Μιλώντας με τον Στέφανο Ρόκο για ζωγραφική, μουσική, φοβίες, φαντάσματα και σούσι

Του αρέσουν οι λεπτεπίλεπτες γραμμές, η κίνηση και η αφήγηση στα έργα του. Ο Στέφανος Ρόκος βρέθηκε στην Πάτρα, για τα εγκαίνια της έκθεσης «Γραφή και Ανάγνωση ΙΙ» στον χώρο σύγχρονου πολιτισμού «Tatiana Dimou» στην οποία και συμμετέχει και μιλάει στο pelop.gr

Μιλώντας

Με τον Στέφανο Ρόκο, βρεθήκαμε στον χώρο σύγχρονου πολιτισμού «Tatiana Dimou», εκεί όπου φιλοξενείται η έκθεση «Γραφή και Ανάγνωση ΙΙ», στην οποία συμμετέχει με δύο έργα του από την τελευταία του δουλειά «The Two Temples».

Το έργο του Στέφανου Ρόκου το γνώριζα, τον ίδιον όμως όχι. Οι συστάσεις έγιναν τότε, λίγο πριν το opening της έκθεσης. Καθίσαμε λίγο απόμερα, μακριά από τον κόσμο που από νωρίς άρχισε να έρχεται.  Και ξεκινήσαμε κάπως τυπικά και αμήχανα, όπως ξεκινάς να μιλάς με κάποιον άγνωστο. Όμως, στο τέλος της συζήτησης, ο πληθυντικός έδωσε τη θέση του στον ενικό και η αμηχανία στην αμεσότητα και στο γέλιο.

Μιλώντας μαζί του καταλαβαίνεις πως όσες λεπτομέρειες, υφές και λεπτομέρειες έχουν τα έργα του, άλλες τόσες έχει και ο ίδιος. Και κάπως έτσι, ξεκινήσαμε να μιλάμε για ζωγραφική, περάσαμε στην μουσική, στα φαντάσματα, τα γιαπωνέζικα πνεύματα και πολλά άλλα.

Δύο έργα από την τελευταία σας δουλειά «The two temples» φιλοξενούνται έκθεση «Γραφή και Ανάγνωση ΙI» στον χώρο σύγχρονου πολιτισμού «Tatiana Dimou». Σιντοϊσμός και βουδισμός, μία δυαδικότητα, πώς συναντιούνται;

Δεν είχα σκεφτεί τίποτα τέτοιο, ούτε για το θέμα της έκθεσης, ούτε τίποτα άλλο, μέχρι που γύρισα από την Ιαπωνία. Ούτε είχα σκεφτεί ποτέ στη ζωή μου πως θα αφιερώσω τρία χρόνια για μία έκθεση που έχει σχέση με ένα ταξίδι. Η θεματολογία μου ως τώρα, ήταν τελείως διαφορετική. Και νομίζω, σαν αποτέλεσμα τελικά, ότι δεν γύρισα ως γνώστης της γιαπωνέζικης κουλτούρας που ήρθα να δείξω στον κόσμο τι συμβαίνει εκεί, σε άλλους πολιτισμούς κλπ. Η Ιαπωνία είναι το περιβάλλον και όλο είναι ένα πολύ προσωπικό ημερολόγιο για το πώς πέρασα τις πολύ λίγες ημέρες εκεί – 12 μέρες έμεινα στην ουσία… Όμως θα μπορούσε να είναι είτε στα Γιάννενα, είτε στο Τιμπουκτού! Πάντα ήθελα να πάω στην Ιαπωνία, από πολύ μικρός, και πάντα ήμουν πολύ εξοικειωμένος με την γιαπωνέζικη τέχνη, κυρίως με την χαρακτική, αλλά παρόλα αυτά δεν περίμενα ότι θα αφιερώσω τρία χρόνια για μία ατομική έκθεση.

Υπάρχει και ένα παράδοξο, καθώς είναι μία έκθεση για ένα ταξίδι, τα έργα της οποίας δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας, που απαγορευόταν η κάθε μετακίνηση.

Ναι, όντως, αλλά τελικά μου άρεσαν όλα αυτά τα αντιφατικά πράγματα. Όταν γύρισα ήθελα να βρω ένα residency για να μείνω για 3 έως 6 μήνες στο Τόκιο ή κάπου αλλού. Τον Ιανουάριο άρχισα να ψάχνω κανονικά στο internet κάποια μέρη που είχαν υποδείξει φίλοι και τότε «έσκασε» η πανδημία και δεν πήγα. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα: να ταξιδέψω όπως θα ήθελα μέσα στον χώρο μου για όσο διαρκέσει αυτό ή να αναβάλω όλα μου τα σχέδια για αργότερα; Και τελικά επέλεξα μέσα στην καραντίνα, να προσπαθήσω να ξεφύγω τελείως και να φαντασιώνομαι ότι ξαναπήγα ή να μεταφέρω όσα έζησα αυτές τις λίγες ημέρες, τί θα ήθελα να ξαναζήσω τις επόμενες φορές που θα έκανα την επίσκεψη στην Ιαπωνία.

Οι «Δύο ναοί» είναι ένα δίπολο. Αν έπρεπε να επιλέξετε ένα άλλο δίπολο, ποιο θα ήταν αυτό;

Το δίπολο γενικά υπάρχει πολύ στην ζωγραφική μου και νομίζω ότι είναι πολύ εμφανές κυρίως στο θέμα φως-σκοτάδι, ένα θετικό και ένα αρνητικό συναίσθημα. Πιστεύω ότι αυτό γενικά σε κάνει πιο ισορροπημένο. Δεν υπάρχει ούτε η απόλυτη χαρά, ούτε η απόλυτη θλίψη, υπάρχουν στοιχεία και στα δύο, σαν μια τραμπάλα που πάει πάνω-κάτω. Υπάρχει μια ευκολία με την οποία βλέπει ο κόσμος ένα έργο τέχνης και λέει πως αν έχει χρώμα είναι χαρούμενο, άμα είναι ασπρόμαυρο είναι στενάχωρο. Αυτό είναι κάτι που εγώ προσπαθώ, με τον τρόπο που δουλεύω το χρώμα ή τους τόνους, να δημιουργήσω μια ισορροπία, δηλαδή στο χρώμα να υπάρχει κάτι βαρύ και σκοτεινό, στο ασπρόμαυρο να υπάρχει μια αχτίδα φωτός…

Μιλώντας

Η Ιαπωνία πάντως ήταν κάτι που υπήρχε στα έργα σας. Κάποια έργα από το «10 years of horror and romance» έχουν στοιχεία σούνγκα. Τι σας γοητεύει;

Η μητέρα μου είναι χαράκτρια. Άρα μου άρεσε πάρα πολύ η χαρακτική γενικά και μου άρεσε πολύ η γιαπωνέζικη χαρακτική και οι ξυλογραφίες. Και μάλιστα ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Λονδίνο, μας είχαν πάει με τη Σχολή στο Victoria and Albert Museum να δούμε μια τεράστια έκθεση με γιαπωνέζικη τέχνη. Μου έλεγε η δασκάλα του μεταπτυχιακού ότι θα μου πηγαίνει πάρα πολύ και ότι θα μου αρέσει… Εγώ τα είχα δει, αλλά δεν περίμενα όταν θα τα έβλεπα από κοντά ότι θα είναι τόσο πολύ καινούργιο για εμένα και θα με εμπνεύσει.

Και νομίζω ότι χωρίς να αντιγράφω αυτή την λεπτεπίλεπτη δουλειά των Γιαπωνέζων, υπάρχει στη δουλειά μου αυτή η λεπτή γραμμή, οι κρυμμένες λεπτομέρειες, μία κίνηση, όπως έχουν και τα ιαπωνικά χαρακτικά. Μάλιστα, μέσα από την έκθεση αυτή, μου ήρθε η ιδέα να κάνω και ένα animation για πρώτη φορά.

Πώς προέκυψε αυτό το animation; Γιατί παρόλο που υπάρχει κίνηση στα έργα σας, δεν είναι κινούμενες εικόνες. Πώς έγινε ο «γάμος» αυτός;

Μου αρέσει η κίνηση. Δεν είμαι του στατικού όσον αφορά την τέχνη. Και μου αρέσει και η αφήγηση. Τα έργα μου είναι και αφηγηματικά και έχουν και πολύ κίνηση. Πάντα ήθελα να κάνω ένα μικρό animation και το συζητούσαμε με κάποιους φίλους σκηνοθέτες, αλλά δεν προέκυψε. Τώρα, πήρα την απόφαση και έκανα το πρώτο βήμα να το πω στον Γιώργο Γούση με τον οποίο είμαστε φίλοι χρόνια. Του είπα την ιδέα μου, ότι ήθελα αφενός να είναι κάτι πειραματικό και αφηρημένο και κατά δεύτερον να μην είναι απλά μια εικόνα στην οποία απλά θα υπάρχει μια κίνηση π.χ. των μαλλιών όπως υπάρχει στον πίνακα, αλλά να είναι ένα αυτόνομο κινούμενο έργο.

Έτσι ξεκινήσαμε και πραγματικά πολύ πειραματικά και βήμα-βήμα, χτίστηκε ένας μικρός σκοτεινός θάλαμος στο κέντρο του εργαστηρίου μου, αυτοσχέδιος, από έναν φίλο του Γιώργου Γούση, τον Φωκίωνα Ξένο, animator. Μου έδειξε πώς να έχω σταθερό φωτισμό, πώς να χρησιμοποιώ την κάμερα κλπ και τα έκανα όλα στο χέρι. Δεν υπάρχει καθόλου υπολογιστής και στο τελικό αποτέλεσμα ο Γιώργος και ο Φωκίωνας έκαναν ένα μοντάζ ώστε να ενωθούν σωστά και να υπάρχει μια ωραία ροή στα πολλά takes που έκανα.

Μιλώντας

Πόσοι πίνακες υπάρχουν μέσα σε έναν σας πίνακα; Δεν γίνεται να μην αναρωτηθεί κανείς βλέποντας τα σβησίματα, τα τυπώματα, τα όσα «κρύβονται».

Δεν τα έχω μετρήσει… Τα σούσι (σ.σ. αναφερόμενος σε ένα από τα δύο έργα του που φιλοξενούνται στην έκθεση) θα μπορούσαν να είναι 8 εκατομμύρια… Τα Kami, γιαπωνέζικα πνεύματα, είναι 8 εκατομμύρια και ήθελα κάπως να τα αποτυπώσω καθώς δεν έχουν αποτυπωθεί ποτέ. Έτσι έφτιαξα τα δικά μου σούσι και σασίμι, με τον δικό μου τρόπο, που στην αρχή φρόντιζα να μοιάζουν, μετά ξέφυγαν τελείως και έχουν γίνει κάπως σαν αυτόνομα πνεύματα με δικό τους χαρακτήρα.

Λένε στην Ιαπωνία, πως αν σκύψεις και κοιτάξεις μέσα από τα πόδια σου, θα δεις τα φαντάσματα που υπάρχουν στο χώρο. Αν σκύψετε εσείς, τι φαντάσματα θα δείτε; Ποια είναι τα δικά σας φαντάσματα;

Υπάρχουν πολλά. Είναι όλες μου οι αναμνήσεις και γενικά υπάρχουν σε όλα μου τα έργα, όχι μόνο στην τελευταία ενότητα. Είναι φαντάσματα του παρελθόντος. Σε πολλά έργα επίσης ζωγραφίζω χαρτοταινίες, που από κάτω υπάρχουν κάποιες σκηνές από κάποιες αναμνήσεις ή φαντασιώσεις, σε άλλα σημεία, είναι η χαρτοταινία μόνη της χωρίς τίποτα από κάτω, που σημαίνει πως αυτή η ανάμνηση σβήστηκε, κατά λάθος ή ηθελημένα. Γενικά «παίζω» πολύ με αυτό, με το τι συνέβη, με το τι είναι δημιούργημα της φαντασίας ή της επιθυμίας μου, κάτι που θα ήθελα να επαναληφθεί ή κάτι που θα ήθελα να έχει συνέχεια.

Και η μουσική, παίζει σημαντικό ρόλο. Συνεχίζετε να ακούτε Nick Cave; Στο animation σας η μουσική είναι του Νικ Σκλαβούνος, συνεργάτη του Nick Cave.

Είχα αποφασίσει μετά την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη και στο Βέλγιο που κάναμε με τον δίσκο του Cave, το επόμενό μου βήμα να μην έχει καθόλου μουσική. Πολύ συνειδητά και να απεμπλακώ από όλο αυτό. Παρ’ όλα αυτά όταν άρχισα να σκέφτομαι το animation χρειάστηκα ήχο. Και πολύ διακριτικά και με σωστό τρόπο, νομίζω ότι βάλαμε την μουσική που δημιούργησε ο Νικ Σκλαβούνος, βλέποντας τα takes που φτιάχναμε.

Όμως δεν θέλαμε να το διατυμπανίσουμε ότι είναι η μουσική του Σκλαβούνος από τους Bad Seeds. Από την άλλη δεν μπορώ να το αποφύγω, γιατί εξακολουθώ και ακούω Nick Cave και όλη την «οικογένεια» των μουσικών του. Όμως δεν θα ήθελα να υπάρχει μια επανάληψη.

Μιλώντας

Διακρίνω εδώ έναν φόβο, αυτόν της τυποποίησης. Ποιοι άλλοι φόβοι υπάρχουν;

Ο φόβος της τυποποίησης δεν νομίζω ότι υπάρχει όσον αφορά την ζωγραφική μου. Το να επαναλάβω κάτι που έχω ξανακάνει ή να υπάρχουν στοιχεία που υπήρχαν και σε έργα μου προ τριετίας κλπ μου αρέσει. Μου αρέσουν τα remake, τα remixes, να επιστρέφω. Η φοβία μου είναι αν κάποια στιγμή δεν έχω όρεξη να κάνω κάτι ή για πρακτικούς λόγους δεν μπορώ. Αυτό φοβάμαι. Είμαι αρκετά φοβικός σε θέματα υγείας και σε θέματα έμπνευσης. Βέβαια, τη στιγμή που θα συμβεί – αν συμβεί – θα υπάρχει κάποιος λόγος και θα με πάει κάπου αλλού ίσως.

Και αν συμβεί αυτό που αλλού θα πάτε;

Δεν το γνωρίζω ακόμα… Αυτό που κάνω παράλληλα, το λέω και λίγο αστεία, είναι σε ταινίες φίλων και συνεργατών μου να παίζω τον κομπάρσο! Ή επίσης σε δίσκους πολύ καλών μουσικών φίλων μου, έχω κάνω παλαμάκια. Άρα μπορεί να γίνω ή κομπάρσος ταινίες ή θα χτυπάω παλαμάκια σε δίσκους!

Info

Η έκθεση «Γραφή και Ανάγνωση ΙΙ» στον χώρο σύγχρονου πολιτισμού «Tatiana Dimou», θα διαρκέσει έως τις 29 Νοεμβρίου και το ωράριο λειτουργίας είναι το εξής: Δευτέρα – Τετάρτη – Σάββατο: 9:00 – 14:30, Τρίτη – Πέμπτη – Παρασκευή: 9:00 – 14:00 | 18:00 – 21:00. Κυριακή: Κλειστά. Η είσοδος είναι ελεύθερη.