Η αφήγηση των Σμυρνιών παππούδων – 1922: «Η περιφρόνηση που πληρώσαμε» 

Αφηγήσεις της Μικράς Ασίας της καταστροφής και τη ζωή στη νέα πατρίδα της ελπίδας

Σμυρνιών

Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΓΝΗ*

ΣμυρνιώνΣε ποια ηλικία συνειδητοποίησα άραγε ότι ναι μεν γεννήθηκα στην Πάτρα αλλά από τη γενιά του πατέρα μου είμαι Σμυρνιός; Είναι σα να με ρωτάς πότε συνειδητοποίησα ότι ο φοβερός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε 15 μόλις χρόνια πριν γεννηθώ. Αδύνατο να απαντηθεί τέτοια ερώτηση.

Δύο πράγματα από την τρυφερή παιδική ηλικία μού έρχονται πρώτα στο μυαλό για τη Σμύρνη: το τσάι και ο Τσακιτζής.

Τσάι: η μεγαλωμένη στη Σμύρνη γιαγιά με έμαθε να πίνω τσάι. Τη 10ετία του ’60 στην Πάτρα το τσάι ήταν ακόμα μια ασυνήθιστη επιλογή. Ο Τσακιτζής ήταν εικονογραφημένο ανάγνωσμα στην εφημερίδα «Ακρόπολη» που διάβαζε ο Σμυρνιός παππούς (αν και βενιζελικός/κεντρώος  όπως όλοι οι Σμυρνιοί, διάβαζε δεξιά εφημερίδα, περίεργο). 3 σκίτσα Τσακιτζή όλα κι όλα κάθε μεσημέρι, δεν κουραζόταν έτσι πολύ ο παππούς, ούτε κι εγώ). Μάλιστα 30 χρόνια μετά, έπεσε κάπου το μάτι μου στο βιβλίο «Ο Τσακιτζής» του Γιασάρ Κεμάλ και το αγόρασα τιμής ένεκεν. Ευκαιρία να το ανοίξω … τώρα. Λοιπόν ο Τσακιτζής ήταν «εφές των ζεϊμπέκηδων» (αντάρτης/αρχιληστής) στα βουνά γύρω από τη Σμύρνη που τα έβαζε με τους Οθωμανούς χωροφύλακες και λήστευε κυρίως τους τσιφλικάδες. Με τη λεία αυτή βοηθούσε και τους φτωχούς. Ένας Τούρκος Ρομπέν των Δασών (φυσικά τον Ρομπέν τον έμαθα μερικά χρόνια αργότερα με τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα».

Οι πιο σοβαρές ιστορίες για τη Σμύρνη που θυμάμαι από τα χρόνια της εφηβείας: Παππούς και γιαγιά σώθηκαν χωριστά (δεν ήσαν παντρεμένοι ακόμα) χάρη σε διασυνδέσεις με ξένους («Λεβαντίνοι» είναι ο συνήθης ιστορικός όρος για τους Άγγλους, Γάλλους, Αμερικανούς, Ιταλούς, Αυστριακούς κλπ που ήταν εγκατεστημένοι από πολλές δεκαετίες στο πολύ πλούσιο λιμάνι της Σμύρνης). Η γιαγιά είχε επαφή με Άγγλους βασικά διότι πήγαινε σε αγγλικό σχολείο στο Μπουτζά, ενώ ο παππούς σώθηκε χάρη σε γνωριμία με Ιταλούς. Το 1962, για την επέτειο των 40 χρόνων από την Καταστροφή του ’22, ο παππούς δημοσίευσε στην «Πελοπόννησο» μια σειρά άρθρων με τις αναμνήσεις του από την καταστροφή, τα οποία ανέσυρε τυχαία ο αδελφός μου από τα αρχεία. Εν ολίγοις, ο (τυχερός) παππούς είχε περάσει όλο το ταξίδι όρθιος στην κουπαστή χωρίς να μπορεί να κουνηθεί σχεδόν διότι ο ένας διασωθείς ήταν πάνω στον άλλο. Καθώς το πελαγωμένο ελληνικό κράτος δεν είχε επιτρέψει ακόμα στα πλοία αυτά να πάνε προς τον Πειραιά (πού να τους βολέψει όλους αυτούς τους ξεσπιτωμένους;), το πλοίο πήρε πορεία νοτιοδυτικά και βρισκόταν στα ανοιχτά του Λακωνικού Κόλπου όταν ο παππούς άκουσε από κάποιους να λένε: «Μας πάνε στη Βραζιλία». Θα  το άντεχε κι αυτό βέβαια, 22 χρονών ήταν. Ευτυχώς ήρθε μετά σήμα από Αθήνα ότι είχε δοθεί η άδεια να αράξει το πλοίο στον Πειραιά. Αναζήτησε τη γιαγιά στους προσφυγικούς κατακλυσμούς του Πειραιά, και καθώς είχε ήδη δουλέψει για μια αμερικανική εταιρία εμπορίας καπνού, τον έστειλαν να αναλάβει το γραφείο τους στην Πάτρα. «Να πως γίναμε Πατρινοί, παιδάκι μου».

 

Μεγαλώνοντας συνειδητοποιήσαμε ο αδελφός μου κι εγώ ότι ποτέ δεν μας τα είπαν όλα. Ειδικά για το τέλος των δύο προπάππων μας που έζησαν την καταστροφή σε ώριμη ηλικία. Κανείς από τους δυο δεν έφτασε στην Πάτρα. Ο ένας μάλλον είχε προλάβει να πεθάνει από φυσικό θάνατο. Ο άλλος όχι, κάτι πολύ κακό θα του συνέβη. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ήταν ευκατάστατος κτηματίας στο Μπουτζά. Γενικά, τα της σφαγής δεν ήταν θέμα συζήτησης στο σπίτι. Οικεία κακά προφανώς. Δυο πράγματα θυμάμαι επίσης: ο παππούς είχε υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό. Θα είχε μάλλον κι αυτός τη θλιβερή τύχη όσων βρέθηκαν στα τάγματα εργασίας (ήδη προ της καταστροφής είχε αρχίσει η εθνοκάθαρση) αν δεν τον έφερνε πίσω από το στρατό κάποια σημαντική γνωριμία. Η γιαγιά μιλούσε λίγο περισσότερο. Σε μια στιγμή εθνικής αυτοκριτικής είχε μιλήσει για την περιφρόνηση των συνήθως ευκατάστατων Ελλήνων προς τους κατά κανόνα φτωχότερους (χαμάληδες κλπ) Τούρκους. «Την πληρώσαμε αυτή την περιφρόνηση», είπε. «Δεν ήσαν κακοί άνθρωποι οι Τούρκοι».

ΣμυρνιώνΦυσικά στον πόλεμο όλοι γίνονται κακοί…

Βρέθηκα στη Σμύρνη προ ετών περνώντας για λίγες ώρες από τη Χίο. Τα κτίρια είχαν καεί τότε σε συντριπτικό ποσοστό ως γνωστόν, έτσι δεν υπάρχει κάποια ατμόσφαιρα από τα παλιά για να συγκινηθείς. Με εντυπωσίασε η γεωγραφική πλευρά: αυτός ο ατελείωτος κόλπος. Μου χτύπησαν και οι πολύ φαρδιές τσιμεντένιες αποβάθρες μπροστά σε άχρωμες πολυκατοικίες. Χωρίς όμως κόσμο να βολτάρει δίπλα στη θάλασσα. Ο Έλληνας οδηγός της εκδρομής έσπευσε να πει: «τις αποβάθρες τις έφτιαξαν γιατί πιο πριν ο κόσμος εδώ ψάρευε από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών».

100 χρόνια μετά η ιστορία προχωρά ακάθεκτη αλλά η πίκρα δεν σβήνει …

*Ο Βασίλης Μάγνης είναι Πατρινός που ζει στις Βρυξέλλες και εργάζεται στις υπηρεσίες της ΕΕ.