Μιχάλης Μακρόπουλος: «Η καλή λογοτεχνία ρωτάει χωρίς ν’ απαντά»

Οι ιστορίες του, εκείνες που διαδραματίζονται στην Ηπειρο, αλλά και οι άλλες, οι δυστοπικές, έχουν αγαπηθεί και εξυμνηθεί από κοινό και κριτικούς. Με τη νέα του νουβέλα «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» (εκδ. Κίχλη), γυρίζει σελίδα, χρίζοντας ηρωίδα του μια αινιγματική γυναίκα του ’90, που σε κεντρίζει να την εξερευνήσεις και να την κατανοήσεις. Κι αυτό, γιατί ο Μιχάλης Μακρόπουλος έκανε, και πάλι, σπάνια λεπτοδουλειά με τους χαρακτήρες και την αφήγηση, παρασύροντάς μας στα βαθιά μιας ακόμα σαγηνευτικής ιστορίας του. Πλασμένης άρτια, με εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που προ(σ)καλούν τον αναγνώστη να τις ανακαλύψει και ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο. Οποία απόλαυση. Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλά στην «Π».

-Με τη «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» φυσάει ένας αέρας αλλαγής στο συγγραφικό σας σύμπαν των τελευταίων δέκα -τόσα δεν είναι;- ετών. Το αποφασίσατε επειδή…;

Η αλήθεια είναι πως υπήρχαν έτοιμα διάφορα κείμενα των τελευταίων χρόνων, που θα μπορούσαν να εκδοθούν -ωστόσο, κανένα «δυστοπικό». Επειτα από σκέψη, τελικά αποφάσισα, και το συναποφασίσαμε στη συνέχεια η εκδότριά μου η Γιώτα Κριτσέλη κι εγώ, πως αυτήν τη στιγμή η «Μαργαρίτα» ήταν το καλύτερο. Μακριά από την Ηπειρο (και την «ταμπέλα» του «ηπειρώτη συγγραφέα»), μακριά από τη δυστοπία (και τη συνακόλουθη ταμπέλα). Και, προφανώς, είναι μια ιστορία που αγαπάω πολύ.

-Στήνετε τη νουβέλα σας στην Αθήνα και δη στα λημέρια σας, στο Παγκράτι, δεκαετία ’90 με τους οικονομικούς μετανάστες εξ Αλβανίας άρτι αφιχθέντες. Ο λόγος αυτών των επιλογών σας;

Η γειτονιά μου είναι μια προφανής επιλογή. Μπορώ ν’ ακολουθώ τα βήματα των χαρακτήρων μου -και πολλές λεπτομέρειες, π.χ. στο διαμέρισμα της Μαργαρίτας, είναι παρμένες από το πατρικό μου. Ετσι, είμαι κι εγώ μέσα στην ιστορία της Μαργαρίτας, της Ματζλίντα-Ελευθερίας, του Κώστα. Δεν ήθελα να μπλέκεται στα πόδια μου η οικονομική κρίση, οι οικονομικοί μετανάστες να ʼχουν το στάτους που είχαν τη δεκαετία του ʼ90 (δύσκολα θα υπήρχε σήμερα μια Ματζλίντα), η αθηναϊκή μικροαστική τάξη να ʼναι εκείνης της εποχής (με τα χριστουγεννιάτικα τραπεζώματα που περιγράφω, κ.λπ.) και να μην έχουν ακόμα γίνει οι συζητήσεις που γίνονται τώρα για την παραδοσιακή θέση της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια -γι’ αυτούς όλους τους λόγους επέλεξα εκείνη την εποχή.

-Πώς προέκυψε η Μαργαρίτα Ιορδανίδη,  που αγαπά τα μυθιστορήματα, το γράψιμο, τη φαντασία, απεχθάνεται την επιφάνεια, αλλά έχει στερηθεί τη συγκολλητική ουσία του υγιούς εσωτερικού κόσμου -την αγάπη;

Από σκέψεις που έκανα για την ταυτότητα -για το τι πάει να πει «εγώ είμαι εγώ». Ποιος εγώ; Ποιος είμαι -τι με ορίζει; Ετσι γεννήθηκε η ιστορία. Ετσι γεννήθηκε η Μαργαρίτα.

-Στον αντίποδα της Μαργαρίτας -σε λουλούδι παραπέμπει το όνομά της-, ο Κώστας -γήινο το δικό του. Με τα «κουτάκια» του, τους λογαριασμούς του -καθότι λογιστής- την επιθυμία του να είναι «ένας ανάμεσα στους πολλούς». Τι σας ιντρίγκαρε ενόσω πλάθατε το αταίριαστο αυτό ζευγάρι;

Μα, η ίδια η ιστορία αυτού του παράδοξου ταιριάσματος! Διαρκώς αναρωτιόμουν, γιατί; Ποιος ο λόγος για τούτη την κίνηση; Για κείνη την απόφαση; Μ’ αρέσουν οι ερωτήσεις. Απεναντίας, δεν μου πολυαρέσουν οι απαντήσεις όταν δίνονται ρητά. Για τους ανθρώπους, το φέρσιμό τους, δεν υπάρχουν ρητές απαντήσεις -δεν μπορούν να υπάρξουν. Μόνον ερωτήσεις.

-Πρωταντικρίζοντας τον Κώστα, η Μαργαρίτα αδυνατεί να πλάσει ιστορίες γι’ αυτόν. Εχει τύχει να γνωρίσετε τέτοια άτομα; -και αν ναι, σας ελκύουν ως συγγραφέα;

Δεν είμαι σίγουρος, αν έχω γνωρίσει τέτοια ακριβώς, «άγραφα» άτομα. Ωστόσο, ο Κώστας είναι απλώς ο μοχλός της ιστορίας. Το κέντρο της είναι η Μαργαρίτα και η Ματζλίντα, αυτά τα δύο είδωλα σ’ αντικριστούς καθρέφτες. Ο Κώστας μού ʼναι εντέλει ξένος. Και για τον εαυτό του τον ίδιο είναι ένας ξένος. Αλλά τις ανάσες της Μαργαρίτας -αυτές τις ακολουθώ από πιο κοντά.

-Η Ματζλίντα-Ελευθερία, η γυναίκα από την Αλβανία στην ιστορία σας, κουβαλάει κι αυτή κάποια «κενά» εντός της, αφού φοράει και βγάζει το όνομά της σαν ρούχο. Σας απασχολεί το θέμα του ασαφούς «είναι». Της ταυτότητας που παραπαίει μεταξύ φωτός και σκιάς. Θα μας πείτε;

Η Ματζλίντα-Ελευθερία γεννήθηκε από την ίδια συγγραφική μήτρα με τη Μαργαρίτα Ιορδανίδη. Οι δυο γυναίκες πλάστηκαν ταυτόχρονα, με το που άρχισα να αναρωτιέμαι σχετικά με την ταυτότητα. Η πρώτη μου ιδέα, προτού υπάρξει αποκρυσταλλωμένη η ιστορία, ήταν πως θα ʼναι για δύο «εναλλάξιμες» γυναίκες. Ωστόσο, δεν υπάρχουν «εναλλάξιμοι» άνθρωποι. Η ταυτότητα της Μαργαρίτας, στραβοφορεμένη από την ίδια παιδιόθεν, στραβοφοριέται από τη Ματζλίντα-Ελευθερία επίσης. Και, ναι, είναι κάτι που μ’ απασχολεί. Καταρχάς, σ’ εμένα τον ίδιο. Μη λησμονείτε, ένας συγγραφέας κρύβεται πίσω από τις ιστορίες του -ακόμα κι αν γράφει «αυτομυθοπλασία».

-Ξεδιπλώνετε τη σχέση των τριών κεντρικών χαρακτήρων μέσω φλας μπακ. Τι σας ζόρισε περισσότερο σε αυτή την ιστορία που, απαίτησε πολύ και βαθύ εσωτερικό «σκάψιμο» στους χαρακτήρες;

Το ένα έφερε τ’ άλλο. Οι πολλές μικρές λεπτομέρειες γέννησαν κι άλλες. Ηταν σαν παζλ, μα ήδη συναρμολογημένο στο μυαλό μου από ένα σημείο κι έπειτα, κι έμενε μόνο να μεταφερθεί στο χαρτί. Οταν είχα πια βρει τον σωστό τόνο, η ιστορία η ίδια μ’ έσπρωχνε προς το τέλος της. Γράφτηκε ως έχει ακριβώς, με το μοντάζ να φτιάχνεται κατά τη συγγραφή της. Οι σκηνές με τη Μαργαρίτα γεννούσαν αυτές με τη Ματζλίντα-Ελευθερία, και τανάπαλιν. Κι οι χαρακτήρες ήταν όλες τους οι μικρές κινήσεις -με το που πλάστηκαν αυτές, είχαν πια πλαστεί και οι ίδιοι.

-Εντονη η θλίψη στη νουβέλα σας, και, νομίζω, απούσα μια ανεπαίσθητη έστω αισιοδοξία. Γιατί;

Γιατί; Πώς να ξέρω; Θα απαντήσω αφελώς. Γιατί αυτή ήταν η ιστορία μου. Την υπηρέτησα. Με τη νότα αισιοδοξίας, θα την πρόδιδα -όπως θα πρόδιδα το «Μαύρο νερό» εάν τελικά δεν είχα αυτήν τη νότα αισιοδοξίας.

-Φως, στις ζωές των ηρωίδων σας δίνουν κάποια μεγάλα λογοτεχνικά έργα. Η συμβολή τους, κατ’ εσάς, στη ζωή μας;

Καταρχάς, ψυχαγωγική. Αν αγαπάς τη λογοτεχνία, αγαπάς τη λογοτεχνία. Να, τώρα διαβάζω το To the Lighthouse της Woolf, που δεν το ʼχα διαβάσει μέχρι τώρα -και οι φράσεις μου κόβουν μερικές φορές την ανάσα. Η συμβολή της καλής λογοτεχνίας στη ζωή; Οτι ρωτάει χωρίς ν’ απαντά και δείχνει χωρίς να εξηγεί. Η απάντηση, έτσι κι αλλιώς, είναι η ερώτηση.

-Και μια ερώτηση της επικαιρότητας. Ακροδεξιά στη Γαλλία. Σχόλιό σας;

Λυπηρό κι αναμενόμενο…