Γιάννης Οικονομίδης: «Ο Μουνής είναι ο καθρέφτης που αποφεύγουμε να κοιτάξουμε»
Ο Γιάννης Οικονομίδης μιλά για τη σιωπή που φωνάζει, τον “Μουνή” που γίνεται καθρέφτης μας και τη σκηνή που δεν παίζει ρόλους, αλλά ξεγυμνώνει αλήθειες.

Ένα κομμωτήριο κάπου στην ελληνική επαρχία. Μια πόλη μικρή, πνιγμένη στα κρυμμένα. Ανέκφραστοι έρωτες, χέρια που κρατούν κομπολόγια, φωνές πίσω από κλειστά παντζούρια. Κι ανάμεσά τους, ένας άνθρωπος χωρίς φωνή. Ένα βλέμμα που τα βλέπει όλα, ένα τραπεζομάντιλο που τα καταγράφει. «Ο Μουνής» της Λένας Κιτσοπούλου ανεβαίνει στο Επίκεντρο+ για δύο μόνο παραστάσεις στις 17 και 18 Μαΐου, σε μια παράσταση που μυρίζει αλήθεια, βία, χιούμορ και κάτι γνώριμα πικρό. Η σκηνική διασκευή της Νατάσας Παπαμιχαήλ αναπνέει πάνω στο σώμα μιας Ελλάδας που κάνει πως δεν βλέπει – αλλά σιγοβράζει.
Ο Γιάννης Οικονομίδης δεν υποδύεται απλώς έναν ήρωα. Στη σκηνή, γίνεται το τρίτο μάτι μιας κοινωνίας που δεν άλλαξε ποτέ. Μιλήσαμε μαζί του για τον «Μουνή» – αυτόν τον σιωπηλό παρία που ζωγραφίζει την ανθρώπινη μιζέρια χωρίς λέξεις, για τη διαχρονική αλήθεια του έργου της Λένας Κιτσοπούλου και για το πόσο δύσκολο είναι να υποστηρίξεις επί σκηνής αυτό που σε έχει κάποτε πληγώσει και εκθέσει. Μας μίλησε για την επαρχία που δεν άλλαξε ποτέ – είτε σε χωριό, είτε σε πολυκατοικία – και για το θέατρο που δεν παρηγορεί, αλλά σκάβει βαθιά. «Η παράσταση μάς άνοιξε άλλο μάτι», λέει. Και δεν εννοεί μόνο στη σκηνή.
Ο Μουνής παρουσιάζεται ως ένας σιωπηλός παρατηρητής μιας κοινωνίας, που γνωρίζει τα πάντα αλλά σιωπά. Πώς προσεγγίσατε αυτή τη σιωπή επί σκηνής;
Είναι μια υπέροχη μορφή ο άνθρωπος αυτός. Ένας ήσυχος άνθρωπος που βλέπει όλο το χωριό, όλη την κοινωνία του χωριού, και την αποθανατίζεις στα τραπεζομάντηλα του καφενείου. Γεννάει πράγματα, φέρει την ουσία του χωριού πάνω στα τραπεζομάντηλα και ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος που ουσιαστικά, ειρωνικά, σχεδιάζει, δημιουργεί και φτιάχνει έναν μικρόκοσμο όπως το βλέπουμε εμείς σαν τρίτο μάτι.
Είναι παρατσούκλι βέβαια το όνομά του. Προέρχεται από μια ιστορία που λέγεται μέσα στο έργο. Από εκεί και πέρα είναι ουσιαστικά, όπως είπα, η άποψη και η γνώμη που θα σχηματίσουμε κι εμείς βλέποντας αυτό το μικρόκοσμο, αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη της δεκαετίας του ‘80.
Σε τι διαφέρει ο κόσμος του Μουνή από την πραγματική κοινωνία;
Νομίζω ότι δεν διαφέρει καθόλου. Και αυτό είναι κάτι που μερικούς μας θλίβει, άλλους μας προβληματίζει, άλλους μας πονάει. Είναι μια κοινωνία που μοιάζει πάρα πολύ με την κοινωνία της Αθήνας, με την ελληνική κοινωνία κατ’ επέκταση. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικό το κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου, γιατί μιλάει ουσιαστικά για όλα τα προβλήματα και τις παθογένειες που έχει η ίδια η ελληνική κοινωνία. Εστιάζει με το μεγεθυντικό της φακό σε μια επαρχιακή πόλη, που όμως δεν έχει να «ζηλέψει» τίποτα από τους ανθρώπους που ζουν σε μια πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας. Είναι μια κοινωνία που θα ήταν πολύ ωραίο κάποια στιγμή, με ένα μαγικό τρόπο να αλλάξει, αλλά προφανώς θέλει πάρα πολύ δουλειά από όλους μας για να γίνει αυτό και ο Μουνής είναι ένας άνθρωπος που ουσιαστικά μας την παρουσιάζει.
Πρέπει να πω σ’ αυτό το σημείο ότι η αφήγηση που έχει ο Μουνής την έχει δημιουργήσει, την έχει φτιάξει ουσιαστικά η Νατάσα Παπαμιχαήλ, που έχει κάνει και τη διασκευή του διηγήματος της Λένας Κιτσοπούλου. Και με αυτόν τον τρόπο θέλει να βάλει λόγο στο Μουνή, γιατί στο έργο ο Μουνής δεν ακούγεται, δεν λέει πουθενά ούτε μια λέξη. Όλο το χωριό όμως κινείται γύρω από αυτό το πρόσωπο. Είναι ο παρίας, είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί πρόβλημα, είναι ένας άνθρωπος στον οποίο άλλοι ζηλεύουν, άλλοι μισούν. Και δεν αναφέρεται πουθενά ότι ο Μουνής ο ίδιος λέει έστω και μια κουβέντα.
Ποιος θα μπορούσε να είναι ο σύγχρονος Μουνής;
Θα μπορούσε να είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που καταπιέζονται ουσιαστικά μέσα τους, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βλέπουν με καθαρό μάτι το τι συμβαίνει γύρω τους, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που αγωνίζονται καθημερινά για να αλλάξει κάτι, ειδικά όσον αφορά τη βία, τα μυστικά και τα ψέματα κρυμμένα κάτω από το χαλάκι, την αλληλεγγύη που δύσκολα πια τη βρίσκουμε, την κοινωνικότητα, τη συμφιλίωση, την αγάπη, όλο αυτό το πράγμα.
Πολλοί άνθρωποι αγωνίζονται καθημερινά για να υπάρξει ένα σύνολο ανθρώπων που μπορούν να συνεννοηθούν, να αγαπήσουν, να προχωρήσουν, να κάνουν ένα βήμα παραπέρα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θεωρώ ότι έχουν μέσα τους τον Μουνή. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής όμως είναι κάτι το οποίο εγκλωβίζει αυτή τη πλευρά της προσωπικότητάς μας, αναγκαστικά, σε ένα αιώνιο τρέξιμο για την επιβίωση, για την φιλοδοξία και πολλές φορές αφήνουμε αυτό το μικρό παιδί στην άκρη.
Αν στο σήμερα ο Μουνής αντί να χρησιμοποιεί τα τραπεζομάντηλα της ταβέρνας, χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τι θα έγραφε;
Νομίζω ότι θα αποθανάτιζε πάλι με τα σκίτσα του τη θλιβερή πραγματικότητα.
Πάλι δεν θα είχε λόγια;
Πάλι δεν θα είχε λόγια ο Μουνής, γιατί από μόνο του τα σκίτσα του είναι από μόνα του μια ειρωνική ματιά πάνω στο τι συμβαίνει γύρω του. Είναι σαν αυτό που έλεγε ο Τσάπλιν, ότι από κοντά η ζωή είναι μια τραγωδία, από μακριά όμως αν τη δεις είναι μεγάλη κωμωδία.
Και η συγκεκριμένη παράσταση συνδυάζει και τα στοιχεία και της κωμωδίας και της τραγωδίας.
Βέβαια. Η αγαπημένη Νατάσα Παπαμιχαήλ έχει φτιάξει ένα έργο που έχει πάρα πολύ χιούμορ, γρήγορο ρυθμό, πολλές αλλαγές, όλοι μας κάνουμε τέσσερις και πέντε ρόλους. Και όλο αυτό, το να μπορούμε να μπαίνουμε από το ένα στο άλλο, συμβαίνει μέσα σε δευτερόλεπτα. Σε αυτή την παράσταση πάντα μας μένει αυτή γλυκόπικρη γεύση, όπως μας έμενε και στις ταινίες του Τσάπλιν.
Το έργο θίγει θέματα, όπως η πατριαρχία, η κοινωνική καταπίεση και η σιωπή απέναντι στην αδικία. Πώς αυτά τα θέματα επηρέασαν τη δική σας προσέγγιση;
Πάρα πολύ και πιστεύω επηρέασαν την προσέγγιση όλων μας, όχι μόνο τη δική μου. Και ήταν δύσκολο… Οι περισσότεροι έχουμε ζήσει σε χωριά για πολλά χρόνια της ζωής μας. Και εγώ έχω ζήσει σε δύο νησιά, τα οποία είχαν ακριβώς την ίδια κοινωνία στην οποία αναφέρεται η Λένα Κιτσοπούλου. Γι’ αυτό λέω ότι αυτή η παράσταση δεν πιάνει μόνο μια συγκεκριμένη επαρχία, πιάνει όλη την Ελλάδα. Ήταν δύσκολο γιατί όταν θέλεις να κλείσεις, να αφήσεις πίσω σου ανθρώπινες συμπεριφορές ή κακώς κείμενα ή ανθρώπους που σε έχουν τραυματίσει, όταν τους βλέπεις μπροστά σου και,όχι μόνο πρέπει να τους αποθανατίσεις, αλλά πρέπει να τους υποστηρίξεις κιόλας, είναι αρκετά δύσκολο. Παρ’ όλα αυτά η Νατάσα Παπαμιχαήλ ήταν και ψυχολόγος σε αυτές τις πρόβες και μας βοήθησε πολύ να το κάνουμε.
Ποιο είναι μεγαλύτερο «χωριό», ένα κανονικό χωριό ή ένας μικρόκοσμος μιας πολυκατοικίας του σήμερα;
Έχετε απόλυτο δίκιο. Είναι ένας μικρόκοσμος πολυκατοικίας του σήμερα. Και αυτό δεν είναι δικά μου λόγια, είναι λόγια νέων παιδιών που είδαν την παράσταση. Και όταν τους ρωτήσαμε, είπαν όλα τα παιδιά ότι ο μικρόκοσμος της πολυκατοικίας είναι μερικές φορές χειρότερος από αυτό στις επαρχίες. Γιατί ουσιαστικά σε ελέγχουν χωρίς να είναι σπίτι σου.
Και αυτό είναι τραυματικό και για νέα παιδιά. Η γιαγιά που κοιτάει τι ώρα γύρισες, τι ώρα έφυγες, οι φωνές ενός μικρού παιδιού που ξαφνικά σταματούν επειδή ο μπαμπάς έβαλε τις φωνές και ακούς άκρα του τάφου σιωπή και ανησυχείς, η μαμά που φοράει τα γυαλιά ηλίου το πρωί… Όλο αυτό το πράγμα που ζουν τα νέα παιδιά σε μια πολυκατοικία είναι πολύ χειρότερο από την μικρή κοινότητα της επαρχίας. Γιατί μιλάμε για μία πρωτεύουσα, μιλάμε για μεγάλες πόλεις που βρίσκονται πια στην ευρωπαϊκή, αν θέλετε ή υποτίθεται, πορεία, άρα βρισκόμαστε και στο 2025 που μερικά πράγματα, μερικές παθογένειες έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Αντιθέτως νομίζω ότι καλλιεργούνται και σε μεγάλο βαθμό.
Τι έχετε «πάρει» από αυτή την παράσταση και τι έχετε αλλάξει;
Αυτό που έχω δει και έχει αλλάξει μέσα μου, είναι να μην παίρνω τόσο βαριά τα πράγματα, να μην θεωρώ τα ασήμαντα πράγματα τόσο σπουδαία όσο παλιότερα, να τα αφήνω να περνάνε, ακόμα και τα πολύ άσχημα. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο μάθημα που πήρα μέσα από αυτό το έργο, το να μην αγχώνομαι με το παραμικρό και να μην αντιμετωπίζω πράγματα τα οποία είναι μεν σημαντικά, αλλά δεν θα μου στερήσουν και κάτι τρομερό στην ύπαρξή μου. Μπορώ να ζήσω και να τα αντιμετωπίσω και με διαφορετικό τρόπο.
Με λίγα λόγια, άνοιξα ένα άλλο μάτι στο να αντιμετωπίσω την καθημερινότητά μου. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό, για όσο κρατήσει.
Μετά από αυτή την εμπειρία, εσείς πώς βλέπετε πλέον το ρόλο του θεάτρου όσον αφορά την ανάδειξη αλλά και την κριτική των κοινωνικών παθογενειών;
Θεωρώ ότι ο ρόλος του θεάτρου είναι να αναδημιουργεί και να φτιάχνει πρότυπα, αλλά και να καυτηριάζει και να προβληματίζει τον κόσμο. Θεωρώ ότι η τέχνη γενικότερα, πρέπει να έχει αυτόν τον χαρακτήρα και να γίνεται καθρέφτης στους ίδιους τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν και εκείνοι να βλέπουν τον εαυτό τους, αλλά και να προβληματίζονται από το τι συμβαίνει. Για αυτό και θεωρώ το έργο της Λένας Κιτσοπούλου εξαιρετικό, παρόλο που έχει γραφτεί αρκετά χρόνια πριν. Γιατί, χωρίς να αποδομεί, χωρίς να καταστρέφει –κάτι που αγαπάει πολύ η Λένα Κιτσοπούλου- απλά σηκώνει έναν καθρέφτη και μας δείχνει το ποιοι είμαστε και τι κάνουμε. Και αυτό θεωρώ ότι πρέπει να κάνει και τέχνη, σε μεγάλο βαθμό. Για να αλλάξουμε, για να γυρίσουμε μια σελίδα, θεωρώ ότι η τέχνη είναι υπεύθυνη, άρα συνεπώς και το θέατρο παίζει πολύ μεγάλο ρόλο σε αυτό: Στο να ανοίξουμε ένα άλλο παράθυρο και να δούμε τη πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσουμε, να αντιδράσουμε, να κινηθούμε.
Ίνφο
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News