Ελένη Καλαντζοπούλου: Εφτιαξε αυτό που της έλειπε στην πόλη της καρδιάς της
Ζω κάθε μέρα σαν μια νέα ευκαιρία να εμπνέομαι από ανθρώπους, να μαθαίνω καινούργια πράγματα, να βγάζω κάποια συμπεράσματα, να βρίσκω τη χαρά, τη δύναμη και την αισιοδοξία, δηλώνει στην «Π» η ηθοποιός-σκηνοθέτης Ελένη Καλαντζοπούλου.
Σπούδαζε Αγγλική Φιλολογία, όταν ένιωσε έντονη έλξη για την υποκριτική, την οποία και ακολούθησε. Μετρά ωραίες συνεργασίες, εμφανίσεις σε Ελλάδα κι εξωτερικό, έχοντας, επίσης, σκηνοθετήσει, γράψει κείμενα, μεταφράσει, τραγουδήσει, χορέψει. Πολυτάλαντη, η Ελένη Καλαντζοπούλου έκανε ακόμα ένα βήμα ιδρύοντας τη SMOC, εταιρεία άρρηκτα συνδεδεμένη με την Πάτρα –την πόλη της καρδιάς της.
-Τι θυμάσαι εντονότερα από τα παιδικά σου χρόνια; Πώς ήταν η Ελένη μικρή;
Η Ελένη μικρή θυμάται πολύ φύση, πολλά ταξίδια, πολλή ελευθερία, πολλή αγάπη, πάρα πολύ παιχνίδι, μεγάλη αδυναμία στα ζώα, κυρίως στις γάτες, πολλά χαρούμενα πρόσωπα και δοτικούς ανθρώπους γύρω μου, πολύ γέλιο, τις φίλες μου, στρωμένο τραπέζι με φρεσκομαγειρεμένο φαγητό τα μεσημέρια. Πρόσφατα είδα σε παλιές φωτογραφίες το εργοστάσιο της MISKO, κι αυτό μου έφερε την εξής ανάμνηση: θυμάμαι σα να ναι τώρα ένα βραδάκι απ’ τα πολλά – ή να ‘ταν πολλά; – καλοκαιρινό φυσικά, θυμάμαι ακόμα και τη μυρωδιά του κήπου και του σπιτιού και του τοίχου – τώρα μου φαίνεται ότι μπορεί να είχε μυρωδιά ακόμα και το φως από τις λάμπες στο μπαλκόνι – να σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών ή ν’ ανεβαίνω στα κάγκελα για να δω το φωτεινό της σήμα να στριφογυρνάει. Και θυμάμαι καλά κάποιον να με παίρνει αγκαλιά να με σηκώσει για να δω καλύτερα. Και είμαι σίγουρη ότι αυτός ο κάποιος ήταν ο παππούς μου. Γιατί ήταν τόσο ψηλός και γιατί ήταν τόσο καλός. Αυτό. Και τη μεγάλη μουριά με την μεγάλη κουφάλα στην αυλή, που τα μεσημέρια μετά το φαγητό, καλοκαίρι φυσικά, σκαρφάλωνα πάνω της και ξάπλωνα και διάβαζα εκεί την Κάντυ Κάντυ. Και ήμουν ζωηρή. Το θυμάμαι. Κατά τα λεγόμενα κάποιων πολύ ζωηρή.
-Σπούδασες Αγγλική Φιλολογία αν και θα αναρωτιόταν κανείς, γιατί όχι απευθείας υποκριτική;
Στα δεκαοχτώ μου, δεν είχα ιδέα ότι θα μπορούσα να σπουδάσω υποκριτική. Ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με τον χώρο αυτό, στο τρίτος έτος των σπουδών μου στην Αγγλική Φιλολογία, όταν πήγα στο studio υποκριτικής της Τότας Σακελλαρίου στα Εξάρχεια. Εκεί γνώρισα κάποια παιδιά που προετοίμαζε η Τότα για να δώσουν σε δραματικές σχολές και το αποφάσισα. Πάντως στο έτος μου στο θέατρο Τέχνης υπήρχαν πολλά παιδιά που σπούδαζαν παράλληλα και κάτι άλλο, ή είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους ή εντέλει σπούδασαν κάτι άλλο μετά. Θέλω να πω δεν αποτελούσα εξαίρεση.
-Αν και εργάστηκες ως ηθοποιός στην Αθήνα, επέλεξες ως βάση σου την Πάτρα επειδή…
Την Πάτρα την επέλεξα και με το συναίσθημα και με τη λογική. Την επέλεξα με όλο μου το είναι δηλαδή. Μέχρι να εγκατασταθώ μόνιμα εδώ και με μια εξαίρεση τα χρόνια του Λυκείου, η Πάτρα ήταν τόπος σαββατοκύριακων και διακοπών. Οπότε για μένα η Πάτρα ήταν η dreamland. Όπου και να ήμουν πάντα λαχταρούσα να επιστρέψω. Από την άλλη πίστευα και πιστεύω ότι είναι μια πόλη ιδανική και για να ζει κανείς. Τέλος πάντων, τουλάχιστον για μένα. Εδώ έκανα οικογένεια εδώ δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά, έχω περάσει απίστευτα ωραία σε αυτή την πόλη. Το άσχημο πρόσωπό της το είδα όταν μεγάλωνα τα παιδιά μου, κυρίως όταν ήταν μωρά, που οι τόσο φιλικές αποστάσεις της γίνονταν καθημερινά δυσβάσταχτες όταν έπρεπε να τις διανύσω με ένα καρότσι μ’ ένα μωρό μέσα. Δεν μπορούσα να πιστέψω, ούτε ακόμη μπορώ, πόσα εμπόδια είχα να περάσω, πόσες φορές έπρεπε να βγαίνω με το καρότσι εκτεθειμένη στον δρόμο, επειδή κυριολεκτικά δεν είχα άλλη επιλογή. Επέστρεφα σπίτι πραγματικά εξουθενωμένη. Τώρα βέβαια αυτό μπορεί να μην είναι απολύτως σχετικό με την ερώτησή σας, αλλά συγχωρήστε με, είναι που αγαπάω αυτή την πόλη και θέλω να γίνεται βλέπω καλύτερη.
-Πώς θα περιέγραφες την καλλιτεχνική σου πορεία έως σήμερα;
Ενδιαφέρουσα, γιατί έχω κάνει πολλές ενδιαφέρουσες συνεργασίες οι οποίες μου πρόσφεραν ανεκτίμητα πράγματα. Έχω συνεργαστεί με θιάσους, αλλά και μεμονωμένους ανθρώπους, έχω παίξει εντός και εκτός θεατρικών σκηνών σε πολλά μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό, έχω σκηνοθετήσει, έχω γράψει κείμενα, έχω μεταφράσει, έχω τραγουδήσει, έχω χορέψει, τα πάντα. Και κυρίως έχω κάνει τους καλύτερους φίλους. Δεν έχω παράπονο. Αυτό που μου λείπει και είναι και ένας λόγος που ένιωσα την ανάγκη να φτιάξω τη SMOC είναι μια ομάδα ανθρώπων, συν δημιουργών, που να μπορούν να δουλεύουν στην Πάτρα και να ενδιαφέρονται γι’ αυτήν, και γιατί όχι και από μια ακτιβιστική σκοπιά. Άλλωστε το μότο της εταιρίας μου, είναι Αct_Create_Activate.
-Θα μας συστήσεις, λοιπόν, τη SMOC;
SMOC καταρχάς σημαίνει Starting My Own Company και αντικατοπτρίζει την απόφαση που πήρα να φτιάξω κάτι δικό μου. Είπα: «Φτιάξε αυτό που σου λείπει». Πρόκειται για μια νεοσύστατη εταιρεία στην πόλη της Πάτρας που σκοπό έχει την ανάδειξη αξιόλογων χώρων με ιστορική ή άλλη αξία, που για κάποιους λόγους έχουν μείνει αναξιοποίητοι. Ο λόγος ύπαρξης και η πρόθεση της εταιρείας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την πόλη και την ταυτότητά της ως αστικό κέντρο της Ελλάδας. Ποιο ρόλο έπαιξε στο παρελθόν η Πάτρα και κυρίως ποιος ο ρόλος της στο σύγχρονο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας; Αλλά και ταυτόχρονα ερωτήματα όπως, πώς ένας πολιτιστικός φορέας μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο ανάδειξης της σύγχρονης εικόνας της αλλά και ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους καλλιτέχνες μεταξύ τους αλλά και τους πολίτες της; Με λίγα λόγια ανάγκη της εταιρείας είναι να ασχοληθεί με σύγχρονα ερωτήματα και να τα συνδέσει ένα-ένα ξεχωριστά με το εδώ και το τώρα της πόλης. Act_ Create_Activate, λοιπόν!
Στην «Κίτρινη Ταπετσαρία», ας πούμε, ήξερα εξ αρχής ότι δε θέλω να γίνει σε θεατρική σκηνή. Γι’ αυτό και ξοδέψαμε αρκετό χρόνο με τη συνεργάτιδά μου, την Ιωάννα Τζαμαρία, ψάχνοντας αρχικά να βρούμε το μέρος. Επειδή η Πάτρα θεωρώ ότι έχει πολλή ομορφιά και μέρος αυτής είναι τα νεοκλασικά της κτίρια, κι επειδή η ιστορία της «Κίτρινης Ταπετσαρίας» εξελίσσεται γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, ήθελα να βρω ένα νεοκλασικό κτίριο που θα μπορούσε η παράσταση να γίνει μέσα σε αυτό.
-Στις 8 & 15 Ιουνίου θα παρουσιάσετε στο Σκαγιοπούλειο την «Κίτρινη ταπετσαρία» που συνδέεται με τη θέση της γυναίκας. Τι σε ιντρίγκαρε στο εν λόγω έργο και τι συναισθήματα σου προκαλούν τα όσα τραγικά -και αδιανόητα- υφίστανται γυναίκες εν έτει 2024;
Με το κείμενο συναντήθηκα τυχαία, σ’ ένα βιβλιοπωλείο της πόλης μας. Δεν γνώριζα τη συγγραφέα, με τράβηξε το εξώφυλλο. Βρήκα την προσωπικότητα της της συγγραφέως και της ηρωίδας της πολύ ενδιαφέρουσα. Άλλωστε οι δυο τους μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία μιας και το κείμενο είναι κατά ένα μεγάλο μέρος του αυτοαναφορικό. Η συγγραφέας, η Charlotte Perkins Gilman ήταν μια γυναίκα που έζησε τον 19ο αιώνα, σ’ έναν κόσμο έντονων καταναγκασμών και διακρίσεων, με τον τρόπο που η ίδια επέλεξε για τον εαυτό της. Υπήρξε πολυγραφότατη μέχρι τον θάνατό της το 1935 με ισχυρή ακτιβιστική δράση. Το εν λόγω κείμενο συνδέεται και με τη θέση της γυναίκας αλλά και με τον εύθραυστο ψυχισμό του ατόμου σε σύγκρουση. Κατά τη δική μου ανάγνωση, η Gilman στην «Κίτρινη Ταπετσαρία» περιγράφει μια τέτοια σύγκρουση και πώς αυτή αποτυπώθηκε στον ψυχισμό της. Κατά τη γνώμη μου τέτοιες συγκρούσεις όπως αυτή που αποτυπώνεται στην «Κίτρινη Ταπετσαρία» προέρχονται από αφηγήματα που έχουμε οι γυναίκες για τον ίδιο τον εαυτό μας και για τις άλλες γυναίκες. Πολλές φορές εμείς οι ίδιες κρίνουμε πολύ αυστηρά το φύλο μας. Είναι κάτι που και η Gilman έχει επισημάνει σε πολλά της κείμενα. Προσωπικά, εστιάζω αρκετά στο γυναικείο κόσμο, στη γυναικεία ματιά, στο πώς γράφουν οι γυναίκες για τις γυναίκες, πώς μοιράζονται τις εμπειρίες τους, τι λένε η μία για την άλλη. Είναι κάτι που με απασχολεί, και δεν ξέρω σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα μετά από τόσα χρόνια.
Φυσικά, για τα τραγικά και αδιανόητα συμβάντα των δολοφονιών και των κακοποιήσεων τόσων γυναικών από τους πρώην ή νυν συντρόφους τους, καμία ευθύνη δεν έχουν όλα αυτά. Η βία έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα γενικότερα, και πάντα την πληρώνουν οι πιο αδύναμες ή απροστάτευτες κοινωνικές ομάδες. Προσωπικά, διακρίνω μια επιθετικότητα, άσχημη ανταγωνιστικότητα και διάχυτη αίσθηση ατιμωρισίας, σε συνδυασμό με μια διαστρεβλωμένη αίσθηση ελευθερίας και δικαιωμάτων. Όσο μια κοινωνική ομάδα ανθρώπων έχει την αίσθηση ότι μπορεί να διαπράττει ό,τι θέλει και να μένει ατιμώρητη ή να πέφτει «στα μαλακά», τόσο αυτή η αίσθηση μπορεί στο μυαλό κάποιων να μετατραπεί σε δικαίωμα.
Μετά από το #metoo και όλα τα βίαια περιστατικά δεν μπορεί να μην αναρωτηθείς γιατί; Γιατί να φτάσουμε μέχρι εκεί; Μέχρι την κακοποίηση (κάθε είδους) και τις δολοφονίες; Ποια είναι η πορεία; Μήπως έχει κάποια σχέση με όλα αυτά που σε κάνουν να πιστεύεις ως γυναίκα ότι αξίζεις τέτοιες συμπεριφορές και μήπως έχει κάποια σχέση με όλα αυτά που σε κάνουν να πιστεύεις εσένα ως άντρα ότι έχεις κάθε δικαίωμα να συμπεριφέρεσαι και χρησιμοποιείς έτσι μια γυναίκα; Και μην ξεχνάμε ότι η βία υπάρχει παντού, καμιά φορά κρυμμένη καλά, άλλες φορές όχι, και ξεπηδάει σε κάθε περίσταση, όταν εσύ γυναίκα θα πάρεις το αυτοκίνητό σου να οδηγήσεις και κάνεις ένα λάθος, όταν τσακωθείς για κάποιο λόγο με κάποιον και είναι άντρας, όταν προσπαθείς να περάσεις τον δρόμο ή το πεζοδρόμιο με ένα παιδί ή χειρότερα ακόμα μ’ ένα μωρό σε καρότσι για να επανέλθουμε και σ’ αυτά που λέγαμε πριν- όταν πας ίσως στο νοσοκομείο, όταν πας να ζητήσεις δουλειά, ή όταν είσαι στη δουλειά, όταν πας στο αστυνομικό τμήμα να ζητήσεις προστασία… με λίγα λόγια είσαι καλή όσο δεν διεκδικείς, αλίμονο αν διεκδικήσεις, μπορεί και να καταλήξεις και νεκρή, έτσι δεν είναι;
-Επέλεξες έναν δύσκολο επαγγελματικό χώρο. Οι απαιτήσεις του πώς ισορροπούν με τις οικογενειακές σου υποχρεώσεις ως συζύγου και μητέρας δύο παιδιών;
Καλή ερώτηση. Καταρχάς να πω ότι δεν ισορροπούν. Η δική μου ζυγαριά γέρνει ή από τη μία ή από την άλλη. Μετά τον ερχομό της κόρης μου, έδινα όλο μου το είναι στο σπίτι και μου έλειπε η δουλειά. Μετά έδινα όλο μου το είναι στη δουλειά και μου έλειπε το σπίτι. Έτσι για να τα καταφέρω ανέλαβα ελάχιστες δουλειές τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό όμως είχε και τα καλά του. Αφουγκράστηκα τις ανάγκες μου και κατά τη διάρκεια της καραντίνας τόλμησα να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Πλέον, προσπαθώ να βρω νέες ισορροπίες, δεν ξέρω πόσο έχω πετύχει ή θα πετύχω σε αυτό, ξέρω όμως ότι το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Ξέρω επίσης ότι έχω ανθρώπους που μου συμπαραστέκονται και με βοηθούν και νιώθω τυχερή που οι γονείς μου είναι κοντά σε μένα και τα παιδιά μου.
-Τα «όπλα» σου στις δυσκολίες;
Εδώ θα πω μια φράση που λέει ο άντρας μου και είναι αστείο αλλά μου δίνει δύναμη όταν τη σκέφτομαι. «Τι σου λείπει; Δυο χέρια, δυο πόδια μια χαρά είσαι, προχώρα». Του την έλεγε ο πατέρας του όταν ήταν μικρός και είναι μια φράση που με το χιούμορ και την απλότητά της, σε αποθαρρύνει από το να μένεις στη γκρίνια και την αυτολύπηση, ενώ αντίθετα σε ενθαρρύνει να σηκωθείς και να ξαναπροχωρήσεις. Επίσης μου δίνουν θάρρος παραδείγματα ανθρώπων γύρω μου, πώς αντιμετωπίζουν δυσκολίες και αρρώστιες, πώς καταφέρνουν να ζουν τη ζωή τους, ακόμη, θα πω εγώ, κι αν δεν έχουν δυο πόδια και δυο χέρια. Έχουν βγει κι έχουν μιλήσει πλέον τόσοι συνάνθρωποί μας με διαφόρων ειδών αναπηρίες, και αποτελούν παράδειγμα του τι μπορείς να πετύχεις για τον εαυτό σου και τους γύρω σου αν βγεις από τη θέση του ανθρώπου που μόνο γκρινιάζει. Γενικά αυτό ισχύει για πολλούς ανθρώπους γύρω μας αρκεί να θες να τους παρατηρήσεις.
–Στόχοι και όνειρα;
Σε προσωπικό επίπεδο με τρομάζει πολύ η έλλειψη νοήματος. Οπότε θα πω να βρίσκω νόημα σε ό,τι κάνω. Σε συλλογικό επίπεδο θα πω ότι το όνειρό μου είναι να γίνονται τα αυτονόητα. Γενικώς δεν έχω όνειρα και στόχους. Ζω κάθε μέρα σα μια νέα ευκαιρία να εμπνέομαι από ανθρώπους, να μαθαίνω καινούργια πράγματα, να βγάζω κάποια συμπεράσματα, να βρίσκω τη χαρά, τη δύναμη και την αισιοδοξία. Όσον αφορά την εταιρεία μου μακάρι να έχει ένα καλό ξεκίνημα και να βρω υποστήριξη στα πράγματα που θέλω να κάνω, ώστε η ομάδα της SMOC να μπορεί να συνεχίσει και να μεγαλώσει.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News