Όταν το σκέιτ έγινε επανάσταση στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία του ’70 και του ’80

Η Διευθύντρια του Τσεχικού Κέντρου Αθήνας Λούσυ Κουλιγκόβα μας μιλά για τον κομμουνισμό και την αντίσταση του σκέιτ με αφορμή το ντοκιμαντέρ «King Skate» που θα προβληθεί τη Δευτέρα στο Σινέ Παντάνασσα

Όταν

Μια ιδιαίτερη προβολή μας ετοιμάζει για τη Δευτέρα 4 Ιουλίου ο «γυμνός οφθαλμός» στο Σινέ Παντάνασσα.

Πρόκειται για το ντοκιμαντέρ «King Skate», η οποία πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Τσεχικό Κέντρο Αθήνας και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Νίκος Καββαδίας, πρόκειται για μία προβολή που ενώνει δύο αστεγίες της Πάτρας: τους αστέγους κινηματογραφόφιλους και τους αστέγους σκεητάδες, που, ελλείψει άλλης λύσης, εδώ και δεκαετίες, αναγκαστικά, μετέτρεψαν την Πλατεία Παντανάσσης (κι άλλα σημεία της πόλης) σε σκέητ πάρκο.

Θα μπορούσε το σκέιτ να είναι μία μορφή επανάστασης; Όσο περίεργο και να φαίνεται, αυτό ήταν για την Τσεχοσλοβακία του ’70 και του ’80. Η Διευθύντρια του Τσεχικού Κέντρου Αθήνας Λούσυ Κουλιγκόβα, η οποία θα βρεθεί στην Πάτρα την Δευτέρα, μιλά στο pelop.gr για τις πολιτικές προεκτάσεις του συγκεκριμένου κινήματος, την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή, θυμάται τα δικά της εφηβικά χρόνια και μας εξηγεί γιατί ένας νέος πρέπει να δει το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.

Σκέιτ εκείνη την εποχή στη Τσεχοσλοβακία, πώς ήταν;

Οι σκεϊτάδες με αυτόν τον τρόπο είχαν την ευκαιρία να διαφοροποιηθούν, δηλαδή να δείξουν μία δική τους αντίσταση. Η δεκαετίες του ’70 και του ’80, στις οποίες αναφέρεται το ντοκιμαντέρ «King Skate» είναι ουσιαστικά τα δικά μου εφηβικά χρόνια. Και θυμάμαι πολύ καλά, και στο σχολείο, να κάποια αγόρια είχαν μακριά μαλλιά, θεωρείτο ότι ήταν κάτι το δυτικό και ήταν κατακριτέο. Όπως επίσης αν κάποιος από εμάς φορούσε μία μπλούζα με μία αναγραφή στα αγγλικά, πολλές φορές ο διευθυντής επέμενε να την βγάλει. Αυτός, το σκέιτ, ήταν ένας τρόπος δικός τους, χωρίς να κινδυνεύουν να τους κλείσουν φυλακή, να αντιδράσουν. Γιατί τα σκέιτ δεν πουλιόντουσαν στην Τσεχία, δεν υπήρχαν και τα παιδιά προσπαθούσαν να τα φτιάξουν μόνα τους ή έγραφαν στις ξένες εταιρίες, τους περιέγραφαν την κατάσταση στην Τσεχία, ότι δεν υπάρχουν υλικά, δεν υπάρχουν καν τα σκέιτ, και τους έστελναν τσεχικά κρύσταλλα ως ανταλλαγή για να τους στείλουν σκέιτ.

Εμάς μας φαίνονται όλα αυτά λίγο παράξενα, εσείς όμως τα έχετε ζήσει. Μπορείτε να μου περιγράψετε το πώς ήταν εκείνη η εποχή για έναν νέο άνθρωπο; Εκείνη την εποχή, στον δυτικό κόσμο υπήρχε μεγάλη ελευθερία.

Ήταν πολύ διαφορετικό για κάθε παιδί, ανάλογα με το σε ποια οικογένεια γεννήθηκαν. Αν είχαν την «τύχη» να γεννηθούν μέσα σε μια πλούσια οικογένεια που κάποτε είχαν εργοστάσια, ξενοδοχεία ή περιουσία μεγάλη την οποία την πήραν οι κομμουνιστές, σίγουρα υπήρχε διαφορετικό κλίμα μέσα στην οικογένεια και ήταν όλοι αντι-κομμουνιστές. Πολλές φορές αν είχαν στην οικογένεια κάποιον που είχε φύγει λαθραία στο εξωτερικό, η αστυνομία παρακολουθούσε τα τηλέφωνά τους, δεν μπορούσαν να πάνε ταξίδι στις δυτικές χώρες γιατί φοβόντουσαν ότι θα μείνουν και εκείνοι έξω. Αυτές οι οικογένειες περνούσαν λίγο πιο δύσκολα. Για άλλες οικογένειες, όπως η δική μου, η παιδική μου ηλικία ήταν φανταστική. Γιατί από την άλλη, δεν μας έλειψε απολύτως τίποτα. Τα πάντα ήταν δωρεάν, το εκπαιδευτικό σύστημα, το σύστημα υγείας ήταν σε πάρα πολύ καλό επίπεδο και κανένας γονέας δεν πλήρωνε τίποτα ακόμα και για τα χόμπι του παιδιού. Ήμουν από τους τυχερούς. Οπότε ήταν ανάλογα με το πού γεννήθηκε ο καθένας.

Όταν

Λούσυ Κουλιγκόβα

Όμως οι νέοι ήθελαν να κάνουν την δική τους επανάσταση. Ήταν το σκέιτ εκείνη την εποχή στην Τσεχοσλοβακία μία πολιτική δήλωση;

Ήταν. Τα παιδιά ήταν όλοι έφηβοι που το ξεκίνησαν. Ήταν μια πολιτική δήλωση εκ μέρους τους. Που και που τους μάζευε η αστυνομία αλλά το είχαν συνηθίσει, ότι έκαναν σκέιτ κάπου που δεν επιτρεπόταν. Τους μάζευαν για λίγο και τους άφηναν, ως εκεί.

Κοιτώντας τώρα αυτά τα χρόνια με τα μάτια του ενήλικα, πώς κρίνετε εκείνη την εποχή;

Δύσκολη περίοδος. Από το ’68 και μετά, μέχρι το ’89, την Βελούδινη Επανάσταση που τελείωσε το κουμμουνιστικό σύστημα, τα χρόνια δεν ήταν καλά. Ήταν δύσκολο να ταξιδέψει κάποιος, ήταν τα πάντα περιορισμένα. Ίσως δεν είναι σημαντικό το γεγονός ότι δεν υπήρχε μεγάλη ποικιλία προϊόντων στα ράφια αλλά είναι σημαντικό το ότι ο καθένας ένιωθε ότι δεν είναι ελεύθερος. Δεν μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Να προσέχει πάντα τι θα πει, με ποιον θα το πει, να μην πει κάτι αντι-κομμουνιστικό γιατί δεν ξέρεις πώς θα το δει ο άλλος. Υπήρχαν και αυτοί που μπορεί και να μην πίστευαν την κομμουνιστική ιδεολογία, αλλά σκέφτονταν «γιατί να κινδυνεύω και να κουράζομαι και να κουράζομαι εφόσον δεν έχει κανένα νόημα». Πολλές φορές γραφόντουσαν στο κομμουνιστικό κόμμα απλά για να έχουν την ησυχία τους, να μην φοβούνται για τα παιδιά τους ότι δεν θα μπορέσουν να μπουν σε ένα Πανεπιστήμιο. Μετά το ’68, στην Άνοιξη της Πράγας, φούντωσε μία ελπίδα ότι τελικά μπορούμε να έχουμε και τον κομμουνισμό αλλά να είναι με ανθρώπινο πρόσωπο, όπως περιμέναμε ότι θα γίνει τότε με τον Ντούμπτσεκ… Δεν το καταφέραμε, οπότε τα επόμενα χρόνια πολύς κόσμος απελπίστηκε, πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό κυρίως από τον καλλιτεχνικό κόσμο, συγγραφείς και θεατρικοί σκηνοθέτες. Για τους περισσότερους δεν ήταν ευχάριστη περίοδος.

Όταν

Σήμερα υπάρχει «παράδοση» στο σκέιτ στην Τσεχία, δεδομένου ότι εκεί έγινε και μία μικρή επανάσταση μέσω αυτού;

Νομίζω ότι αυτό το κύμα μετά το ΄89 έχασε τη δύναμή του και πλέον δεν υπάρχει. Δεν είχε αυτή τη δύναμη της αντίστασης, ανοίξανε τα σύνορα, ο καθένας μπορούσε να πάει παντού, να αγοράσει τα πάντα, οπότε κάπως το κύμα εξαφανίστηκε σιγά – σιγά.

Τι θα λέγατε στα παιδιά που σήμερα βλέπουν το σκέιτ ως ένα άθλημα ή μια ασχολία για να περνούν την ώρα τους;

Θα τους πρότεινα να δουν την συγκεκριμένη ταινία, γιατί θα δουν διαφορετικά το σκέιτ. Θα αποκτήσουν μια διαφορετική ματιά. Θα τους αρέσει ίσως και περισσότερο γιατί θα δουν ότι ίσως έχει και ένα άλλο νόημα από το απλά να «τσουλάω» και να κάνουν ένα άθλημα. Κάποτε είχε ένα άλλο άθλημα.

Τελικά μπορούν τα πάντα, όπως το σκέιτ, να γίνουν μια εξέγερση;

Δεν ξέρω αν μπορούν τα πάντα, αλλά σίγουρα πολλά πράγματα ναι. Πολλά πράγματα τα οποία δεν περιμένουμε ότι θα μπορούσαν να πουν κάτι παραπάνω, όπως το σκέιτ. Ποιος το περίμενε ότι ένα τέτοιο κύμα σκέιτ θα έχει και ένα άλλο νόημα;

Όλο αυτό ακούγεται και λίγο περίεργο στα αυτιά των πιο πολλών, ότι το σκέιτ αποτέλεσε ένα είδος επανάσταση.

Φανταστείτε ότι ο περισσότερος κόσμος στην Τσεχοσλοβακία δεν είχε ξαναδεί ποτέ σκέιτ, δεν ήξερε τι είναι. Και όταν βλέπαμε τα παιδιά – γιατί και στην πόλη μου υπήρχαν κάποια παιδιά που έκαναν σκέιτ – δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν, τι ήταν αυτή η σανίδα που τσούλαγαν. Ήταν πολύ παράξενο.

Όταν

Το σκέιτ συνοδευόταν και με έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής, ντυσίματος κλπ, ή όχι λόγω του φόβου της αστυνομίας;

Τα παιδιά, μαζευόντουσαν σε ομάδες και τα καλοκαίρια πήγαιναν σε δικές τους κατασκηνώσεις. Ήταν μια ολόκληρη κοινότητα που ζούσε με τον δικό του τρόπο, ήταν πιο απελευθερωμένη από όλες τις απόψεις. Δεν τηρούσαν τους κανόνες. Στις καλοκαιρινές τους κατασκηνώσεις έστηναν δικούς τους αγώνες σκέιτ, μέχρι που κατάφεραν να γίνουν και επίσημοι κανόνες. Έπρεπε βέβαια κάθε φορά να ζητάνε άδειες από τη διοίκηση του κάθε κομμουνιστικού κόμματος στην πόλη τους για να μπορούν να κάνουν επίσημα τους αγώνες αλλά τελικά τα κατάφεραν. Και αργότερα, τη δεκαετία του ’80 έγινε και ένα παγκόσμια πρωτάθλημα στην Τσεχία.

Γιατί θα λέγατε σε ένα νέο παιδί, είτε ασχολείται είτε όχι με το σκέιτ, να έρθει να δει την ταινία;

Γιατί στην ταινία θα μάθει για μία περίοδο που στην Ελλάδα δεν μπορεί να την φανταστεί κάποιος, ότι οι νέοι είχαν περιορισμούς, δεν μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, ότι υπήρχε πάντα κάποιος να τους επιβλέπει και να τους επιτρέπει ή όχι τι να κάνουν, ότι υπήρχε πάντα ένας αστυνόμος πίσω από το σβέρκο τους ή κάποιος που έκρινε την συμπεριφορά τους ή έψαχνε στην συμπεριφορά τους κάτι ύποπτο. Να δουν όλη αυτή η ατμόσφαιρα του «μήπως κάνω κάτι λάθος; Να προσέχω να μην κάνω κάτι» που υπήρχε. Και σίγουρα θα εκτιμήσουν την σημερινή ελευθερία και θα την εκμεταλλευτούν με τον σωστό τρόπο.