«Από τότε που παντρεύτηκα, η Ελλάδα έγινε δική μου» – Ο Robert McCabe μιλά στο pelop.gr και θυμάται την Ελλάδα όπως την αγάπησε

Ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’50 και από τότε δεν την άφησε ποτέ πραγματικά. Ο Robert McCabe, με το βλέμμα του διακριτικού παρατηρητή και την ψυχή ανθρώπου που έμαθε να ανήκει, θυμάται. Μιλά για τη φωτογραφία χωρίς άμυνες, για το φέρρυ μπόατ του Ρίου ως κινούμενη μικρογραφία ζωής, για τα κορίτσια στην Ήπειρο που χαμογελούσαν με παραμάνες στα ρούχα. Και εξομολογείται το σημείο καμπής: τον γάμο του, το 1965, που του χάρισε όχι απλώς μια οικογένεια, αλλά κι ένα σπίτι βαθιά δικό του — την Ελλάδα.

«Από τότε που παντρεύτηκα, η Ελλάδα έγινε δική μου» – Ο Robert McCabe μιλά στο pelop.gr και θυμάται την Ελλάδα όπως την αγάπησε

Ήταν Παρασκευή 4 Ιουλίου, λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης «Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο – Τα χρόνια της ελπίδας», όταν ο Robert McCabe κάθισε απέναντί μας, ήρεμος, ευγενής.

Η συνέντευξη έγινε στο περιθώριο της έκθεσης που φιλοξενείται στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών, διοργανωμένη από το Ίδρυμα Ιωάννου & Ευτέρπης Τοπάλη, σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας.

Λίγο αργότερα, στο αμφιθέατρο του Μουσείου, παρουσιάστηκε και το ομότιτλο λεύκωμα, με ομιλητές τους συγγραφείς του έργου: τον καθηγητή του Χάρβαρντ Παναγιώτη Ροϊλό, τη δημοσιογράφο-συγγραφέα Κατερίνα Λυμπεροπούλου και τον αναπληρωτή καθηγητή της ΑΣΚΤ Κώστα Ιωαννίδη. Τις εκδηλώσεις τίμησε με την παρουσία του ο ίδιος ο McCabe.

Κι εκείνος, χαμηλότονα, χωρίς στόμφο, άρχισε να θυμάται. Την Ελλάδα των ’50s, τους ανθρώπους που δεν πόζαραν αλλά τον κοιτούσαν με εμπιστοσύνη, το ferry του Ρίου, τις μικρές στιγμές που έγραψαν τις μεγάλες εικόνες. Και, φυσικά, εκείνη τη μέρα του 1965 που την έκανε δική του.

«Συχνά δεν είχαν και επιλογή, γιατί δεν καταλάβαιναν καν ότι τους φωτογράφιζα», λέει σήμερα, μιλώντας στο pelop.gr, με τη γαλήνη κάποιου που θυμάται όχι με νοσταλγία, αλλά με αληθινή τρυφερότητα. Ο Robert McCabe δεν αναζητούσε το βλέμμα της κάμερας,το απέφευγε. Του αρκούσε να το αισθανθεί.

Θυμάται έναν φίλο του, τον Κωνσταντίνο Μάνο— Ελληνοαμερικανό φωτογράφο, γεννημένο την ίδια χρονιά. «Εκείνος δεν τραβούσε ποτέ φωτογραφίες αν το “θέμα” γνώριζε ότι φωτογραφίζεται. Ήθελε πάντα αυθεντικότητα, να είναι candid», λέει. Και σπεύδει να προσθέσει: «Προσωπικά πιστεύω πως και οι δύο τρόποι έχουν ενδιαφέρον. Μπορείς να έχεις εξαιρετικές φωτογραφίες όταν το άτομο ξέρει ότι φωτογραφίζεται, αλλά το candid έχει τη δύναμη να αποτυπώνει τους ανθρώπους αυθεντικά, να κάνουν τα δικά τους χωρίς να αλλάζουν κάτι λόγω του φακού». Το ίδιο θέμα αναλύει και στο πρόσφατο βιβλίο του Portraits in Greece, σε συνεργασία με την Εβίτα Αράπογλου, η οποία είχε την επιμέλεια.

Στη μνήμη του ξεπηδούν εικόνες από ένα φέρρυ μπόατ στο πορθμείο του Ρίου – Αντιρρίου που έχει απαθανατήσει σε αρκετές φωτογραφίες του. Μια εικόνα γεμάτη ζωή, σχεδόν ολόκληρη η καθημερινότητα της Ελλάδας πάνω σε ένα πλοίο. Όπως λέει: «Κατά τη διάρκεια του πολέμου με ενδιέφερε πολύ να διαβάζω για τα LST, τα αποβατικά σκάφη. Δεν είχα δει ποτέ μου ένα από κοντά, αλλά είχα δει φωτογραφίες από την απόβαση στη Νορμανδία, με τα σκάφη να ανοίγουν και να ξεφορτώνουν άρματα και φορτηγά στην ακτή. Αυτό που είδα στο Ρίο ήταν το πρώτο. Ήταν ένα αγγλικό αποβατικό που είχαν πάρει οι Γερμανοί, το είχαν βυθίσει, το επισκεύασαν και το χρησιμοποιούσαν ως φέρι. Μου κίνησε το ενδιαφέρον — και το φωτογράφισα».

Και όταν τον ρωτάμε τι ήταν αυτό που τον γοήτευσε στο πορθμείο και τους ανθρώπους του, σημειώνει: «Με τράβηξαν κυρίως οι αγρότες που μετέφεραν πρόβατα ή κατσίκες από το ένα μέρος στο άλλο», λέει. «Αλλά όλη η ζωή ήταν πάνω σε εκείνο το σκάφος». Σε μία από τις φωτογραφίες του, ένα λεωφορείο ξεφορτώνεται από το αποβατικό, φορτωμένο στην οροφή με αποσκευές – «έτσι σχεδίαζαν τότε τα λεωφορεία».

Όταν τον ρωτάμε αν υπήρξε κάποια στιγμή που ένιωσε την Ελλάδα ως δική του, δεν διστάζει: «Από τη στιγμή που παντρεύτηκα, τον Αύγουστο του 1965. Από τότε ένιωσα έντονα ότι ανήκω εδώ». Μάλιστα, πέντε χρόνια πριν έγινε και επισήμως Έλληνας πολίτης, όπως μας λέει χαμογελώντας.

Κι αν μπορούσε να γυρίσει πίσω σε μια του φωτογραφία, όχι ως φωτογράφος πια, αλλά ως κομμάτι του ίδιου του καρέ, ποια θα διάλεγε; «Θα μου άρεσε να ήμουν με τα τρία κοριτσάκια στην Ήπειρο. Τράβηξα μόνο τέσσερις φωτογραφίες τους — τρεις ασπρόμαυρες και μία έγχρωμη. Νομίζω ότι θα μπορούσα να έχω τραβήξει ακόμη πιο ενδιαφέροντα καρέκρατούσαν τα παπούτσια τους, τα ρούχα τους ήταν συγκρατημένα με παραμάνες — κι όμως χαμογελούσαν».

Λίγο αργότερα, παραδέχεται ότι δεν θα τον πείραζε και να βρεθεί μέσα σε μερικές φωτογραφίες από το γιοτ του Νιάρχου. Χαμογελά. Κι εσύ μαζί του.

  • Η έκθεση θα διαρκέσει έως τον Οκτώβριο του 2025 και θα είναι ανοιχτή για το κοινό καθημερινά από τις 08.00 – 20.00. Την επιμέλεια της έκθεσης έχουν αναλάβει εκ μέρους του Ιδρύματος Ι. & Ε. Τοπάλη η Δήμητρα Χριστοδουλοπούλου Ιστορικός Τέχνης, επιμελήτρια και ο Γιάννης Μόσχος Αρχαιολόγος, επιμελητής εκθέσεων του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάτρας.