Οι βαριοπούλες ως βαρύτερο δικαίωμα

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τόσο μακρινή η Θεσσαλονίκη. Η ιλαροτραγωδία περί την αίθουσα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου που θεωρείται περιουσιακό στοιχείο του αντισυστημικού «κινήματος», απαλλοτριωμένο ορμητήριο των συγκεκριμένων πυρήνων, με όρους ετσιθελικής χρησικτησίας, αφενός προκαλεί κάθε δημοκρατικό πολίτη, αφετέρου είναι μια ευκαιρία να αναλογιστούμε την εθιμική τάση για σχετικοποίηση της νομιμότητας που επικρατεί στη χώρα μας.

ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ παρατηρείται ένα εντελώς «ελληνικό» φαινόμενο: Να θεωρούμε κατοχυρωμένο δικαίωμα στην παρανομία κάθε παράβαση που μπορεί να αποτελέσει παράδοση συλλογικής δραστηριότητας και έκφρασης. Αλλά ο νόμος δεν μπορεί να ισχύει μερικώς, με κριτήριο πόσο αποτελεσματική είναι η βαριοπούλα που κρατάει ο παραβάτης. Ούτε βέβαια μπορεί να βλέπουμε με συμπάθεια ή αντιπάθεια μια αυθαιρεσία, πολλώ δε μάλλον όταν υποστηρίζεται με βίαια μέσα, ανάλογα αν κυβερνά το κόμμα μας ή το κόμμα του αντιπάλου.

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ λιγότερο αφορά τη δημιουργία μιας πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης και κυρίως άπτεται της πολιτικής ωριμότητας που για πολλά χρόνια αποτέλεσε ειδος σε ανεπάρκεια στη χώρα μας. Αλλά και η βιβλιοθήκη, επιτέλους, δεν είναι αμελητέο ζήτημα, είτε το δει κανείς πρακτικά είτε συμβολικά.

ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΟ, ΑΛΛΑ ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑΕΙ;

ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΟ το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ: Να τους στείλουμε πίσω «τον λογαριασμό», μας προσκαλεί η ανακοίνωση του κόμματος στην Αχαΐα, ενόψει του συνεδρίου.

ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ασφαλώς στην επίκαιρη και τη μεταφορική σημασία του όρου. Και φυσικά εννοεί ότι η αποφυγή του βαρέος κόστους του ρεύματος ήταν κάτι που μπορούσε να είχε αποφευχθεί με άλλους χειρισμούς. Και εντέλει με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

ΕΙΝΑΙ δικαίωμα και υποχρέωση της αντιπολίτευσης να υποστηρίζει τη δική της πρόταση εξουσίας. Αλλά δεν παύει να διερωτάται ο πολίτης πόσο αποτελεσματικότερος θα μπορούσε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2022 από τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015 και αν θα έπρεπε να ριψοκινδυνεύσουμε ένα νέο κλείσιμο τραπεζών.