«Γιεγιέδες» ετών… 70! – Προδημοσίευση στην «Π» του νέου βιβλίου του Διονύση Μπονέλη
Άγνωστες ιστορίες από τα κορυφαία συγκροτήματα και τους μουσικούς της Πάτρας
Τη μελωδική ανέμελη Πάτρα των δεκαετιών 1960-70, με τα ηλεκτρικά συγκροτήματα και τους μακρυμάλληδες μουσικούς της, ζωντανεύει ο συμπολίτης συγγραφέας Διονύσης Μπονέλης, στο βιβλίο του «Οι Γιε-Γιέδες – Τέλος εποχής», το οποίο θα κυκλοφορήσει σύντομα, από τις τοπικές εκδόσεις «ΓΚΟΤΣΗ».
Το πόνημα έρχεται ουσιαστικά, σαν συνέχεια του πρώτου βιβλίου του συμπολίτη μουσικού της Δημοτικής Μπάντας και συνταξιούχου ραδιοφωνικού παραγωγού της ΕΡΑ Πάτρας, που υπό τον τίτλο «Ενα αληθινό παραμύθι – Οι μουσικοί της Πάτρας», είχε κυκλοφορήσει πριν μερικά χρόνια και πραγματευόταν τους μουσικούς της Πάτρας κατά τη δεκαετία του ’50.
Ο Διονύσης Μπονέλης, κάνει σήμερα αποκλειστικά στην «Π» την προδημοσίευση του βιβλίου του, παρουσιάζοντας τον πρόλογο και τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα από ισάριθμα κεφάλαια:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στο βιβλίο γίνεται μια έρευνα και προσέγγιση στους πατρινούς μουσικούς που διασκέδασαν τη νεολαία δημιουργώντας τα πρώτα συγκροτήματα με ξένους τίτλους, αντίγραφα του εξωτερικού, και έπαιξαν στα νυχτερινά μαγαζιά της Πάτρας τη δεκαετία του 1960 και του 1970. Επαιξαν μουσική στα κλαμπ μιας πρώιμης νέας εποχής. Η αναφορά πρωτίστως και ιδιαιτέρως γίνεται στους μουσικούς που άρχισαν την καριέρα τους στη δεκαετία του 1960, παίζοντας ξένα τραγούδια από το νέο ρεύμα, που άρχισε ν’ αλλάζει τα δεδομένα της εποχής.
Γίνεται ταυτόχρονα καταγραφή των κυριότερων μουσικών γεγονότων και των μουσικών που συμμετείχαν στη δεκαετία του ’60, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο ήταν και οι πρωταγωνιστές.
Να διευκρινίσω ότι δεν γίνεται καταγραφή όλων των μουσικών της περιοχής μας. Ενδεικτικά καταγράφονται και μουσικοί που πέρασαν από την Πάτρα ή διέμειναν μόνιμα σε αυτή. Σίγουρα θα υπάρχουν ελλείψεις, αλλά θέλω να πιστεύω ότι έγινε μεγάλη προσπάθεια να μελετηθούν τα γεγονότα και να καταγραφούν δειγματοληπτικά οι περισσότεροι μουσικοί.
Επίσης, περιγράφονται τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της εποχής, όπως αυτή καθορίζεται βιωματικά από τον κάθε μουσικό.
Ομως, ας κάνουμε μια γενική αναφορά στην εποχή όπως τη βίωσε ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα από βιώματα και ιστορικές αναφορές.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960
Οι νέοι της δεκαετίας του 1960, και ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα της Ελλάδας -με βάση την Αθήνα-, είχαν σε γενικές γραμμές πιο άμεση ενημέρωση για πολλά νέα συμβάντα και γεγονότα που συνέβαιναν ανά τον κόσμο σε σχέση με την επαρχία.
Οσον αφορά τη μουσική, άκουγαν ραδιόφωνο. (Εκείνη την εποχή άρχισαν να εκπέμπουν οι λεγόμενοι ερασιτεχνικοί-αυτοσχέδιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί ή πειρατικοί. Είχε ξεκινήσει και η τεχνολογία με σχολές (ηλεκτρολόγων-ηλεκτρονικών.) Διάβαζαν καλλιτεχνικές εφημερίδες, μουσικά περιοδικά, πολλοί είχαν πικάπ και δίσκους, έφθαναν νέα μέσω των φοιτητών του εξωτερικού…
ΛΑΜΠΗΣ ΚΡΟΚΙΔΑΣ
Ο μουσικός Λάμπης Κροκιδάς αφηγείται ανάμεσα στα άλλα:
«Μετά την Πάτρα πήγα στην Αθήνα, στην ”ΚΑΛΥΒΑ”. Δουλεύαμε στην οδό Καυταντζόγλου, με μαέστρο τον Κώστα Πρέντα. Ενα Σάββατο κάναμε απεργία και δεν ανεβήκαμε να παίξουμε γιατί μας χρωστούσαν λεφτά. Γεμάτο το μαγαζί και δεν ανεβαίναμε, μέχρι που μας έδωσαν. Ετσι ανεβήκαμε αργοπορημένα και τη Δευτέρα μας διώξανε όλους!
Ετσι πήγαμε στο Ρόττερνταμ, ήταν ένας οργανίστας από την Καβάλα, εγώ πήγα σαν μπασίστας. Καμπαρέ, που το είχε Ελληνας, με στριπτίζ, κανονικό, με χορεύτριες. Παίζαμε ξένα και ελληνικά. Μια φορά είχαμε μείνει με οχτώ γυναίκες και αυτός τράβαγε τα μαλλιά του ”Πω πω! Δεν έχουμε γυναίκες!”. Γνωρίσαμε δυο κοπέλες που ο πατέρας τους, Ελληνας, είχε εστιατόριο στο Κάτεντρεχτ (Katendrecht), εκεί που έχει τις βιτρίνες. Είναι μια συνοικία δίπλα στο Ρόττερνταμ, κοντά στο λιμάνι. Στο Αμστερνταμ πάλι τα ίδια, βιτρίνες με γυναίκες και τέτοια.
Μετά βρήκα τον Κώστα Σίμο, που έπαιζε φλάουτο και ήταν μαέστρος. Επαιζε στην Αθήνα στα θέατρα, με τον Ζακ Ιακωβίδη. Στην Μπαντίνα ήμα-σταν μαζί μ’ αυτόν. Μαζί, λοιπόν, πήγαμε μ’ ένα καράβι του Χανδρή, που έκα-νε τον γύρο της υδρογείου. Πήγαινε Αυστραλία και γύριζε Ατλαντικό, Ινδικό, Ειρηνικό, περνάγαμε το κανάλι του Παναμά και μετά γύριζε Σαουθάμπτον…».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο μουσικός Γιάννης Νικολόπουλος («Πόδιας») αφηγείται ανάμεσα στα άλλα:
«Παίξαμε στις ”ΔΑΦΝΕΣ” με τον Μίμη Καραλή. Σαν Bats παίζαμε σε πολλά πάρτι, στου Μίμη Δημόπουλου το σπίτι και σε άλλα.
Τότε είχαν βγει σαν συγκρότημα οι Spiders, πιο καλοί από μας, αλλά και πιο πριν από μας. Παίζανε απογευματινά στο ”VILLY’S PARK” και τσακώθηκαν και έφυγαν. Βρήκαμε ευκαιρία και πήγαμε στη Βουρβούλια -τη γυναίκα του- και της είπαμε ότι έχουμε συγκρότημα. Εμείς πηγαίναμε στα απογευματινά, παρακολουθούσαμε τα συγκροτήματα, τι παίζουν, πώς παίζουν κ.λπ. Το Ρε+ το έμαθα από έναν κιθαρίστα από ένα συγκρότημα, τους Police Brothers, που έπαιζε εκεί. Είδα τον κιθαρίστα που έπαιζε το Ρε+ και έφυγα απ’ το μαγαζί με το χέρι έτσι, όπως το πιάνουμε! Πήγα από τις Ιτιές στο Κάστρο που έμενα με τα πόδια, γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για λεωφορείο, όπως είπα, με το χέρι έτσι! Το αποτύπωσα και ξαναπήγα πάλι πίσω με τα πόδια στο απογευματινό! Είχε έρθει επίσης στο ”VILLY’S PARK” ο Domenico Montunio. Πρέπει να ήταν το 1966.
Οι Spiders παίζανε μόνο ξένα τραγούδια, ήταν πάρα πολύ καλοί, είχαν βγάλει και ένα τραγούδι. Τότε όμως υπήρχαν εγωισμοί, ποιος είναι καλύτερος, ποιος φέρνει πιο πολύ κόσμο και τέτοια. Εκεί κάναμε διαγωνισμούς. Είχε έρθει ένα συγκρότημα, οι Vikings, στο οποίο έπαιζε κιθάρα ο Αντώνης Βαρδής…».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News