Η Μαρία που Έγινε Κάλλας: Η ανθρώπινη πλευρά του θρύλου

Κατά τη διάρκεια δέκα επεισοδίων, το «Η Μαρία που Έγινε Κάλλας» ξεδιπλώνεται ως ένα δράμα ενηλικίωσης που αγωνίζεται να αναδείξει και το ιστορικό του πλαίσιο.

Μαρία

Όταν οι νότες έρχονται σ’ επαφή με τις λέξεις, γίνεται κάτι σαν πυρηνική έκρηξη και τα αποτελέσματα γίνονται καταστροφικά δημιουργικά. Ύστερα αρχίζει η απογείωση της όπερας.

Η σειρά του ERTFLIX «Η Μαρία που Έγινε Κάλλας» είναι μια, δέκα επεισοδίων εξερεύνηση των διαμορφωτικών χρόνων ενός από τους μεγαλύτερους θρύλους της όπερας, της Μαρίας Κάλλας. Με φόντο την κατεχόμενη Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η σειρά συνυφαίνει το ιστορικό δράμα με τους προσωπικούς αγώνες και θριάμβους που διαμόρφωσαν την έφηβη Μαρία Καλογεροπούλου, η οποία αργότερα θα έφτανε στη διεθνή φήμη ως Μαρία Κάλλας. Η σειρά προσπαθεί να καταδυθεί στην πολυπλοκότητα του ταξιδιού ενός νεαρού κοριτσιού στην εφηβεία και στον αγώνα του να γίνει ένα είδωλο, ενώ παράλληλα πλέει στα ταραγμένα νερά της οικογένειας, του έρωτα και της πολιτικής αναταραχής.

Η ιστορία ξεκινά το 1937, όταν η Μαρία (την οποία υποδύεται η Κλεοπάτρα Ελευθεριάδου), η μητέρα της Λίτσα (Ελένη Ράντου) και η αδελφή της Τζάκι (Demy Papadea) επιστρέφουν στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη. Αυτή η επιστροφή στην πατρίδα θέτει τις βάσεις για ένα έντονο οικογενειακό δράμα. Η Λίτσα, μια αυταρχική και φιλόδοξη γυναίκα, έχει ήδη αποφασίσει για το μέλλον των θυγατέρων της: Η Μαρία θα αφοσιωθεί στη μελέτη και στον αγώνα της να γίνει τραγουδίστρια της όπερας, ενώ η Τζάκι προετοιμάζεται για έναν πλούσιο γάμο. Η αντίθεση μεταξύ των πεπρωμένων των αδελφών δημιουργεί ένα συναισθηματικό ρήγμα που αντηχεί σε όλη τη σειρά.

Η φιλόδοξη και σκληρή Λίτσα κινεί γη και ουρανό για να δει τις κόρες της να προοδεύουν. Καταφέρνει να βάλει την κόρη της στο Ωδείο Αθηνών και να γίνει μαθήτρια της γνωστής σοπράνο, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (Ρένια Λουιζίδου). Στην ανάγκη της να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας, η Λίτσα αρχίζει να κάνει παρέα με τους Ιταλούς κατακτητές, ενώ κρύβουν στο σπίτι τους Άγγλους στρατιώτες που έχουν απομείνει στην Αθήνα. Η Μαρία θα ερωτευτεί έναν από αυτούς.

Την Αθήνα καταλαμβάνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο Γερμανός αξιωματικός Bodman (Μάξιμος Μουμούρης), του οποίου ο σκοτεινός ρόλος ως αρχαιοκάπηλου και εκμεταλλευτή δεσπόζει στη ζωή της Μαρίας. Σε μια κομβική στιγμή, την αναγκάζει να παίξει μαζί με τον βαρύτονο Ευάγγελο Μαγκλιβέρα στην παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής «Στον Κάμπο». Αυτή η παράσταση γίνεται σημείο καμπής, τόσο για την ανερχόμενη καριέρα της Μαρίας όσο και για την περίπλοκη σχέση της με τον Μαγκλιβέρα.

Η σειρά προσπαθεί να απεικονίσει τη σκληρή πραγματικότητα της κατεχόμενης Ελλάδας, ένα τοπίο γεμάτο φόβο, προδοσία και θυσίες. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι προσωπικές μάχες της Μαρίας αποκτούν μεγάλη σημασία. Οι ταραχώδεις αλληλεπιδράσεις της με τον Μαγκλιβέρα, που αρχικά χαρακτηρίζονται από σύγκρουση και αντιπαλότητα, εξελίσσονται σταδιακά σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Η σχέση τους, αν και γεμάτη προκλήσεις, γίνεται ο συναισθηματικός πυρήνας της σειράς, προσθέτοντας ένταση στην αφήγηση.

Κάθε επεισόδιο προσπαθεί να διεισδύσει βαθύτερα στον κόσμο της Μαρίας, ξεφλουδίζοντας τα στρώματα της μεταμόρφωσής της. Από την τεταμένη σχέση της με τη μητέρα της μέχρι τον αγώνα της να βρει τη φωνή της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η σειρά παρουσιάζει μια νεαρή γυναίκα που προσπαθεί να προσδιορίσει τον εαυτό της εν μέσω εξωτερικών πιέσεων και εσωτερικών αμφιβολιών. Τα επεισόδια αναδεικνύουν σημαντικές στιγμές: την πρώτη της μεγάλη παράσταση, τις συγκρούσεις της με τη Λίτσα για την αυτονομία της και την ανακάλυψη της δύναμης της φωνής της. Η συνεργασία με τον Μαγκλιβέρα κορυφώνεται με την προετοιμασία τους για το «Φιντέλιο» του Μπετόβεν, ένα ταιριαστό σύμβολο της ανθεκτικότητας και της αποφασιστικότητας της Μαρίας να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που της έχουν επιβληθεί.

Η αφήγηση εμπλουτίζεται από το ιστορικό της πλαίσιο, συνδυάζοντας  την προσωπική ιστορία της Μαρίας με τα ευρύτερα γεγονότα της Ελλάδας του πολέμου. Η σειρά προσπαθεί να αποτυπώσει, όχι πάντα με επιτυχία, τις κακουχίες της εποχής, από την έλλειψη πόρων μέχρι τη διαφαινόμενη παρουσία των γερμανικών δυνάμεων. Η κινηματογράφηση επιδιώκει να δώσει μια ζωντανή εικόνα της Αθήνας υπό κατοχή, αντιπαραβάλλοντας την ομορφιά της πόλης με τις σκιές του πολέμου και τα πλάνα της Γερμανικής κατοχής, τα οποία ανέσυρε η ΕΡΤ από τα αρχεία της.

Το σενάριο και η ιστορία ξετυλίγεται πάνω στα όσα αναφέρει στο βιβλίο του για την Κάλλας ο ιστορικός Νικόλας – Πετσάλης Διομήδης. Όμως λείπουν από την αφήγηση οι εντάσεις, οι ρήξεις και οι ανατροπές. Η αφήγηση  του «Η Μαρία που Έγινε Κάλλας» εστιάζει στην ανθρώπινη πλευρά του θρύλου, αλλά κι αυτόν τον αφήνει ημιτελή και ανολοκλήρωτο. Παρακολουθώντας τα εφηβικά χρόνια της Μαρίας, η σειρά αγωνίζεται να προσφέρει μια νέα οπτική της ζωής της, δείχνοντας τα ωμά συναισθήματα και τις  εμπειρίες που διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική της πορεία, χωρίς να ολοκληρώνει την προσπάθεια. Η απεικόνιση της Μαρίας από την Κλεοπάτρα Ελευθεριάδου αγωνίζεται να  αποτυπώσει την ευπάθεια, την αποφασιστικότητα και το πάθος ενός νεαρού κοριτσιού που προορίζεται για λαμπρή καριέρα, κάποιες στιγμές τα καταφέρνει, κάποιες άλλες όχι. Το  καστ, ιδιαίτερα η Ελένη Ράντου ως η αυταρχική Λίτσα ξεφεύγει σε υπερβολές, ενώ η ερμηνεία του Ιωάννη Παπαζήση ως  Μαγκλιβέρα είναι από τις πειστικότερες ο δε Μάξιμος Μουμούρης ως ο απειλητικός Bodman είναι λίγο αναποφάσιστος και δεν αναδεικνύει τη πολυπλοκότητα του χαρακτήρα.

Κατά τη διάρκεια δέκα επεισοδίων, το «Η Μαρία που Έγινε Κάλλας» ξεδιπλώνεται ως ένα δράμα ενηλικίωσης που αγωνίζεται να αναδείξει και το ιστορικό του πλαίσιο. Είναι μια ιστορία φιλοδοξίας, αγάπης και ανθεκτικότητας, ένας φόρος τιμής στο αδάμαστο πνεύμα μιας νεαρής γυναίκας που αψήφησε τις αντιξοότητες για να γίνει είδωλο. Η ιστορία όμως της Κάλλας και της εποχής που πραγματεύεται η σειρά αντιμετωπίζεται χωρίς έμπνευση, επίπεδα και σχετικά πρόχειρα. Η σκηνοθεσία της Όλγας Μαλέα ακολουθεί ή μάλλον οδηγεί στη μετριότητα χωρίς έμπνευση και ιδέες το όλο εγχείρημα. Εμείς όμως ξέρουμε ότι η μουσική είναι ρευστή αρχιτεκτονική, αέρινη ποίηση, ατέρμων χορός και τέχνη των αγγέλων.