Η νύχτα του ’74 που πήγε να κάψει την ανατολική Πάτρα – Οταν η καμπάνα έκανε το 112

Ηταν το καλοκαίρι του 1974, πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης, όταν μέσα σε μια ομοβροντία από μεγάλες πυρκαγιές που βάλθηκαν να κατακαίνε τη χώρα, η πόλη της Πάτρας ταραζόταν από τη φοβερή είδηση: «Φωτιά στο Δασύλλιο».

Πάτρα

Οι εικόνες της φωτιάς που άγγιξαν τον αυχένα σε δύο πρωτεύουσες της χώρας, Βόλο και Λαμία, μας πήγαν πέντε δεκαετίες παρά μία μέρα πίσω: Ηταν το καλοκαίρι του 1974, πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης, όταν μέσα σε μια ομοβροντία από μεγάλες πυρκαγιές που βάλθηκαν να κατακαίνε τη χώρα, η πόλη της Πάτρας ταραζόταν από τη φοβερή είδηση: «Φωτιά στο Δασύλλιο». Και ακολουθούσαν ώρες σύγχυσης και τρόμου, με τις φλόγες να απειλούν όχι μόνο κατοικημένες περιοχές, αλλά και ολόκληρες γειτονιές στο σημερινό αρκτικό διαμέρισμα.

«Δεν ήταν το Δασύλλιο, αλλά το Καβουκάκι και ο Αγιος Φανούριος» θυμάται ο Κώστας Χριστόπουλος, υποψήφιος δήμαρχος και αντιδήμαρχος μέχρι πρότινος, που τότε ήταν παιδί και έμενε με την οικογένειά του στο διαμέρισμά τους, οδό Αλσυλλίου, στις παρυφές του Δασυλλίου. Και τα χρειάστηκαν, όπως εκατοντάδες άλλοι Πατρινοί, κυρίως οι ένοικοι της Γούβας.

Πάτρα«Τότε δεν είχαμε το 112» μας λέει. «Είχαμε τις καμπάνες των εκκλησιών και τα αστυνομικά περιπολικά». Κάτω από τις συνθήκες εκείνες κινητοποιήθηκε η οικογένεια. «Φορτώσαμε τα πράγματά μας σε βαλίτσες. Βάζαμε ό,τι βρίσκαμε, δηλαδή. Και ετοιμαστήκαμε να εκκενώσουμε την πολυκατοικία». Αλλά δεν την εκκένωσαν, καθώς η καλή τύχη έκανε τον άνεμο να αλλάξει κατεύθυνση. Ετσι η Αστυνομία ειδοποίησε τους ενοίκους. Ηταν πλέον ασφαλείς. Και μαζί τους, βέβαια, όλη η περιοχή, έπειτα από μια αξέχαστη νύχτα κυνηγητού της φλόγας από αυλή σε αυλή, με τους πολίτες να μάχονται με αυτοσχέδιο τρόπο. Οι παλιότεροι θυμούνται με ανατριχίλα τον νυκτερινό θόλο της Πάτρας κατακόκκινο. Τότε ήταν περιορισμένες και οι πολυκατοικίες και το θέαμα ήταν από τους πάντες ορατό…

Εκτοτε το Δασάκι υποτίθεται ότι φυλάσσεται, άλλοτε με μεγαλύτερη επιμέλεια, άλλοτε πιο χαλαρά, άλλοτε με περιπολούντες εθελοντές, άλλοτε από παρουσία μιας αγρυπνούσας υδροφόρας ή ενός πυροσβεστικού οχήματος. Το πρόβλημα ήταν πάντοτε η καύσιμη ύλη του, πεύκα και βελόνες. Από τα πεύκα -είχε ηγηθεί πριν από έναν αιώνα της δενδροφύτευσης αυτοπροσώπως η Βασίλισσα Σοφία- δεν θα γλυτώσουμε. Ο Κ. Χριστόπουλος που έχει ασχοληθεί με το αντικείμενο μας λέει ότι ο λοφίσκος έχει όξινο έδαφος και «πιάνει» μόνο πεύκο και κυπαρίσσι. Πριν φυτευτεί, ήταν αμπελώνας. Δεν λέγεται τυχαία Εσχατοβούνι. Τα πεύκα, ως γνωστόν, είναι μια σκέτη ταλαιπωρία λόγω ασθενειών και εύφλεκτης συμπεριφοράς, αλλά και όσων αντικαταστάθηκαν, πεύκα πήραν τη θέση τους. Θα μπορούσαν και ευκάλυπτοι, αλλά θεωρούνται ξενικό είδος και δεν συμπαθούνται.

Σε κάθε περίπτωση, το Δασύλλιο πρέπει να συντηρείται συστηματικά. Μαθαίνουμε ότι φέτος έγιναν κάποιες εργασίες απομάκρυνσης της καύσιμης ύλης και αποψίλωσης, αλλά γενικά ο τόπος είναι απεριποίητος. Λίγοι Πατρινοί το προσέχουν αυτό, γιατί πλέον το Δασύλλιο δεν είναι ο αγαπημένος χώρος σχόλης και άσκησης των πολιτών. Η δημοτικότητα τώρα έχει πάει στα παραλιακά πάρκα, που δεν χαρακτηρίζονται και από ανήφορο. Αλλά το καημένο το Δασάκι δεν παύει να κάνει αθόρυβα τη δουλειά του, έστω ταλαιπωρημένο και παραγκωνισμένο, και να οξυγονώνει την πόλη, με την ελπίδα να μην πάθει αυτό που δεν έπαθε το 1974.