Αχτσιόγλου, τηλέφωνο

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Όταν θέλεις να γίνεις αρχηγός κόμματος, το σηκώνεις το τηλέφωνο και όταν σε καλεί αταυτοποίητος χρήστης, διότι στις εκλογές για αρχηγό ψηφίζουν και οι άγνωστοι. Και εκεί βρίσκεται και η πηγή του ζητήματος που προκάλεσε αναταράξεις, ρωγμές και αποχωρήσεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν η εκλογή γινόταν αναμεταξύ μας, αρχηγός θα έβγαινε ένας από μας, οπότε όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί. Αλλά με τον κόσμο, τι θα κάναμε; Δεν θέλει και κόσμο ένα κόμμα; Αυτό αποδεικνύεται η βασική αδυναμία μας στις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 2019 και εντεύθεν, αλλά και 2009 και πριν. Παρά το διανοητικό, ιδεολογικό, ηθικό μας πλεονέκτημα, ο κόσμος πήγαινε και ψήφιζε τους άλλους.

Για να λέμε και του Κασσελάκη το δίκιο, το εκλογικό αποτέλεσμα που τον εξακόντισε στην ηγεσία δεν έγινε αποδεκτό, όπως δεν έγινε αποδεκτός και ο ίδιος. Εγινε στόχος μειωτικής και περιπαικτικής κριτικής σχεδόν την επομένη της εκλογής του. Ανεξαρτήτως της κουλτούρας του κόμματος και της κατοχυρωμένης ελευθερίας στην άσκηση κριτικής, διερωτάσαι τι να τους κάνεις τους αντιπάλους, εάν οι ημέτεροι σε ξεπουπουλιάζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εχουν δίκιο, θα πεις. ΟΚ,  αλλά δεν πρέπει στα κόμματα να ισχύει ένα ελάχιστο πνεύμα δεοντολογίας και σύμπνοιας, προκειμένου να διαχωρίζουμε την άσκηση πολιτικής από το διαλεκτικό καρναβάλι;

Επί της ουσίας, ένα μεγάλο κομμάτι ιστορικών στελεχών του χώρου δεν χώνεψαν τη λαϊκή ετυμηγορία την οποία το ίδιο το κόμμα ζήτησε, απευθυνόμενο στο ευρύ κοινωνικό ακροατήριο. Αν ο επιτυχών δεν είναι εγνωσμένα αριστερός και ψημένος στο κλίμα, το πνεύμα, τη ρητορική του χώρου, αυτό είναι ευεξήγητο: Το ευρύτερο ακροατήριο- η κοινωνική πλειοψηφία ντε- δεν είναι εγνωσμένα αριστερό ούτε έχει διαδρομή μέσα από τις εσωκομματικές οργανώσεις, ώστε να είναι συμβατό με την παραταξιακή διάλεκτο. Αντιθέτως, αποστρέφεται τους αριστερόστροφους μαιάνδρους, που κατά κανόνα θέλουν διερμηνέα και δεν αποστηθίζονται. Πολλώ δε μάλλον όταν το πνεύμα αυτό αποτελεί σύμβολο  μιας πολιτικής τάξης κλειστής και στερούμενης της σπίθας που κάνει γκελ στις μάζες. Κατά κάποιον τρόπο ο Κασσελάκης έγινε δεκτός σαν τιμωρός της κομματικής κάστας στην οποία καταλογίζεται μια μορφή ιδεολογικού αυτισμού και ναρκισσισμού, και έλλειμμα ηγετικού εκτοπίσματος.

Αν υποθέσουμε, με άλλα λόγια, ότι Κασσελάκης δεν υπήρχε ή ότι έχανε ή ότι τον κέρδιζε ο εφοπλιστικός συνδικαλισμός (έχουν κι αυτοί την Ενωσή τους, ως γνωστόν, και θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να δυναμώσει εκεί έστω, αφού δεν τα καταφέρνει στην αυτοδιοίκηση), ο\η νέος\α ηγέτης, σε ποιο ύψος θα κατάφερνε να φτάσει τα ποσοστά του χώρου, όταν ένας δημοφιλής Τσίπρας αδυνατούσε να πιάσει καν το 20%; Και, εν κατακλείδι, αν ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα, με τα όποια ανοίγματά του προς το κέντρο ή την εθνικολαϊκή δεξιά, δεν καταφέρνει να φτουρήσει, προτιμάει την αξιοπρεπή περιχαράκωση και την ιδεολογική καθαρότητα ή τη μετατόπιση σε συντεταγμένες ξένες μεν προς την παράδοσή του, αλλά συμβατές με την κοινωνική μάζα; Ποιος διαμορφώνει το πολιτικό σύστημα, εν τέλει; Η απάντηση είναι σύνθετη: Ο Ανδρέας έφτιαξε ένα αριστερόστροφο ΠΑΣΟΚ αλλά η επιτυχία του οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη δεκτικότητα που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σήμερα, η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται- φαίνεται- για μια ιντελεκτουέλ αριστερά, αλλά για έναν σκληρό και αποτελεσματικό εξουσιαστικό εταίρο που θα απαντά στον φιλελεύθερο πραγματισμό. Αν δεν το καταλάβατε, είκοσι χρόνια τώρα ψάχνουμε για αντίπαλο στον Σημίτη, διότι ενώ ο Σημίτης έχει αποχωρήσει, δεν λέει να αποχωρήσει η πραγματικότητα. Κι ας μην απαντάμε στο τηλέφωνό της. Κάνουμε πως δεν ξέρουμε τον αριθμό της, αλλά τον ξέρουμε πολύ καλά. Και αυτόν, και όλα τα άλλα της νούμερα.