Ο Μάιος μας έφτυσε

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Καλό μήνα. Εμείς ονειρευόμαστε εκδρομές, ευωδιές από ανθισμένα λειβάδια και τολμηρές πρώιμες βουτιές, αλλά ο μήνας μπήκε με ψιλόβροχο, για να μας ανακαλέσει στην προεκλογική τάξη. Οι υποψήφιοι, στο μεταξύ, χαιρετίζουν την Εργατική Πρωτομαγιά, γιατί πάρα μας έχουν πάρει αγωνιστικούς. Γυαλίζει το μάτι μας στις δημοσκοπήσεις. Κρατάμε αποστάσεις, κρατάμε μούτρα στα κόμματα εξουσίας. Δεν χρειαζόμαστε την απλή αναλογική για να παρεμποδίσουμε τις αυτοδυναμίες. Φαντάζει πολύ πιθανό να μην αναδειχθεί κυρίαρχη παράταξη ούτε στις 2 Ιουλίου. Και τότε θα χρειαστεί να γίνει αυτό που οι Έλληνες απεχθανόμαστε, στην πολιτική και αλλού: Να συνεργαστούμε. Τι άλλο έμελλε να πάθουμε στον νέο αιώνα; Να που ίσως το περάσουμε κι αυτό.

Όχι πως η συνεργασία είναι τόσο φρικτή. Απλώς παρουσιάζει μια σοβαρή δυσκολία: Θέλει δύο και περισσότερους. Κι εμείς καλά καλά ούτε με τον εαυτό μας δεν τα βρίσκουμε. Πάρτε για παράδειγμα τον Μητσοτάκη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετωπίζει στο εσωτερικό του κόμματός του. Αμ και ο Ανδρουλάκης. Ο Τσίπρας τα πάει καλύτερα: Δεν είναι ότι τον υπολήπτονται τόσο πολύ, αλλά ξέρουν ότι είναι ο μόνος που έχει πέραση στις μάζες. Ο Βαρουφάκης, αντίθετα, είναι ανάποδη περίπτωση. Οι δικοί του τον πάνε, εκείνος δεν τους πάει. Γενικά δεν είναι άνθρωπος που πάει τους άλλους, φαίνεται αυτό. Ο Βελόπουλος είναι επίσης ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι σίγουρο ότι τον εκτιμούν οι ψηφοφόροι του, αλλά όταν βλέπεις ότι αλληλογραφεί με τον Ιησού, γίνεσαι πιο προσεκτικός. Ο Κουτσούμπας, αντιθέτως, εκτιμάται πολύ από τους δικούς του, αλλά οι δικοί του παλιότερα εκτιμούσαν ακόμα και τον Χρούστσεφ, που χτυπούσε το τακούνι του στα έδρανα του ΟΗΕ. Εχουμε βέβαια και τον Κασιδιάρη που τον λατρεύουν οι δικοί του επειδή μισεί όλους τους υπόλοιπους, με ένα μίσος αποτυπωμένο στο πρόσωπό του σαν διαρκές χαρακτηριστικό, όπως η μορφή του Ντόριαν Γκρέι στο πορτρέτο.

Ο Μητσοτάκης μας προσέφερε μια από τις ορθολογικότερες κυβερνήσεις όλων των εποχών έχοντας σαν πολύτιμο σύμμαχο τις νέες τεχνολογίες που του επέτρεψαν έναν δραστικό εκσυγχρονισμό στο κράτος, αλλά όχι τόσο βαθύ όσο θα χρειαζόταν, όπως καταδείχθηκε με την τραγωδία των Τεμπών, η οποία του αναίρεσε καθοριστικά ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα: Ο,τι και να πεις, ο άλλος σου απαντάει «Τέμπη». Αλλά δεν είναι βέβαια αυτή η αιτία του μαγκώματος των ψηφοφόρων. Είναι η αφορμή, είναι η δικαιολογία που καθαγιάζει το βαθύτερο υπόβαθρο της δυσφορίας. Η οποία έγκειται στην ενοχοποίηση του ορθολογισμού- αυτόν βλέπουμε, μ’ αυτόν θα τα βάλουμε- για όσα ζητήματα μας ταλαιπωρούν και μας προβληματίζουν. Ο ένας αγρίεψε για το ακριβό ρεύμα, ο άλλος για τα ακριβά τρόφιμα, ο τρίτος για την αδυναμία του να εξυπηρετηθεί από την πολιτική με τον παλιό, δοκιμασμένο τρόπο, τη στιγμή που τρέφεται με την- όχι αβάσιμη- πεποίθηση ότι τα τείχη έχουν στηθεί για τους πολλούς: Οι εκλεκτότεροι τον πετυχαίνουν τον διορισμό τους στα πόστα. Και μπροστά ο πρωθυπουργός να μιλάει για αξιολόγηση και αξιοκρατία.

Η αξίωση για αυτοδύναμες κυβερνήσεις υπονομεύεται από τον ετσιθελισμό που καλλιεργεί η αυτοδυναμία. Την ίδια στιγμή, διαπιστώνοντας ότι η φύση των προβλημάτων πλέον δεν προσφέρεται για μαγικές λύσεις- που τίποτα δεν έλυναν, αλλά σώρευαν λογαριασμό για το μέλλον- όπως στο παρελθόν, κατέστησε την πολιτική λιγότερο ερωτεύσιμη από όσο παλιά. Ο πραγματισμός δεν ταιριάζει με την νεοελληνική μας φύση και τον πολιτικό μας πολιτισμό, όπως αυτός καλλιεργήθηκε μέσα από τη διαπαιδαγώγηση των κομματικών μηχανισμών. Πλέον συνειδητοποιούμε ότι και οι υποσχέσεις είναι αέρινη υπόθεση, εξ ου και δεν τραβάει ο ΣΥΡΙΖΑ όσο θα δικαιολογούσε το περιεχόμενο της ρητορικής του απέναντι «στη χειρότερη κυβέρνηση όλων των εποχών», ένας χαρακτηρισμός που ναρκοθετεί την αξιοπιστία της αντιπολίτευσης. Πες ό,τι θες για τον Μητσοτάκη, αλλά όχι αυτό, όταν επί των ημερών σου έκλεισαν οι τράπεζες.

Κάτω από τις περιστάσεις αυτές, η συνεργασία δείχνει πιο λογική επιλογή. Ο ορθολογιστής που δεν το παραδέχεται, εκθέτει τον ίδιο τον ορθολογισμό του. Ο Ανδρουλάκης που φαντάζει ως ρυθμιστής, θέτει λογικούς όρους, πλην ενός: Ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας, αλλά Ποπάι, σε σέιλορ μαν, του-του. Αλλά και οι άλλοι, ποιόν όρο θέτουν; Ο μεν δεν συζητάει με κανέναν, ο δε μιλάει για «προοδευτική διακυβέρνηση», χωρίς μια συγκεκριμένη προοδευτική ιδέα, πέραν του «δικαιοσύνη παντού», που το λέει αυτός που κυνηγούσε απηνώς τους πολιτικούς αντιπάλους, από Σαμαρά και Στουρνάρα, μέχρι Γεωργίου και Βενιζέλο.

Δεν ακούμε και πολλή αξιοπιστία, δηλαδή. Όχι βέβαια πως είναι η αξιοπιστία αυτή που κυρίως χρειαζόμαστε όπως επανειλημμένα έχουμε αποδείξει.