“Έφυγε” από τη ζωή η Κλαούντια Ντελμέρ: «Ερωτεύτηκα τη λέξη “άστρα” και έμεινα για πάντα στην Ελλάδα» – Τι έλεγε στην «Π»
Η φωνή της Κλαούντια Ντελμέρ σώπασε, όμως οι λέξεις της μένουν. Σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα «Πελοπόννησο», μιλούσε για τη γλώσσα, τη μουσική, τη Μεσσηνία και τη ζωή που διάλεξε συνειδητά να χτίσει εδώ. Ένα πορτρέτο ζωής και στάσης, μέσα από τα δικά της λόγια.

Η Κλαούντια Ντελμέρ δεν ήρθε απλώς στην Ελλάδα, την αναγνώρισε. Με μητέρα Πολωνή και πατέρα Ιταλό, μεγαλωμένη στη Μαδρίτη και σπουδαγμένη στη Νέα Υόρκη, έμοιαζε προορισμένη για μια διεθνή καριέρα χωρίς ρίζες. Κι όμως, η ίδια μιλούσε πάντα για την Ελλάδα όχι ως σταθμό, αλλά ως τόπο επιστροφής — ακόμη κι αν δεν είχε γεννηθεί εδώ.
Όταν τη συναντήσαμε, μιλούσε με έναν τρόπο ήσυχο και καθαρό, σαν άνθρωπος που έχει συμφιλιωθεί με τις επιλογές του. Θυμόταν με ακρίβεια τη στιγμή που άρχισε η σχέση της με την ελληνική γλώσσα: ήταν μόλις 15 ετών, σε ένα καλοκαίρι διακοπών, όταν πήρε μαζί της στην Ισπανία ένα CD γεμάτο ελληνικά τραγούδια. Δεν καταλάβαινε τους στίχους, αλλά τους τραγουδούσε όλους — έντεχνα και λαϊκά, χωρίς διαχωρισμούς.
«Τότε ερωτεύτηκα τη γλώσσα», μας είχε πει. «Άκουσα τη λέξη “άστρα” και ήταν σαν να άνοιξε ο ουρανός. Μέσα της άκουσα το “αχ”. Αυτό το απέραντο». Έτσι μας είχε πει, σε συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα “Πελοπόννησο” και συνέχισε:” Το «άστρα» ήταν συναισθηματικό, σαν ξάφνιασμα! Οταν το άκουσα ήταν σαν να άνοιξε ο ουρανός, ακούγοντας αυτό το «αχ» το απέραντο. Μου αρέσουν λέξεις που έχουν βαθιά νοήματα, και η ελληνική γλώσσα έχει πολλές τέτοιες. Οπως η «αλήθεια», το «αληθής» να μην ξεχνάς. Υπάρχουν νοήματα που με συγκλονίζουν, όπως ο «ορίζοντας» όταν ορίζω κάτι”.
Η μουσική της διαδρομή ξεκίνησε νωρίς και με πολλές δοκιμές. ‘Οπως μας είχε πει: “Γενικώς, μου άρεσαν όλες οι τέχνες, είναι μια τάση καλλιτεχνική. Με ενδιέφερε ο στίχος, ο γραπτός λόγος και άρχισα να ψιλοτραγουδάω, χόρευα και φλαμένκο και γενικά δοκίμαζα διάφορα στην Ισπανία. Κάποια στιγμή είχα τη φαεινή ιδέα ότι η κλασική μουσική και η όπερα θα μου διασφάλιζαν μια σχέση με πολλές τέχνες. Βέβαια, μετά διαπίστωσα πως αυτό ήταν λάθος. Αυτό έγινε βέβαια μετά από πολλές σπουδές… Πήγα με υποτροφία στη Νέα Υόρκη και τελειώνοντας τις σπουδές διαπίστωσα πως είναι πολύ περιοριστική η όπερα. Πως αυτή η μουσική δεν με εκφράζει απόλυτα. Είναι μια μανιέρα όμορφη, αλλά πρέπει να την ακολουθείς πολύ πιστά για να είσαι καλός. Βέβαια, το θέμα της Ελλάδας δεν ήταν κάτι καινούργιο για εμένα. Υπήρχε ένα «σποράκι» από κάποια χρόνια πριν. Οταν ήρθα στην Ελλάδα 15 χρόνων για διακοπές, πήρα μαζί μου στην Ισπανία ένα CD, που είχε και έντεχνα και σκυλάδικα! Και τα λάτρεψα όλα! Και τα σκυλάδικα! Δεν ήξερα τη γλώσσα, αλλά σαν παπαγάλος τα τραγουδούσα όλα: «Το ‘πε το ‘πε ο παπαγάλος», «Με τελειώνεις», «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ». Ολα μαζί και παπαγαλίστικα! Τότε όμως αγάπησα την ελληνική γλώσσα. Ακουσα τη λέξη «άστρα» και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ακουσα μέσα από τα «άστρα» το «αχ». Ετσι όταν βρέθηκα στην παρέα των Ελλήνων μουσικών, αποφάσισα να προχωρήσω. Το 2002, όταν τελείωσα τις σπουδές μου, έκανα μία πρόταση στην Lyra, τη δέχθηκαν και κάναμε ένα δίσκο. Ετσι βρέθηκα εδώ και ξεκίνησα να χτίζω τη ζωή μου”.
Η Ελλάδα υπήρχε ήδη ως εσωτερικό σημείο αναφοράς. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Νέα Υόρκη, τόλμησε να προτείνει τη δουλειά της στη Lyra. Η αποδοχή εκείνης της πρότασης στάθηκε καθοριστική: την έφερε εδώ, όχι απλώς για να τραγουδήσει, αλλά για να μείνει.
Η εγκατάστασή της στη Μεσσηνία δεν ήταν τυχαία. Η ίδια ανέφερε: ” Είναι η βάση μου. Ο άνδρας μου είναι από τους Γαργαλιάνους, οπότε έχω βαθιά σχέση με τη Μεσσηνία! Και είμαι πολύ τυχερή. Γιατί εκτός του ότι είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, μου έφερε και έναν υπέροχο τόπο. Ενώ πάντα ζούσα σε μεγάλες πόλεις, μεγάλωσα στη Μαδρίτη, σπούδασα στη Νέα Υόρκη, μετά ζούσα στην Αθήνα και ουσιαστικά είμαι «το παιδί της πόλης», λαχταρούσα μια τέτοια αλλαγή. Θεωρούσα πάντα ότι στην Ελλάδα ταιριάζουν πιο πολύ οι μικρές κοινωνίες και αυτή η ζωή. Το πιο φιλικό, το πιο οικείο. Μετά, διαπιστώνοντας και την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων, κατάλαβα ότι η ζωή στην ύπαιθρο και σε μικρές κοινωνίες είναι πολύ πιο γλυκιά”.
Η γνωριμία της με τον Μίμης Πλέσσας ήρθε οργανικά, μέσα από τη μουσική αναζήτηση. Με αφετηρία τον Κώστα Γιαννίδη και έναν κύκλο τραγουδιών για πιάνο και φωνή, τόλμησε να του χτυπήσει την πόρτα. Εκείνος άκουσε, διέκρινε την έκταση της φωνής της και την εσωτερική της συγκίνηση, και η συνεργασία γεννήθηκε σχεδόν φυσικά.
Για τα τραγούδια του Πλέσσα δεν ξεχώριζε ποτέ ένα. Μιλούσε για ένα «κρυμμένο δάκρυ» που υπάρχει σε όλα. Ένα στοιχείο αναγνωρίσιμο, όχι μόνο στη μελωδία αλλά στη συναισθηματική αλήθεια που τα διαπερνά.
Η Κλαούντια Ντελμέρ έζησε όπως μιλούσε: με επίγνωση, απλότητα και βαθιά σύνδεση με ό,τι θεωρούσε ουσιαστικό. Η φωνή της έσβησε μετά από μια σκληρή και άνιση μάχη με τον καρκίνο, όμως τα λόγια της — εκείνα που ειπώθηκαν χωρίς στόμφο και χωρίς άμυνες — μένουν ως μαρτυρία μιας ζωής που δεν έψαχνε να εντυπωσιάσει, αλλά να είναι αληθινή.
Κι ίσως τελικά αυτό να ήταν το μεγαλύτερο τραγούδι της.
Τελευταία φορά στην Πάτρα, η Κλαούνται Ντελμέρ είχε βρεθεί τον Μάρτιο του 2023 με την παράσταση «Η Κάρμεν και οι Ρεμπέτες» στον Πολυχώρο πολιτισμού Μηχανουργείο
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News