιχτούν αυτά τα δύο παράλληλα αφηγηματικά νήματα: η ζωή των γονιών, όταν ήταν κι αυτοί νέοι, αντικριστά με τις ζωές των παιδιών τους. Η σκυταλοδρομία ανάμεσα στις δύο γενιές. Ολα αυτά που ζούνε τα παιδιά, όταν είναι παιδιά, όλα αυτά που κρατούν κρυφά από τους γονείς, όσα νομίζουν πως συμβαίνουν μονάχα στις δικές τους ζωές. Θα επιλέξω να μην απαντήσω ευθέως στην ερώτησή σας, γιατί οι ταυτίσεις και οι διαφορές ανήκουν στις σκέψεις που κάνει ο αναγνώστης όταν διαβάζει το βιβλίο και είναι κρίμα να επιβάλλει η συγγραφέας τη δική της ερμηνεία. Ενα μυθιστόρημα αποκτά το νόημά του και μέσω του αναγνώστη: εκείνος επενδύει με σκέψη, βίωμα, συναίσθημα και ψυχή το βιβλίο, κι έτσι το κάνει τελικά δικό του.

-Στην καρδιά της ιστορίας σας κι ένα ποίημα, έξοχο κι εθιστικό, ομολογώ, του συζύγου σας ποιητή, πεζογράφου, θεατρικού συγγραφέα Σάκη Σερέφα. Θα δανειστώ τον τίτλο και θα σας ρωτήσω: «Απ’ το τίποτα» τι μπορεί να προκύψει;

Τα πάντα. Ολα τα ωραία, αλλά και τα δύσκολα, οι μικρές χαρές, αλλά και οι μεγάλες στιγμές γεννιούνται τις πιο πολλές φορές απ’ το τίποτα.

-Κάποια στιγμή, η αγκαλιά των εφήβων ανοίγει για τους μεγάλους. Ποιο είναι το «κλειδί», λέτε;

Η αγάπη. Ο σεβασμός. Η αποδοχή. Μικροί και μεγάλοι αποζητάμε μια αγκαλιά. Να μας αποδέχονται οι άνθρωποι που μας αγαπούν -και να μη μας κρίνουν.

-Ως μητέρα ενός γιου, αλλά και ως καθηγήτρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παλαιότερα, στο ΑΠΘ σήμερα, τι βλέπετε στο βλέμμα και στις συμπεριφορές των νέων;

Βλέπω οργή, απαξίωση, παραίτηση. Ομως βλέπω και φλόγα. Δύναμη. Πείσμα. Βλέπω τη φόρα της ζωής, που πάει μόνο μπροστά.

-Κι αν στέλνατε ένα μήνυμα, εν είδει κλεισίματος ματιού, στους γονείς αλλά και στα παιδιά, ποιο θα ήταν αυτό;

Οτι η ζωή δεν τελειώνει με το πρώτο στραβοπάτημα. «Ολα με το καλό, όλα για το καλό» που έλεγε και η μαμά της Βάλιας. Κι αυτό που φαίνεται βουνό, περνάει. Οπως έλεγε και ένας μαθητής μου «η ζωή έπειτα από δέκα απανωτά χαστούκια δίνει και μερικά φιλάκια».

-«Τα όνειρα νικάνε την πραγματικότητα» πιστεύει ο Κωστής, ο Μάκης όχι. Εσείς;

Παρόλο που με κατατρώγουν οι αγωνίες, είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος. Ακόμα κι όταν βλέπω πως δεν γίνεται, κρατάω μια μικρή φλογίτσα ζωντανή. Αφήνω πάντα χώρο για το ωραίο και το απροσδόκητο. Αν πάψουμε να κάνουμε όνειρα, δεν μένουν και πολλά να περιμένουμε, δεν νομίζετε;