Ααααα ραααα

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης αρθρογραφεί για τον «Εθνικάρα» Γιάννη Μαντζουράνη

Ακούσαμε φυσικά πρώτα τη φωνή πριν δούμε τη φυσιογνωμία. Διάλεγε τη στιγμή, όταν καταλάγιαζε ο αχός της κερκίδας και εξαπέλυε το «Εθνικάααααρααααα», κρατώντας το όσο του επέτρεπαν τα πνευμόνια του, περίπου όπως οι τενόροι στις άριες. Εκανε βέβαια και μια πονηριά: Είχε δύο σειρές από ααααα, η πρώτη ήταν πριν από το ρο, και η δεύτερη μετά. Δηλαδή, ξεκινούσε με Εθνικάααααα, έπαιρνε μια σταλιά ανάσα, και μετά έριχνε και το δεύτερο βαγόνι της λεξοστοιχίας του, αράααααααα. Και ο κόσμος ψιλογελούσε, χωρίς να είναι με τον Εθνικό, του φαινόταν σαν μια αβλαβής γραφικότητα, εκκεντρική ασφαλώς. Εκείνη την εποχή, το πολύ να φωνάζαμε «Πα-να-χα-ϊκή», οι άλλοι δεν φώναζαν «Εθνικός», γιατί δεν είχαν κερκίδα, δεν συνηθίζονταν τότε οι εκτός έδρας μεταβάσεις, και ο Εθνικός δεν ήταν Ολυμπιακός για να έχει φίλους παντού. Εμείς ακούσαμε για πρώτη φορά τον Εθνικάρα Γιάννη Μαντζουράνη, που τον θρήνησε η φίλαθλη Ελλάδα ως υπόδειγμα αγνού οπαδού, γύρω στο ’70, όταν ο Εθνικός είχε ακόμα τον Χατζηιωάννογλου και τον Κρητικόπουλο, και μας είχε κερδίσει 1-2, χάρη σε εκείνες τις δύο σαϊτες.

Τι πνεύμα επικρατούσε τότε στην κερκίδα; Οι οπαδοί ήταν ανοργάνωτοι και αυθόρμητοι. Όχι και πολύ μεγάλη αγνότητα: Το βρισίδι πήγαινε σύννεφο και απορούσες με την ψυχραιμία του επόπτη που άκουγε τα περισσότερα, ίσως επειδή ήταν πλησιέστερα στην κερκίδα, ενώ ο διαιτητής ήταν πιο απόμακρο στοιχείο. Τα συνθήματα, τα ολε- ολέ, τα περί Θρύλου και Πειραιά, και οι ενορχηστρωμένες προτροπές γενετήσιων προδιαγραφών ήρθαν πολύ αργότερα, αρχικά ήταν σοκαριστικές (και επιμορφωτικές, για τους μικρότερους: το γήπεδο ήταν το κατ’ εξοχήν εκπαιδευτήριο για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση), μετά φούντωναν την ατμόσφαιρα, και στη συνέχεια έφτασαν να ακούγονται σαν ένα ανιαρό βουητό, σαν να έχεις ξυπνήσει από χανγκόβερ και να υφίστασαι τις σφήκες που πολιορκούν μέλια και μαρμελάδες. Ο Μαντζουράνης επέδειξε ανθετικότητα μεγαλύτερη του Εθνικού: Όταν η ομάδα του Πειραιά κατέρρευσε- κάτι που έπαθαν όλες οι ομάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου, άλλο αν κάποιες εύρισκαν πάντοτε έναν διημερεύοντα εφοπλιστή- ο Ματζουράνης παρέμεινε σε ζώνη υψηλής θέασης μεταπηδώντας στην κερκίδα της Εθνικής Ελλάδας. Εθνικάααααραααααα.

Οσοι τον παρακολούθησαν συστηματικά- εμείς δεν είχαμε τον Εθνικό κάθε μέρα στην Πάτρα- λάτρεψαν τη φιγούρα του οπαδού που πήγαινε στο γήπεδο με γραβάτα, σε πείσμα των εποχών. Τον παλιό καιρό, μέχρι να εισαχθεί το μπουφάν στην ελληνική γκαρνταρόμπα, ο κόσμος κυκλοφορούσε με κοστούμι, καθημερινές και Κυριακές (το Σάββατο ήταν καθημερινή) και συνήθως το ίδιο κοστούμι. Εκ των υστέρων φαντάζει κωμική η εικόνα μιας κερκίδας με σακάκι και γραβάτα, που είχε περάσει από λειτουργία το πρωί και από μεσημεριανό φαγητό, να στολίζει τον αντίπαλο σέντερ μπακ, ενίοτε χωρίς να ξέρει το όνομά του. «Πέντε! Ξέρεις τι κάνει η γυναίκα σου αυτή την ώρα;»

Είναι δυνατόν αγνός, και φίλαθλος; Το σπορ, κεντρική ιδέα του οποίου είναι η διείσδυση, η μπάλα να σπαρταράει στο δίχτυ, σαν προέκταση ενός αόρατου οργάνου που ξεπηδάει από το κέντρο της επίθεσης, με τον γκολκίπερ πεσμένο και ταπεινωμένο, είναι κατ’ εξοχήν προσομοίωση αφροδισιακής πράξης με πολεμικά χαρακτηριστικά. Είναι δυνατόν αγνός, και άνθρωπος; Η κοινωνία του ποδοσφαίρου αποχαιρέτησε με συγκίνηση τον Μαντζουράνη, αλλά ούτε μια στιγμή δεν τον αντιγράψαμε, ούτε μια στιγμή δεν τον υιοθετήσαμε, δεν τον πλησιάσαμε και δεν μας πλησίαζε. Παρακολουθούσε σιωπηλός, φώναζε το Εθνικάααααρααααα του, και ξανασιωπούσε, ενώ εμείς κράζαμε τον διαιτητή για τη φαλάκρα του και τον αριστερό μπακ για την αδελφή του, την οποία μπορεί και να μην είχε, αλλά τον κάναμε να ντρέπεται γι’αυτήν και να θέλει να τη σκοτώσει για λόγους τιμής, χωρίς να την έχει. Σκέψου να πας φυλακή για φόνο ανυπάρκτου προσώπου. Τι θα πει, δεν έχω αδελφή; Για ένα φιλότιμο ζούμε.