Υπάρχει ελπίδα;

Ο συντάκτης της “Π” Απόστολος Αναστασόπουλος γράφει για τα θέματα των ημερών.

Όταν είναι αρχές Αυγούστου, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να μην υπάρχει θέμα να ασχοληθείς και να απασχολεί τον κόσμο, και έχεις τουλάχιστον τρία σοβαρά θέματα επικαιρότητας να καταπιαστείς, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.

Διαλέγεις και παίρνεις: Φωτιές, περιστατικά φόνων και βίας κατά γυναικών ή κορονοϊός; Μας έμελλε το φετινό Αύγουστο να ζούμε καταστάσεις πρωτόγνωρες. Η χώρα κάηκε στην κυριολεξία, με βάση τις δηλώσεις των επιστημόνων έρχεται μπροστά μας ένας δύσκολος χειμώνας λόγω κορονοϊού και την ίδια στιγμή από την αρχή του 2021 έχουμε 7 περιπτώσεις φόνων γυναικών από τους συντρόφους τους. Και τα τρία μεγάλα θέματα έχουν ανησυχητικές ενδείξεις για την κοινωνία και τον τρόπο που σκέφτεται και λειτουργεί.

Από τη μία, ενώ οι καπνοί έχουν σκεπάσει την Ελλάδα, κυκλοφορούν πολλοί και διάφοροι λέγοντας την αποψάρα τους για τις φωτιές, για τους εμπρηστές, για τα μέτρα πρόληψης, για τον τρόπο κατάσβεσης, για τα αεροπορικά πυροσβεστικά μέσα, για τους πυροσβέστες που από επαγγελματίες ταβλαδώροι έγιναν ήρωες μέχρι να ξαναγίνουν ταβλαδώροι. Για όλα.

Από την άλλη, έχουμε το ανησυχητικό φαινόμενο της έξαρσης των περιστατικών βίας και δολοφονιών γυναικών. Σίγουρα πιο ειδικοί από μένα έχουν μιλήσει για το θέμα, αλλά επίσης σίγουρα δεν έχουμε ενδιαφερθεί αρκετά ως κοινωνία για να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας. Γιατί θέμα νοοτροπίας είναι. «Κυρία αιτία της μη καταγγελίας» λέει είναι «το ψυχολογικό βάρος, η αίσθηση “αυτοεξεφτελισμού” και το νομικό σύστημα που δεν επιβάλει ποινές ανάλογες του αδικήματος». Το θέμα δεν είναι η καταγγελία όμως, αλλά να μην υπάρχουν καθόλου αυτές οι συμπεριφορές. Και για να σταματήσουν να υπάρχουν τέτοιες συμπεριφορές, πρέπει οι νέες γενιές να μαθαίνουν από τα σπίτια τους πως οι γυναίκες δεν είναι κτίσματα κανενός.
Και τέλος, το θέμα των τελευταίων δύο χρόνων. Ο κορονοϊός που συνεχίζει να καλπάζει και πλέον δεν μας νοιάζει. Το μόνο που θέλουμε πλέον είναι να επανέλθουμε στους ρυθμούς μας, να μην χαλάει η διασκέδασή μας και να μπορούμε να κυκλοφορούμε. Καλώς τα θέλουμε όλα αυτά, αλλά τα θέλουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα. Ούτε εμβόλιο, ούτε μάσκες και μέτρα. Θέλουμε απλά να περιοριστεί η απειλή από μόνη της.

Δεν ξέρω πως λειτουργούν σε άλλες χώρες του πλανήτη. Είναι πιθανό όλα αυτά να είναι κοινά χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Ζώντας στην Ελλάδα όμως, με ενδιαφέρει τι κάνουμε εδώ. Και εδώ έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα νοοτροπίας. Δεν είναι άγνωστο πως είμαστε παντογνώστες, ούτε πως μας θα θέλαμε να έρχεται η πρόοδος χωρίς να μοχθήσουμε προσωπικά. Περνούν τα χρόνια όμως και κάτι πρέπει να κάνουμε.

Κάποτε θυμάμαι μεγαλύτερους να αναρωτιούνται: «Θέε μου σε τι κόσμο ζούμε;». Μεγαλώνοντας και αναλαμβάνοντας ρόλους σε αυτή την κοινωνία το ερώτημα παραμένει ίδιο με μια μικρή παραλλαγή για εμάς τους νεότερους προς τους μεγαλύτερους: «Αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος που παλεύατε να μας φέρετε;». Ελπίδα υπάρχει;