Κολάσεως και Καρχαριών

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

O Πύργος της Κολάσεως. Θυμάσαι την ταινία, προφανώς, σαρανταπέντε χρόνια μετά, τους ήρωες, τις σκηνές, τις μεταπτώσεις, τα δραματικές εξάρσεις, τα νερά να σβήνουν τη φωτιά και να αποφέρουν συμβολικά την κάθαρση. Σου είχε κάνει βαθιά εντύπωση. Μπορείς να θυμάσαι μια ταινία επί μισό αιώνα. Τα πραγματικά δυστυχήματα, για πόσο καιρό τα θυμάσαι; Η τέχνη και η πραγματικότητα δεν είναι το ίδιο. Η τέχνη μπορεί να σου αφηγηθεί μια πλαστή πραγματικότητα και να σε μετατρέψει σε πρωταγωνιστή ή μάρτυρά της. Εχεις ανάγκη αυτή την ταύτιση. Κάθεσαι στις οθόνες και ρουφάς πληροφορίες, λεπτομέρειες, εικόνες, εξιστορήσεις για τη νεότερη τραγωδία των Τεμπών- υπήρχαν κι άλλες νωρίτερα, αλλά τι έχουν διδάξει;- επιδιώκοντας να γίνεις μέρος της. Αλλά ευτυχώς δεν είσαι.

Είσαι μακριά, είσαι ασφαλής, τέλειωσαν τα καρναβάλια σου, κρέμασες τις στολές σου, οι φίλοι σου έχουν φτάσει εδώ και μέρες στις Αθήνες και στα σπίτια τους. Να που αρκεί ένα τσακ, ένα λάθος γύρισμα κλειδιού, για να μη φτάσουν κάποιες δεκάδες άλλοι στα σπίτια τους ποτέ, να αφήσουν μια θέση στη μνήμη κι ένα καμένο κάθισμα. Ένα τσακ, μια σφαλερή λειτουργία στα καλώδια του μυαλού, εκεί που μια σκέψη μπλοκάρει την επαγωγική της προηγούμενης, με μια καταστροφική παρεμβολή.

Νομίζεις πως λειτουργείς κανονικά, αλλά έχεις αφήσει φώτα αναμμένα, συσκευές να καίνε, πόρτες ξεκλείδωτες, παιδιά να περιμένουν στη γωνία. Ο διάβολος μας υπνωτίζει. Στη δουλειά μας αυτό γίνεται όλη την ώρα. Τουλάχιστον δεν έχει πεθάνει κανείς από αυτό, δεν ρίξαμε αεροπλάνο, δεν σκοτώσαμε ασθενή, δεν σύραμε δύο τρένα στον μαύρο θάνατο. Η εβδομάδα ξεκίνησε με έναν κατάλευκο ουρανό, σαν λήθη, σαν αιωνιότητα, σαν αγνότητα συμπαντική. Και τώρα αυτό το λευκό βάφτηκε από αίμα και κάπνα.

Μετακινήσεις. Η μηχανή της μνήμης βάζει μπροστά, θυμάσαι οσμές από εξατμίσεις,
τσιγαρίλα, κάθισμα συνθετικό, φώτα λιπόσαρκα, ασθενικά, μελαγχολία, αέρηδες από παντού να ζώνουν τους σταθμούς κάτω από τα κρύα τους υπόστεγα. Κόσμος άσχετος, και κόσμος φίλος, μια παιδιάστικη ανάγκη να γειτονέψεις με έναν οικείο, μια δυσκολία να διαβάσεις, μια ανία όταν να διαβάσεις δεν μπορείς, θέλεις να μιλήσεις αλλά όχι να σου μιλήσουν απαραιτήτως, και πάντως όχι εκεί που προσπαθείς να καρφώσεις στο ημίφως μια δεύτερη παράγραφο, στα σκοτάδια δεν διακρίνονται οι οδοδείκτες, οι πινακίδες οι χιλιομετρικές. Τα τζάμια τρίζουν, οι ώρες σε βαριούνται και στο δείχνουν. Το ρολόι σου κάνει μούτρα και οι δείκτες κινούνται αργά. Οι μυρωδιές ανακατεύονται και σε ανακατώνουν. Θέλεις να φτάσεις, να τρέξεις, να φας, να πιεις, να φορτώσεις τη βαλίτσα σε έναν πελαργό χειροδύναμο. Φαγώθηκε στους δρόμους της επαρχίας, μικρούς και μεγάλους, στενούς και φαρδιούς, ένα κομμάτι της ζωής σου, σκούρο και άχαρο.Αλλά το τέλος κάθε διαδρομής ήταν μια αρχή, μια νέα εβδομάδα, μια νέα ιστορία, μια πιθανότητα χαράς, μια ασφαλής ρουτίνα. Τα ταξίδια μπορεί να είναι μια πίκρα, ένα στομάχι στυφό, ένα ρίγος. Αλλά όχι και θάνατος. Δεν μας συνέβη ποτέ αυτό.

Οι Πύργοι της Κολάσεως, οι Σεισμοί, τα Σαγόνια των Καρχαριών, ήταν απλά, σαρκοβόρα, διομισάωρα ψέματα του ποπ κορν και της γκαζόζας. Δεν μπορεί να σε σκοτώνουν δύο τρένα που δεν καταφέρνουν να συνεννοηθούν. Δεν μπορεί ένα ταξίδι να τιμωρείται θανάσιμα. Αλλά εδώ είναι Ελλάδα, να μου πεις. Όλα τα μπορεί. Και τα Κολάσεως και τα Καρχαριών. Ποτέ πια, διαβεβαίωσε ο πρωθυπουργός. Αλλά γιατί δεν το σκεφτόταν πριν, το ποτέ και το πια. Ερώτηση: Αν ένας σταθμάρχης κάνει λάθος στη σύνδεση τρένου με ράγες, πώς μπορεί η καταστροφή να
αποτραπεί; Χωρίς να φτάσουμε σε θανάτους, σε θρήνους και σε παραιτήσεις που τιμούν τους υπουργούς; Γιατί τα τρένα δεν μιλούν μεταξύ τους; Δεν την κάναμε την ερώτηση αυτή πριν, την κάνουμε τώρα, μισό αιώνα μετά το προηγούμενο δυστύχημα, και σαρανταπέντε θανάτους μετά το δυστύχημα των Τεμπών.