Ο Β. Γκοτσόπουλος για το διπλό πλήγμα του κορονοϊού: «Δεν κατάφερα ούτε τα μάτια να τους κλείσω…»

Περίπου μισή ώρα κράτησε η κουβέντα μας… Δεν χρειάστηκε να κάνω περισσότερες από 5-6 ερωτήσεις… Κι αυτές με πόνο ψυχής. Δεν είναι εύκολο να ρωτάς πράγματα έναν άνθρωπο που σε 20 μέρες έχασε πατέρα και μάνα, και μάλιστα με τόσο απόμακρο και απάνθρωπο τρόπο… Και οι δύο ξεψύχησαν στη ΜΕΘ στο ΠΠΝ Πατρών στο Ρίο. Χτυπημένοι από κορονοϊό.

Ούτε στον πιο ορκισμένο εχθρό σου δεν εύχεσαι να ζήσει αυτό που έζησε εδώ κι ένα μήνα ο Βασίλης Γκοτσόπουλος… Το προσωπικό δράμα του αντιδημάρχου Δυτικής Αχαϊας ξεπερνάει κάθε φαντασία…

Μιλούσε και δεν τον διέκοπτα. Γιατί μιλούσε η ψυχή του, η καρδιά του… Ο,τι έλεγε, έβγαινε απ’ τα σωθικά του… Κάμποσες φορές, έσπασε. Ακουγόταν τρεμουλιαστή η φωνή του. Καταλάβαινα ότι με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά του…

«Εύχομαι να μην το νιώσει κανένας… Αλλά πραγματικά είναι κάτι πολύ βαρύ. Και το κάνει ακόμα πιο βαρύ ότι ήταν και εντελώς αναπάντεχο… Μέχρι τις 14 Μαρτίου, πριν αρχίσει ο εφιάλτης, προγραμματίζαμε κανονικά τη ζωή μας. Τι θα κάνουμε το Πάσχα, πώς θα περάσουμε, αν θα βάλουμε ελιές, πότε θα ραντίσουμε ένα αμπελάκι που έχουμε…».

«Ναι. ακριβώς όπως το είπατε. Ηταν απόλυτα μάχιμος ο πατέρας. Εχουμε στο χωριό ένα κτήμα 4 στρέμματα περίπου, που έχει μέσα και ζώα, και ελιές, και λουλούδια, και κήπο. Όλα τα συντηρούσε ο πατέρας μου. Είχε δύναμη, είχε ζωή μέσα του. Δεν είχε κανένα σοβαρό πρόβλημα. Μικροπροβλήματα. Ένα χάπι για την πίεση. Είχε κάνει πριν χρόνια και επέμβαση με στεντ, αλλά η καρδιά του, όπως έλεγαν οι γιατροί, ήταν πολύ γερή».

«Πάντα όταν χάνεις το γονιό σου, ακόμα κι αν είναι κατάκοιτος, ακόμα κι αν δεν μπορεί να σου μιλήσει, να σε καταλάβει, ακόμα κι αν το περιμένεις, είναι βαρύ το συναίσθημα. Φανταστείτε πώς είναι να χάνεις και τους δύο γονείς σου σε λιγότερο από ένα μήνα χωρίς να το περιμένεις, από το πουθενά…».

«Οι γονείς μου ασθένησαν με διαφορά 4 ημερών, Προσπαθήσαμε στο σπίτι, αρχικά, με παροχή οξυγόνου και με ό,τι μας συμβούλεψαν οι γιατροί, αλλά παραμονή της 25ης Μαρτίου μπήκαν και οι δύο μαζί στο Νοσοκομείο στο Ρίο. Εφυγαν από το σπίτι με το ίδιο ασθενοφόρο και μπήκαν στη κόβιντ 2, στην ΩΡΛ, σε διαφορετικά δωμάτια. Την επομένη μέρα, η μητέρα μου, παρότι αρχικά ο οργανισμός της ανταποκρίθηκε στη θεραπεία που της έγινε, υπέστη ολική πνευμονική εμβολή και ανακοπή, διασωληνώθηκε, αλλά δεν τα κατάφερε…».

«Οι γιατροί μάς συνέστησαν να μην πούμε τίποτα στον πατέρα μου, γιατί θα επηρεαζόταν η ψυχολογία του, κάτι που έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία. Εδώ αρχίζει το τραγικά ανθρώπινο κομμάτι… Φανταστείτε έναν άνθρωπο αυτής της ηλικίας να νοσηλεύεται απομονωμένος σ’ ένα δωμάτιο ενός Νοσοκομείου χωρίς να μπορεί να δει τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τη γυναίκα του. Να τον χαϊδέψουν στο κεφάλι, να τον τρίψουν, να του πουν μια κουβέντα. Κι εσύ να ‘σαι συνεχώς μπρούμυτα, γιατί έτσι πρέπει να είσαι συνέχεια για ν’ ανταποκριθεί το πνευμόνι. Καταλαβαίνετε την ψυχολογία αυτού του ανθρώπου;».

«Να δίνει τη δική του μάχη ζωής και την ίδια στιγμή έχει να σκεφτεί και τη μάχη ζωής που δίνει ο σύντροφός του. Ενας σύντροφός του, η μητέρα μου, με την οποία επί 52 χρόνια και 4 μήνες έζησαν μαζί, αχώριστοι, σιαμαίοι. Ζούσε ο ένας για τον άλλο. Να γιατί δεν έπρεπε να μάθει…».

«Ναι, την αναζητούσε συνεχώς… Στους γονείς μου είχα πάρει ένα κινητό τηλέφωνο. Ενα απλό τηλέφωνο, παλιάς τεχνολογίας, με πλήκτρα, για να μην μπερδεύονται. Δεν χρειαζόντουσαν δύο, γιατί ήταν πάντα μαζί. Το πήρε, λοιπόν, ο πατέρας μου το κινητό μπαίνοντας στο Νοσοκομείο… Από την πρώτη μέρα, κι ενώ η μητέρα μου είχε πεθάνει, άρχισε να μου λέει… «μα κι εσύ βρε παιδάκι μου, γιατί δεν πήρες άλλο ένα τηλέφωνο στη μάνα σου να μπορούμε να μιλάμε μαζί της;». Μπορείτε να καταλάβετε πώς ένιωθα εκείνες τις στιγμές. Και προφασιζόμουν πως δεν μπορούσα να βρω ίδια συσκευή που να ήξερε να τη χειρίζεται και η μαμά.. Τι να του έλεγα; Οι γιατροί άλλο που δεν μου τόνιζαν: ο πατέρας σας πρέπει να επικεντρωθεί στο δικό του αγώνα και βασικός παράγοντας είναι η ψυχολογία του…».

«Μέχρι και την περασμένη Παρασκευή με ρωτούσε και του έλεγα πως πάει καλά η μαμά, απλά είναι λίγο πιο πίσω από σένα, είναι βαρύτερη η πνευμονία της. Τελευταία φορά μιλήσαμε Παρασκευή βράδυ. Σάββατο πρωί διασωληνώθηκε, από τότε δεν ξαναμιλήσαμε και δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ…».

«Μέχρι τότε, είχαμε καθημερινή επαφή, μόνο τηλεφωνικά φυσικά. Είναι μια απάνθρωπη ασθένεια και γι’ αυτούς που νοσούν, και για τους δικούς τους ανθρώπους απ’ έξω. Δεν κατάφερα ούτε να τους  αποχαιρετήσω. Τους αγκάλιασα Τετάρτη, 24 Μαρτίου, που έφευγαν από το σπίτι κι έμπαιναν στο ασθενοφόρο… Η μάνα μου πέθανε την επομένη μέρα. Ας πούμε ότι ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός. Ο πατέρας μου, όμως, έζησε άλλες 22 μέρες μετά το θάνατο της. Αυτός έφυγε δίχως να τον αποχαιρετήσω…».

«Είναι πιο βαρύ ακόμα και από την απώλειά τους. Μπορείτε να με καταλάβετε; Αυτό το συναίσθημα σε σκοτώνει… Πέθαναν οι γονείς σου και δεν μπόρεσες να τους κλείσεις τα μάτια. Οποια άλλη ασθένεια και να ήταν, είσαι δίπλα τους, τους χαϊδεύεις το κεφάλι, τους κλείνεις τα μάτια, τους νεκροφιλάς. Κι εγώ δεν κατάφερα ούτε πεθαμένους να τους δω…».

«Είναι νομοτελειακό τα παιδιά να θάβουν τους γονείς τους. Εγώ είμαι 50 ετών, η αδελφή μου 48. Φτιάξαμε οικογένεια. Με τον κόπο τους και τον ιδρώτα τους, οι γονείς τους μας άφησαν κάτι, μας ενίσχυσαν, έφτιαξαν μια περιουσία μεσαίας οικογένειας. Υπάρχουν, όμως, άνθρωποι που μένουν στο έλεος, Πέθανε πριν λίγο καιρό ένα παιδί 43 ετών από το Λιμνοχώρι. Αφησε τρία παιδιά πίσω του, το ένα αβάπτιστο. Αυτές είναι πολύ σκληρές περιπτώσεις. Αυτό, όσο κι αν φαίνεται παράξενο ίσως, μας δίνει μια παρηγοριά».

«Ο πατέρας μου έκανε το τεστ 16 Μαρτίου και βγήκε θετικός στις 18. Μέχρι 24 Μαρτίου το οξυγόνο του ήταν 96-97, είχε λίγο πυρετό και λίγες κρυάδες. Ξημερώματα Τετάρτης, 24 Μαρτίου, το οξυγόνο έπεσε στο 77. Μέσα σε 8 ώρες ακριβώς. Κατέρρευσε μέσα σε μια νύχτα. Είναι πολύ ύπουλη αρρώστια. Ξυπνώντας λοιπόν εκείνο το πρωί, μου είπε…«Βασίλη, δεν θα τα καταφέρω… Δεν πέφτει ο πυρετός, έχω δύσπνοια. Είμαι άτυχος…». Του έδωσα κουράγιο, αλλά…»

«Η μητέρα μου κόλλησε από την αδελφή μου, η οποία κόλλησε από το σύζυγό της, ο οποίος κόλλησε από κάποιον ασυμπτωματικό. Ετσι γίνεται. Γαϊτανάκι.. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Κι εμείς προσέχαμε πολύ, αλλά μας ήρθε από κει που δεν το περιμέναμε».

«Είχα να έρθω στο σπίτι των γονιών μου και να φάμε μαζί από την Πρωτοχρονιά. Και μετά, ξανασμίξαμε 28 Φλεβάρη, στα γενέθλια του πατέρα μου. Κρατάγαμε απόσταση. Δυστυχώς στις 7 Μαρτίου, τότε που κόλλησε τον ιό η γυναίκα μου, είχε κάποιο πρόβλημα, κάλεσε την αδελφή μου κι εκεί έγινε το κακό… Θέλει πολλή προσοχή, δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει το κακό».

«Θέλω να ευχαριστήσω απ’ την καρδιά μου τον πνευμονολόγο Αργύρη Τζουβελέκη, έναν υπέροχο επιστήμονα και άνθρωπο, και την υπεύθυνη της ΜΕΘ, Φωτεινή Φλίγκου, που είναι και συμπατριώτισσα και οικογενειακή φίλη μας. Εκαναν υπεύθυνα, ρεαλιστικά  ό,τι μπορούσαν. Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ και στον πνευμονολόγο Κώστα Σπυρόπουλο, που τον είχαμε ως τεχνικό σύμβουλο απ’ την αρχή της περιπέτειας».

* Ο πατέρας του, ο Αριστείδης Γκοτσόπουλος, ήταν 76 χρόνων. Και η μάνα του, η Αγγελική, 74.

 

«Ολόψυχα στο πλευρό του…»

Προσωπική δήλωση για το θάνατο του Αρίστου Γκοτσόπουλου έκανε ο δήμαρχος Δυτικής Αχαϊας Σπύρος Μυλωνάς:

«Ο κορονοϊός χτύπησε αλύπητα την οικογένεια του Βασίλη που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έχασε και τους δύο του γονείς. Είναι ένα πλήγμα από το οποίο κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να συνέλθει εύκολα. Σε αυτήν την πολύ δύσκολη γι’ αυτούς στιγμή, εγώ και ολόκληρη η δημοτική αρχή βρισκόμαστε ολόψυχα στο πλευρό του».

 

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΕΡΓΑΝΕΛΑΚΗ