Η οικογένεια, το σχολείο και η κοινωνία

Η Αλεξάνδρα Αλεξίου είναι ψυχολόγος

Η εγκληματικότητα των εφήβων και γενικότερα των ανηλίκων αποτελεί ένα θέμα, που διαχρονικά απασχόλησε την επιστήμη, ιδίως την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, κυρίως μετά την πανδημική κρίση εισχώρησε στην κοινωνία, με εκρηκτική αύξηση κρουσμάτων.

Πλέον, η παραβατικότητα των ανηλίκων δεν αναγνωρίζει κάστες, δεν κοιτά κοινωνικο-οικονομικό στάτους, εντοπίζεται άκριτα και αυτή της η καθολικότητα την καθιστά ζήτημα πρώτης γραμμής, για την κοινωνία.

Στο πλαίσιο της ανησυχίας, το φαινόμενο της παραβατικότητας και εγκληματικότητας ανηλίκων ερμηνεύεται εξετάζοντας την ευθύνη των τριών βασικών κοινωνικών φορέων, ξεκινώντας από τον ευρύτερο, την κοινωνία, συνεχίζοντας στο σχολείο και καταλήγοντας στον επιδραστικότερο, την οικογένεια.

Ως κοινωνία εννοούνται (ενδεικτικά), οι αξίες, τα πρότυπα, οι ειδήσεις, το διαδίκτυο, οι τέχνες και η γλώσσα. Τα παιδιά, στη σύγχρονη εποχή εκτίθενται σε τεράστιο όγκο δυσφορικών έως τοξικών πληροφοριών. Η αίσθηση της απειλής δημιουργεί έντονη κι επίμονη ανασφάλεια, η οποία απαντάται με θυμό και επιθετικότητα, με κατατονία και παθητικότητα, δημιουργώντας συνθήκες θυτών και θυμάτων.

Από την άλλη, παρατηρείται ότι η κοινωνία ολοένα και χάνει από τον πρωταρχικό σκοπό της για σύνδεση και συνοχή. Ο σύγχρονος κόσμος έχει εξελιχθεί σε έναν χώρο ανταγωνισμού και σύγκρισης. Σε αυτήν τη στρέβλωση διακρίνουμε την επίδραση των social media. Η συνεχής αξιολόγηση που επιβάλλουν, κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν την επικοινωνιακή εγγύτητα. Ταυτοχρόνως, αποτελούν το επιδραστικότερο Μέσο για νέους, προωθώντας πρότυπα, τα οποία επαυξάνουν τον ατομικισμό, τη διεκδικητικότητα άνευ όρων και την επιθετικότητα.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τα ευγενή συναισθήματα θεωρούνται αδυναμία και απορρίπτονται. Ετσι, τα παιδιά αναπτύσσονται ψυχοσυναισθηματικά σε μια εποχή
συναισθηματικού αποστραγγισμού, με το συλλογικό ασυνείδητο να διαμορφώνεται με εικόνες και στάσεις, που προάγουν κι εξυμνούν τη βία και την παραβατικότητα.

Ενα από τα «φίλτρα», έναντι της χαώδους κατάστασης, είναι το σχολείο. Ως χώρος πλησιέστερος στα παιδιά λειτουργεί ως περιβάλλον δοκιμασίας κι εφαρμογής όσων έχουν μάθει κατά την ανατροφή τους. Αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο φορέα κοινωνικοποίησης μετά την οικογένεια. Διακρίνεται η επιτακτική ανάγκη του επιπολασμού και της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης, ως ο πλέον κατάλληλος φορέας. Ωστόσο, το σύστημα Παιδείας αλλά και οι συνθήκες λειτουργίας του σύγχρονου σχολείου φαίνεται να μην ανταποκρίνονται.

Ο στόχος της στείρας αποστήθισης, ο παραγκωνισμός της ανθρωπιστικής παιδείας και η προώθηση άκρατου ανταγωνισμού είναι λόγοι, που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει απαραίτητες γνωστικές άμυνες έναντι ερεθισμάτων από την κοινωνία. Τα παιδιά, εξαιρετικά ευάλωτα, αναζητούν μια ομάδα να νιώσουν ότι ανήκουν, ώστε να βιώσουν την ασφάλεια και την αποδοχή, που έχουν στερηθεί.

Ετσι, παιδιά απομονωμένα, με αποστροφή και φόβο για την κοινωνία, εμπλέκονται σε «συμμορίες ανηλίκων» με παραβατική δράση.

Τέλος, ο πλέον σημαντικός παράγοντας για την εγκληματικότητα των ανηλίκων είναι η οικογένεια. Αποτελεί τον βασικό παράγοντα διαμόρφωσης προσωπικότητας και ψυχισμού. Ακόμη και τα ισχυρότερα ερεθίσματα της κοινωνίας και του σχολείου, βρίσκουν αντίσταση σε όσα η οικογένεια έχει εμφυσήσει. Η οικογένεια μπορεί, άμεσα, να προωθήσει πρότυπα βίας. Ακόμη και στην περίπτωση, που τα παιδιά αποστρέφονται τις εικόνες βίας, αυτές ασυνείδητα καταγράφονται και εκδηλώνονται σε στιγμές μειωμένης άμυνας, όπως μια έντονα αγχωτική εμπειρία.

Ετσι, τα παραμελημένα παιδιά γίνονται μέλη παραβατικών ομάδων. Αυτά που μεγαλώνουν σε οικογένειες που δεν τους παρέχουν πληρότητα, αποδοχή και ασφάλεια, βρίσκονται πιο εκτεθειμένα στις στρεσογόνες και αρνητικές επιδράσεις της κοινωνίας, που τα οδηγούν στην αντιδραστική επιθετικότητα και στην παθητική κατατονία.

Σε σχολείο και ιδίως οικογένεια αξίζει να γίνεται η επένδυση.

Η πιο δυνατή κι αποτελεσματική απάντηση στην εγκληματικότητα ανηλίκων είναι η παροχή του αισθήματος του ανήκειν. Αυτά τα παιδιά χρειάζονται αποδοχή και ασφάλεια, και γι’ αυτό δε θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται στείρα τιμωρητικά, διότι επιβεβαιώνεται η πεποίθηση της μοναξιάς τους, επαυξάνωντας τον φαύλο κύκλο της επιθετικής απαντητικότητάς τους.

Σε μια προσέγγιση επιβολής του καλού, υιοθετείται αυτό που ο Αργύρης Χιόνης είχε πει: «Οσο υπάρχουν άνθρωποι που συγκινούνται, αγαπούν και συμπάσχουν, υπάρχει ελπίδα».