Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης έρχεται στην Πάτρα για το «Μινόρε» και μιλά στην «Π» για το οδοιπορικό του
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μιλάει στην «Π» για το μουσικοθεατρικό οδοιπορικό που περιγράφει τη διαδρομή του ρεμπέτικου, μέσα από τα σκοτάδια και τους καπνούς του Πειραιά του ’30…
Η πολυσυζητημένη παράσταση «Το Μινόρε», σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, έρχεται και στην Πάτρα, στο Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Πατρών, το Σάββατο 9 και την Κυριακή 10 Απριλίου.
Πρόκειται για μια σπουδαία θεατρική παραγωγή, βασισμένη στη θρυλική τηλεοπτική σειρά «Το Μινόρε της Αυγής» των Βαγγέλη Γκούφα και Φώτη Μεσθεναίου, η οποία είχε κάνει πρεμιέρα στις 14 Ιανουαρίου 1983 από την τότε ΕΡΤ.
Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και ο χαρισματικός Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ο οποίος είχε κάνει και τη μουσική επιμέλεια της παράστασης. Μιλάει στην «Π» γι’ αυτό το μουσικοθεατρικό οδοιπορικό που περιγράφει τη διαδρομή του ρεμπέτικου, μέσα από τα σκοτάδια και τους καπνούς του Πειραιά του ’30…
«ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΟΜΟΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ»
Πώς ακριβώς έρχεται στην Πάτρα η παράσταση; Εχουν γίνει αλλαγές σε σχέση με τις παραστάσεις της Αθήνας, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά στα σκηνικά;
Θα δείτε την παράσταση όπως είναι ακριβώς! Οπως παίχτηκε και όπως θα παίζεται όπου και να ταξιδέψει. Καμία απολύτως διαφορά, παρά μόνον όσες είχε από το ένα θέατρο των Αθηνών σε ένα άλλο για λόγους προσαρμογής του χώρου.
Πόσο δύσκολες αποδείχθηκαν οι αναπόφευκτες αναγωγές, συγκρίσεις ή ταυτοποιήσεις, σε σχέση με τους ηθοποιούς που ενσάρκωναν τότε τους ήρωες και τη γενικότερη ατμόσφαιρα, της τηλεοπτικής σειράς;
Νομίζω ότι αν είχαμε αυτό τον φόβο, δεν θα έπρεπε να παίζουμε, ειδικά ρόλους που έχουν παιχτεί από τεράστιους ηθοποιούς, είτε στο θέατρο είτε σε παλαιότερες ταινίες. Προσωπικά, μόνο σπαράγματα θυμάμαι από εκείνη τη σειρά, αφού ήμουν πάρα πολύ μικρός ηλικιακά και μέχρι στιγμής δεν την έχω ξαναδεί. Οπότε δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα.
«ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ»
Την παράσταση τη συνοδεύουν κολακευτικές κριτικές και θετικός απόηχος. Πώς καταφέρνει η παράσταση να αποφεύγει μία απλή ρετρό μουσική αναπαράσταση και να αποστασιοποιείται από γραφικούς νοσταλγικούς εξωραϊσμούς;
Δεν ξέρω να σας πω τον τρόπο. Πάντως, την κάναμε με μεγάλη αυστηρότητα, με αίσθηση του μέτρου και με πολύ μεράκι και αγάπη. Αυτό ίσως μπορεί να τα εξηγήσει όλα. Σε τεχνικό επίπεδο θα έπρεπε να πάρουμε πολύ περισσότερο χρόνο, που δεν θα αφορά ούτε τους αναγνώστες ούτε τους ακροατές.
Εχουμε να κάνουμε με μία μουσική παράσταση ή με μία παράσταση που πραγματεύεται τη μουσική; Πόσο εύκολη ήταν η ισορροπία της πρόζας με τη μουσική;
Γι’ αυτό θα πρέπει να ρωτήσετε το σκηνοθέτη και όχι τον μουσικό επιμελητή (γελάει…). Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι ήταν δύσκολο εγχείρημα και πρόκειται για μία θεατρική παράσταση που πραγματεύεται τη μουσική και η μουσική έχει κυρίαρχη θέση, αλλά δεν θα μπορούσαμε να την εντάξουμε σε κάποια κατηγορία, να πούμε δηλαδή ότι είναι μιούζικαλ ή θεατρική παράσταση.
«ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ, ΖΗΛΕΥΩ…»
Υπάρχει κάτι που ζηλεύετε από την εποχή εκείνη που αναβιώνει το έργο; Κάτι αξιοσημείωτο από εκείνη την περίοδο, που ενδεχομένως έχει εκλείψει από τις μέρες μας;
Να σας πω τι δεν ζηλεύω: Τη δύσκολη εποχή αυτή του μεσοπολέμου και στην Ελλάδα και ευρύτερα, την τρομακτική φτώχεια αυτών των ανθρώπων, τον τρόμο και την ένδεια που βίωναν. Από την άλλη, ζηλεύω αυτούς τους χαρακτήρες που έχουν άλλη αξιακή κλίμακα από τη δική μας και αυτό που θα ήθελα είναι να έχω ζήσει δίπλα σε τόσο μεγάλους δημιουργούς, δίπλα σε τέτοια ακατανόητα μουσικά ταλέντα, να γνωρίσω την μαγική εκείνη έμπνευση που είχαν.
«ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ»
Στα χρόνια του διαδικτύου, της ψηφιακής εποχής και της απομακρυσμένης επικοινωνίας, πώς καταφέρνει μία τέτοια παράσταση που πραγματεύεται μία εντελώς διαφορετική εποχή, αντίληψη και φιλοσοφία, να είναι τόσο ελκυστική για το κοινό;
Είναι περίεργο που αυτά τα θέματα χωρίς να έχουν έντονο το στοιχείο της νοσταλγίας, λειτουργεί υπό όρους η νοσταλγία από κάτι που δεν έχουμε ζήσει. Ισως, να είναι αυτό που φανταζόμαστε ότι ήταν εκείνη η εποχή, ίσως η επιλεκτική μνήμη να έχει φιλτράρει όλα τα αρνητικά και τις δυσκολίες και να έχει αφήσει μόνο το γλυκό εκείνο απόηχο. Νομίζω ότι λειτουργεί έτσι και μάλιστα με την καλύτερη έννοια της νοσταλγίας. Αλλωστε, (η νοσταλγία) δεν έχει πάντα ενδιαφέρον, αν είναι μία ωραιοποίηση των πραγμάτων.
«ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΘΗΚΕ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ»
Πώς προσεγγίζουν την παράσταση οι νεότεροι θεατές; Ποια είναι η φιλοφρόνηση που δεχθήκατε από θεατή, η οποία σας γέννησε ικανοποίηση;
Νομίζω το πιο σημαντικό, που ήταν και προσωπικός μου στόχος αλλά και προσδοκία όλων μας, ήταν να πουν «το ευχαριστήθηκε η ψυχή μου». Και αυτό το ακούσαμε. Αυτό όμως που είναι η συνισταμένη όλων των σχολίων είναι το «Ρε, με συγκινήσατε…». Αυτό είναι σημαντικό.
Ποια, κατά τη γνώμη σας, αποδείχθηκε η μεγαλύτερη δυσκολία της παράστασης και της αναβίωσης εκείνης της εποχής μέσα από αυτή την παραγωγή;
Οι δυσκολίες ήταν αρκετές, όπως είναι πάντα σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Στην αναμέτρηση με το υλικό, στην αναζήτηση των χαρακτήρων, αλλά αυτό συμβαίνει πάντα. Εδώ, όμως, είχαμε δυσκολίες σε τεχνικό κοινωνικά επίπεδο. Οι καραντίνες, οι διαρκείς αναβολές, οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να είναι.
Υπήρχαν οι αντιξοότητες της εποχής λόγω της γενικότερης κατάστασης, αλλιώς οι δυσκολίες για μία παράσταση πάντα είναι ίδιες, είτε είναι φαινομενικά πιο εύκολο να προσεγγίσεις ένα τέτοιο έργο, είτε ένα πολύ σπουδαίο, όπως ένα αρχαίο δράμα. Ισως, εδώ να είναι λίγο πιο εύκολα τα πράγματα, αλλά όλα αυτά είναι θεωρητικά.
«Η ΣΧΕΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ»
Με ποια κριτήρια κάνατε τις επιλογές του μουσικού υλικού και ποια η σχέση ζωής που έχετε με το ρεμπέτικο;
Η σχέση μου με το ρεμπέτικο είναι σχεδόν βιωματική. Γεννήθηκα σε μία οικογένεια και σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που το λαϊκό τραγούδι, η συνέχεια του ρεμπέτικου, ήταν μέρος της καθημερινότητας. Το ίδιο συνέβαινε και στο ραδιόφωνο εκείνης της εποχής. Αλλά με το ρεμπέτικο καθαρά, συναντιέμαι στα φοιτητικά μου χρόνια ακούγοντας πράγματα που αφενός μου είναι άγνωστα αλλά πολύ οικεία ταυτόχρονα, γιατί από τους επιγόνους γνωρίζω ή κάποια από τα τραγούδια τους στις επανεκτελέσεις τους έργα αλλά ως έννοια του ρεμπέτικου και στην πιο καθαρή του μορφή, γίνεται στα χρόνια τα φοιτητικά γιατί συναντιέμαι με μουσικούς οι οποίοι έχουν εντρυφήσει στο είδος, αναζητούν τις πρώτες εκτελέσεις και κουβεντιάζουν συνέχεια γι’ αυτό, οπότε εγώ ως ερασιτέχνης ρεμπετολόγος της παρέας, προσπαθώ να μάθω όλα τα γύρω από το ρεμπέτικο. Οχι όμως για λόγους φιλολογικούς, κυρίως από ένα ακατανόητο ενδιαφέρον, γιατί δεν έχω καμία σχέση με τη μουσική. Κυρίως από αγάπη, γιατί και ο τρόπος διασκέδασης μας είναι αυτός, οπότε υπάρχουν αυτά τα δύο στοιχεία.
Η επιλογή από τη μία ήταν πολύ δύσκολη, γιατί για την περίοδο που μιλάμε από το ’30 μέχρι το ’40 περίπου, έχουμε τουλάχιστον 10.000 τραγούδια εκ των οποίων τα 700-800 είναι αριστουργήματα. Συνεπώς υπήρχαν δύο σημαντικά κριτήρια. Ενα να μην αφήσουμε μεγάλους δημιουργούς απ’ έξω, πράγμα που δεν το κατόρθωσα γιατί δεν γινόταν να συμπεριληφθούν όλοι, και δεύτερον τα τραγούδια να συνάδουν με την ατμόσφαιρα του έργου, γιατί με τον τρόπο που τοποθετήθηκαν έπρεπε να προχωρούν το συναίσθημα που δημιουργεί το κείμενο ή να το ανατρέπουν και να το οδηγούν κάπου αλλού. Αυτό ακούγεται λίγο φλου, και είναι (γελάει), αλλά δεν μπορώ να το εξηγήσω παραπάνω. Το άλλο ήταν το κομμάτι το αυθαίρετο, αυτά μου αρέσουν ή αυτή τη στιγμή εκείνα νιώθω ότι πρέπει να συμπεριληφθούν. Αν το έκανα σε άλλη χρονική περίοδο, ίσως είχε κάποιες διαφορές, η βάση του όμως θα ήταν ίδια.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News