Ο λοιμός στην Αρχαία Αθήνα και το θέατρο

Ο Θουκυδίδης, επιβεβαιώνοντας απόλυτα τον χαρακτηρισμό του ως «του πρώτου επιστήμονα ιστορικού» επιχειρεί στην «Ιστορία» του μια ολιστική θεώρηση της καταστροφικότερης επιδημίας του αρχαίου ελληνικού κόσμου, του φοβερού λοιμού που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια του δευτέρου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου (430 π.Χ.). Από την ενδημικό νόσο προσβλήθηκε και ο ίδιος, ενώ μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Περικλής, ιθύνων νους της αθηναϊκής στρατηγικής εκείνα τα χρόνια.
Με θαυμαστή ακρίβεια αναφέρεται σε όλες τις παραμέτρους της υγειονομικής κρίσης της εποχής του, επισημαίνοντας την ένταση και τις συνθήκες που συνέβαλαν σ’ αυτήν, περιγράφοντας τα συμπτώματα της ασθένειας και υπογραμμίζοντας τις ψυχολογικές και ηθικές επιπτώσεις της, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στην αδυναμία της αθηναϊκής πολιτείας να διαχειριστεί μια πρωτοφανή σε έκταση επιδημία και να αναφερθεί στην αβεβαιότητα και το χάος, που επικράτησε κατά τη διάρκειά της. Στην καταγραφή του επιδημικού γεγονότος από τον Θουκυδίδη, οι παραπομπές και οι αναγωγές στην τραγική επικαιρότητα των ημερών μας είναι εύκολα αναγνωρίσιμες.
Πύλη εισόδου του λοιμού ήταν ο Πειραιάς, ως μεγάλος εμπορικός κόμβος και χώρος ανοιχτός τις έξωθεν επαφές του αθηναϊκού ναυτικού, του οποίου η δραστηριότητα απλωνόταν σε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Η εξάπλωσή του από την κάτω στην άνω πόλη, την Αθήνα, δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο. Η περιγραφή των συμπτωμάτων από τον ιστορικό είναι σύστοιχη με τα στάδια της εμφάνισης, της εξέλιξης και της κατάληξης της νόσου, που οδηγούσε στο θάνατο από εξάντληση μέσα σε διάστημα επτά έως εννέα ημερών, χωρίς να αγνοούνται οι περιπτώσεις ανάρρωσης, συχνά συνοδευόμενης από κατάλοιπα, όπως η αμνησία.
Σοκάρει η ταχύτητα και η σφοδρότητα, με την οποία ο λοιμός προσέβαλε τα όργανα του ανθρωπίνου σώματος, με σημείο εκκίνησης τον υψηλό πυρετό, την εκδήλωση ακολούθως κοκκινίλας και φλόγωσης των ματιών, του φάρυγγα και της γλώσσας και την εμφάνιση βραχνάδας και βήχα, με δεύτερο στάδιο την προσβολή του στομάχου από οξύ έλκος και της χολής που συνοδευόταν από εμετούς και ισχυρούς σπασμούς. Η καταπόνηση του σώματος επεκτεινόταν αναπόφευκτα και στην ψυχή του ασθενούντος, με το φόβο και την αγωνία, το άγχος και την απελπισία να επισπεύδει συχνά το θάνατο.
Αλλά και οι ηθικές συνέπειες δεν ήσαν αμελητέες. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη παρατηρήθηκε χαλάρωση και εκπεσμός των ηθών, επικράτησαν παράνομες και ανόσιες συμπεριφορές, εκδηλώθηκε αδιαφορία των ανθρώπων για την τήρηση των ανθρώπινων και των θεϊκών νόμων, καθώς συνειδητοποιούσαν πόσο πρόσκαιρη και εφήμερη ήταν η ζωή τους. Η ψυχραιμία και η έλλογη αντιμετώπιση της θλιβερής κατάστασης είχε παντελώς εκλείψει.
Επιπροσθέτως, είναι αξιοθαύμαστη η αναλυτική καταγραφή του γεγονότος από τον ιστορικό, έτσι ώστε πρώιμα να μας εισάγει σε παραμέτρους του επιδημικού φαινομένου, που συναντούμε χιλιάδες χρόνια μεταγενέστερα, είτε παρατηρώντας ότι η θνησιμότητα ήταν μεγαλύτερη για εκείνους που ήταν ήδη επιβαρυμένοι με κάποια άλλη ασθένεια, είτε επισημαίνοντας τη μετάδοση της μολυσματικής νόσου, εξαιτίας του συγχρωτισμού των ανθρώπων και της μη απομόνωσής τους. Η μεταγραφή αυτών των καίριων διαπιστώσεων με σύγχρονους όρους (υποκείμενο νόσημα, κοινωνική αποστασιοποίηση) δε μειώνει καθόλου την αυταξία τους.
Παρόλο που ο λοιμός εξόντωσε περίπου το 1/3 του αθηναϊκού πληθυσμού και ο απόηχός του -με υφέσεις και εξάρσεις- δεν έπαψε να επηρεάζει τη ζωή της πόλης για τέσσερα τουλάχιστον χρόνια από την εκδήλωσή του, ούτε οι πολιτικοί ιθύνοντες, ούτε οι γιατροί της εποχής απαγόρευσαν την προσέλευση των πολιτών στο θέατρο, που αποτελούσε κορυφαία παιδευτική λειτουργία της ιδιοπροσωπίας της Αθήνας του 5ου π.Χ. αιώνα, ιεραρχημένη ψηλά στη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας της πόλης. Οι Αθηναίοι δεν ανέστειλαν ούτε την πολεμική τους δραστηριότητα, ούτε έπαψαν να φοιτούν στο «λαϊκό τους σχολείο».
Η θεατρική παραγωγή -μολονότι ως φαίνεται επιβλήθηκαν περιορισμοί στους δραματικούς αγώνες και λόγω του πελοποννησιακού πολέμου που συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς και λόγω της περιπέτειας της επιδημίας- συνεχίστηκε, περιορισμένη μεν αλλά γόνιμη. Το 429 π.Χ., χρονιά που πεθαίνει ο Περικλής, ο Σοφοκλής παρουσιάζει τον «Οιδίποδα Τύραννο» και ένα χρόνο μετά ο Ευριπίδης τον «Ιππόλυτο» (428 π.Χ.). Μέσα στη φρίκη της αρρώστιας και το μολυσμένο αέρα της πόλης ανδρώνεται ως δημιουργός ο Αριστοφάνης, σκαρώνοντας τους πρώτους στίχους του και γράφοντας τα δύο πρώτα «χαμένα» έργα του, τους «Δαιταλείς» (427 π.Χ.) και του «Βαβυλωνίους» (426 π.Χ.), ενώ την επόμενη χρονιά αναδεικνύεται νικητής στα Λήναια με τους «Αχαρνείς».
Αλλες εποχές, άλλες προτεραιότητες. Αλλοι άνθρωποι, άλλα ήθη.
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΚΚΟΤΑ