Η Ευρώπη αποφασίζει: Εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ ή αντίμετρα στους δασμούς του Τραμπ 30%

Απειλή εμπορικού πολέμου μετά την ανακοίνωση Τραμπ για δασμούς 30% σε προϊόντα από την ΕΕ και το Μεξικό – Αντιδράσεις από Βρυξέλλες και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες

Η Ευρώπη αποφασίζει: Εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ ή αντίμετρα στους δασμούς του Τραμπ 30%

Την επιβολή δασμού 30% στις εισαγωγές προϊόντων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό, με ισχύ από την 1η Αυγούστου, ανακοίνωσε νωρίτερα σήμερα, Σάββατο 12 Ιουλίου 2025, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, πυροδοτώντας έντονες αντιδράσεις και ανησυχία για ένα νέο γύρο εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.

Τακτική πίεσης ή πραγματική απειλή;
Σύμφωνα με τρεις Ευρωπαίους αξιωματούχους που μίλησαν στο πρακτορείο Reuters, η ενέργεια αυτή του Τραμπ εκλαμβάνεται κυρίως ως «τακτική διαπραγμάτευσης», μια προσπάθεια πίεσης προκειμένου να προωθήσει συμφωνία με ευνοϊκότερους όρους για τις ΗΠΑ.

Ωστόσο, οι Βρυξέλλες λαμβάνουν πολύ σοβαρά την ανακοίνωση, καθώς η επιβολή δασμών τέτοιας κλίμακας θα μπορούσε να διαταράξει τις διατλαντικές εμπορικές σχέσεις και να προκαλέσει ευρύτερες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία.

Η φον ντερ Λάιεν προειδοποιεί για αντίμετρα
Σε επίσημη δήλωσή της, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, επανέλαβε τη βούληση της ΕΕ να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις μέχρι την 1η Αυγούστου, ενώ κατέστησε σαφές ότι οι Βρυξέλλες είναι έτοιμες να λάβουν «όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των ευρωπαϊκών συμφερόντων», συμπεριλαμβανομένων αναλογικών αντιμέτρων.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «η επιβολή δασμών 30% στις εξαγωγές της ΕΕ θα διατάρασσε βασικές διατλαντικές αλυσίδες εφοδιασμού, εις βάρος των επιχειρήσεων, των καταναλωτών και των ασθενών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».

Ενημέρωση των Βρυξελλών πριν την ανακοίνωση
Σύμφωνα με εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ουάσινγκτον είχε προηγουμένως ενημερώσει την ΕΕ για την επιστολή του Τραμπ και την πρόθεσή του να προχωρήσει στην επιβολή των δασμών, γεγονός που εκλήφθηκε ως κίνηση «τελικής προειδοποίησης».

Στήριξη από Ρώμη και Άμστερνταμ
Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, μέσω επίσημης ανακοίνωσης του γραφείου της, εξέφρασε αισιοδοξία ότι μπορεί να επιτευχθεί μια «δίκαιη συμφωνία» ΕΕ–ΗΠΑ, ενώ επισήμανε ότι η Ρώμη στηρίζει πλήρως τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τάσσεται υπέρ της συνέχισης του διαλόγου ώστε να αποφευχθεί η πόλωση.

Παράλληλα, ο Ολλανδός πρωθυπουργός Ντικ Σχόοφ χαρακτήρισε την ανακοίνωση των ΗΠΑ «ανησυχητική» και επισήμανε πως η Ευρώπη οφείλει να μείνει ενωμένη και αποφασιστική, με στόχο την επίτευξη ενός αμοιβαία επωφελούς αποτελέσματος.

Αντιδράσεις από τη γερμανική βιομηχανία
Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε και η ισχυρή βιομηχανική ένωση BDI της Γερμανίας. Ο Βόλφγκανγκ Νιέντερμαρκ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της BDI, προειδοποίησε για σοβαρούς κινδύνους από την κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων και κάλεσε τη γερμανική κυβέρνηση, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την αμερικανική κυβέρνηση να ξεκινήσουν άμεσες και ουσιαστικές συνομιλίες.

Όπως είπε χαρακτηριστικά, «η ανακοίνωση του προέδρου Τραμπ είναι ένα σημάδι κινδύνου για τις δύο ακτές του Ατλαντικού» και «απαιτείται αντικειμενικός διάλογος για την αποτροπή μιας ευρύτερης κρίσης».

Τι σημαίνει για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές
Αν τελικά εφαρμοστεί το μέτρο, η επιβολή του δασμού 30% θα πλήξει άμεσα ένα μεγάλο εύρος ευρωπαϊκών εξαγωγικών προϊόντων –από αυτοκινητοβιομηχανία και μηχανολογικό εξοπλισμό, μέχρι αγροτικά προϊόντα και φάρμακα. Η ζημιά αναμένεται να είναι διπλή: αφενός οικονομική, λόγω μείωσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων στην αμερικανική αγορά, και αφετέρου πολιτική, εξαιτίας της διατάραξης των ευρωατλαντικών σχέσεων.

Προσεχώς: μια κρίσιμη διαπραγματευτική περίοδος
Με την 1η Αυγούστου να πλησιάζει, τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Το επόμενο δεκαπενθήμερο προδιαγράφεται καθοριστικό για την τύχη των ευρωαμερικανικών εμπορικών σχέσεων, ενώ οι Βρυξέλλες καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στην αναζήτηση συμφωνίας και τη διασφάλιση της ενότητας και αξιοπιστίας της ΕΕ.

Οι εξελίξεις αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και στις αγορές, που παρακολουθούν στενά τον κίνδυνο ενός νέου εμπορικού πολέμου.