Δημοσθένης Παπαμάρκος: «Νιώθω λίγο άβολα να συστήνομαι ως συγγραφέας»

Με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων «Μεταποίηση», που επανεκδόθηκε πρόσφατα (εκδ. Πατάκη), ο βραβευμένος Δημοσθένης Παπαμάρκος μιλάει στην «Π».

Παπαμάρκος

Με το «Γκιακ» κέρδισε κριτικούς και αναγνώστες, ενώ ακολούθησαν δουλειές αξιοσημείωτες (graphic novels, θέατρο, κινηματογράφος), που επιβεβαίωσαν τη δύναμη της γραφής του. Με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων «Μεταποίηση», που επανεκδόθηκε πρόσφατα (εκδ. Πατάκη), ο βραβευμένος Δημοσθένης Παπαμάρκος μιλάει στην «Π».

Η πρώτη σας εμφάνιση στην ελληνική πεζογραφία έγινε στα 15(!) μόλις χρόνια σας. Ηταν όνειρό σας, από τότε, να ακολουθήσετε αυτό τον δρόμο;
Η αλήθεια είναι όχι δεν το πίστευα, δεν το είχα και φιλοδοξία. Μάλιστα ένιωθα ότι είναι μια αλαζονική πρόταση ότι εγώ στο μέλλον θα γίνω επαγγελματίας συγγραφέας… Και η αλήθεια είναι ότι ακόμα νιώθω λίγο άβολα να συστήνομαι ως συγγραφέας.

Ακόμα;
Ακόμα. Δηλώνω πάντα, επίσημα, ιδιωτικός υπάλληλος -δουλεύω σε μια εταιρεία παραγωγής. Για μένα το συγγραφέας είναι ένας όρος βαρύς. Θεωρώ ότι μπορείς να ισχυριστείς ότι είσαι συγγραφέας μετά από μια συγκεκριμένη πορεία. Περισσότερο αισθάνομαι ένας συγγραφέας εν εξελίξει. Και δεν το λέω κινούμενος από προσποιητή μετριοφροσύνη, αισθάνομαι ότι το χρειάζομαι κιόλας. Γιατί, για μένα, στη γραφή είσαι πάντα μαθητής. Κάθε φορά, πρέπει να αντιμετωπίζεις τη διαδικασία της γραφής με τον σεβασμό του πρωτάρη. Η υπερβολική αυτοπεποίθηση δεν την ευνοεί, τουλάχιστον τη δική μου.

Η μεγάλη επιτυχία του «Γκιακ» (χιλιάδες αντίτυπα, βραβεία, μεταφράσεις, θεατρική παράσταση), πώς λειτούργησε για εσάς;
Καταρχάς, πέρασε καιρός για να καταλάβω ότι το «Γκιακ» είχε αφήσει ένα αποτύπωμα που δεν ήταν πρόσκαιρο. Την επιτυχία την έζησα ως μια ευκαιρία που μου έδωσε κι άλλες ευκαιρίες -επαγγελματικές και δημιουργικές- να συναντηθώ με ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα διασταυρώνονταν οι δρόμοι μας, να κάνω συνεργασίες με ανθρώπους όπως ο Κυπουργός (σ.σ. «Η Ειρήνη του Αριστοφάνη»).
Ωστόσο, στον τρόπο που αντιμετωπίζω την πολύ προσωπική διαδικασία της γραφής δεν άλλαξε κάτι το «Γκιακ».

Η «Μεταποίηση», πρωτοκυκλοφόρησε το 2012. Πώς γεννήθηκαν αυτές οι σκληρές ιστορίες;
Το 2008, όταν άρχισα να γράφω τη «Μεταποίηση», το σχέδιο ήταν να γραφτεί ένα μυθιστόρημα, στο οποίο θα υπήρχαν εμβόλιμες αφηγήσεις 3 κλασικών ιστοριών αδελφοκτονίας -του Αβελ, του Πολυνίκη, του Ρώμου και του Ρωμύλου. Η ιδέα δεν προχώρησε, οπότε ξεκίνησα να γράφω μικρές ιστορίες, υπήρχε ένας κοινός άξονας, αλλά δεν είχα ακόμα καταλάβει τι μορφή θα πάρει. Χρειάστηκε η προτροπή του αδελφού μου για να προχωρήσω σε μια συλλογή διηγημάτων.

Στις ιστορίες σας, ο αδελφός λειτουργεί για τους ήρωές σας -όλοι άνδρες- ως alter ego, ως καθρέφτης;
Ναι ως ένα σημείο λειτουργεί, όπως είπατε, ως alter ego, μια αντανάκλαση του ίδιου του εαυτού, ένα θραύσμα του εαυτού που έχει αυτονομηθεί. Ουσιαστικά, όμως, αυτός ο διάλογος με τον αδελφό, εν πολλοίς, είναι ένας διάλογος με τον ίδιο τον εαυτό. Με τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού. Και μια διαπραγμάτευση, σε μεγάλο μέρος των διηγημάτων, της μοναξιάς.

Σκοτεινοί οι ήρωές σας, καταφεύγουν στη βία, στο αίμα…
Με γοητεύει λογοτεχνικά το περιθώριο με την έννοια της οριακότητας και της περιφέρειας της ζώνης εκείνης των συναισθημάτων, των σκέψεων και των συμπεριφορών που βρίσκονται στο μεταίχμιο και πράγματα για τα οποία δεν πολυσυζητάμε και δεν αισθανόμαστε πολύ άνετα να ομολογήσουμε. Οι ήρωες που επιλέγω βρίσκονται σε αυτή τη ζώνη -είτε δεν έχουν βγει από αυτή ή για κάποιους λόγους έχουν εγκλωβιστεί εκεί.
Τώρα, η βία σε κάποια διηγήματα είναι ένα σχήμα που μου επιτρέπει να μιλήσω πιο ξεκάθαρα γι’ αυτή την αποκοπή από αυτή την «κανονικότητα». Είναι μία πράξη υπέρβασης. Από κει και έπειτα, η πραγματικότητά τους ανασυγκροτείται, αναδιατάσσεται διαφορετικά.

Εξωτερικοί παράγοντες, π.χ. καταστάσεις που σας στεναχωρούν, πώς επιδρούν όταν γράφετε;
Για μένα, προηγείται η ζωή. Κι αν έχει συμβεί κάτι που να με έχει στενοχωρήσει ή στρεσάρει, το γράψιμο δεν είναι η καταφυγή μου. Δεν μπορώ να αφοσιωθώ αν αισθάνομαι ότι υπάρχει μια εκκρεμότητα. Θεωρώ ότι πρέπει να είσαι παρών στη ζωή για να γράψεις.

Και τα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας πώς τα βλέπετε;
Κατά βάση είμαι απαισιόδοξος για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα, αλλά επιμένω να μην παραδίδομαι στη γενικότητα αυτής της παρατήρησης. Η ανθρώπινη ιστορία έχει δείξει, πιο μακροσκοπικά, ότι στο τέλος βρίσκεται μια διέξοδος. Πιστεύω ότι δείχνοντας καρτερία, οφείλουμε να επαγρυπνούμε και να αγωνιζόμαστε με την ίδια ζέση, την ίδια πίστη για να ένα καλύτερο μέλλον -όχι μακρινό. Για ένα καλύτερο παρόν, θα έλεγα.