Ο Κύριος Κώστας

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Πριν μερικές δεκαετίες, οι άνδρες δεν είχαν πλούσιες γκαρνταρόμπες. Οι ντουλάπες τους ήταν λιτές, σαν των στρατηγών. Στολή εκστρατείας, στολή παρελάσεων, τέλος. Ο ενδυματολογικός πολιτισμός απείχε ακόμα από την καταιγιστική προέλαση των πρακτικών ρούχων, των συνθετικών μπουφάν, των πουλόβερ, των φούτερ, του κατακλυσμού της σπορ απάντησης για κάθε συνθήκη της καθημερινότητας. Επιπλέον, τα ήθη ήταν σοβαρά. Αποτυπώνονταν στον κώδικα ντυσίματος στην εργασία, όπου το σακάκι στις δουλειές γραφείου, στην επιχείρηση, στο μαγαζί, ήταν αυτονόητο, για τον ιδιοκτήτη και τον υπάλληλο. Κατά κανόνα, οι άνδρες είχαν ένα-δυο κοστούμια για την καθημερινότητα και ένα για τις Κυριακές. Και εορτές. Οι γραφιάδες και οι λογιστές χρησιμοποιούσαν μανσέτες για να μη φθείρουν τα μανίκια από την τριβή στην ξύλινη επιφάνεια του γραφείου. Οι μανσέτες ήταν ένα σκούρο ύφασμα μάκρους ενός πήχυ, φοριόντουσαν από τον καρπό έως έως τον αγκώνα και έκλειναν με ένα απαλό λάστιχο.

Μπαίνοντας σαν συντάκτες των διανυκτερευόντων φαρμακείων και της επιμέλειας τυπικών δελτίων τύπου στην «Πελοπόννησο» των ημερών του ’80, πέσαμε στο φαινόμενο της μανσέτας οι οποίες χρησιμοποιούνταν από τον Γιάννη Βουλδή, Γιάννη Ανδρικόπουλο και τον Κώστα Παπασπυρόπουλο. Ο ένας μας άφησε πριν χρόνια, ο δεύτερος πριν λίγο καιρό. Ο τρίτος κηδεύτηκε σήμερα, στους Αγίου Αγγέλους. Συμπέσαμε στα γραφεία της Αλεξάνδρου Υψηλάντου, με τις μυρωδιές των παλιών φύλλων, των χειρογράφων και του αντιμονίου, για λίγο διάστημα στην άγουρη εποχή της φωτοσύνθεσης, την οποία διέτρεξε τυπικά, γιατί σύντομα θα έβγαινε στη σύνταξη, αποχωρώντας ήσυχα και χωρίς συγκινήσεις. Ηταν ένα σπάνιο κράμα ανθρώπου. Ευαίσθητος, αλλά ασυγκίνητος, βίωνε τα εξωτερικά ερεθίσματα με μια λιτή, στωική εσωτερικότητα, όχι χωρίς να σκάει κανένα γέλιο εδώ και εκεί. Ηταν της κατηγορίας των συντηρητικών που τους άρεσε το εύθυμο κλίμα. Με χιούμορ υπόγεια ανατρεπτικό, που όμως ποτέ δεν έβγαινε στο χειρόγραφο. Αυτά ήταν για μεταξύ μας.

Μέχρι μια κάποια εποχή, οι δημοσιογράφοι έβγαιναν στη σύνταξη πριν τα εξήντα τους. Τους αναγνωριζόταν ότι το επάγγελμα ήταν σκληρό, και πράγματι απαιτούσε να δουλεύεις μέχρι τις μεσονύκτιες ώρες. Σήμερα το επάγγελμα είναι επίσης σκληρό, αλλά τελειώνεις σχετικά νωρίς, όχι επειδή σε λυπήθηκαν αλλά αυτό επέβαλε το ωράριο των πιεστηρίων. Απλά δουλεύεις και δεν κάνεις τίποτε άλλο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Κώστας Παπασπυρόπουλος ήταν το πολιτιστικό ρεπορτάζ και διάφορες άλλες περιφερειακές εργασίες απαραίτητες σε μια επαρχιακή εφημερίδα. Το πολιτιστικό ρεπορτάζ, καλλιτεχνική ζωή, εκπομπές, πολιτιστική δραστηριότητα, έπιανε ένα τρίστηλο μεγάλου σχήματος. Το άνοιγμα, ένα- δυο δίστηλα, και μονόστηλα. Ο περιφερειακός τύπος ήταν δεσμευμένος από μια συντηρητική λογική που καθρέπτιζε και ανατροφοδοτούσε τα ήθη της εποχής. Μετρημένοι τόνοι, συμβατική διαχείριση της καθημερινότητας, θεσμοκεντρική και φιλοπαραγοντική ειδησεογραφία, σεβασμός στο ειδησάκι, πολύ περιορισμένη έκθεση προσώπων, αποφυγή τραυματισμών, διπλωματική και σποραδική άσκηση κριτικής, πολλή σιωπή και βεβαίως φλογερή πολιτική αρθρογραφία, κατά τα πρότυπα των πρώτων εποχών του Τύπου, προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην κεντρική σκηνή, μια άσκηση φιλοπαραταξιακού ύφους του αρθρογράφου.

Ο Κώστας Παπασπυρόπουλος- δεν ήταν το καλύτερό του- κλήθηκε να διαχειριστεί μια σαρκαστικά αντιφατική κατάσταση: Τολμηρό, ρηξικέλευθο, εξωστρεφές, ευρωπαϊζον Διεθνές Φεστιβάλ σε μια τοπική κοινωνία με κλειστούς ορίζοντες, που συνοφρυωνόταν με τις πολιτικές συνδηλώσεις αυτών των ανοιγμάτων, τα οποία σερβίρονταν από την «αντίπαλη πολιτική κατάσταση». Αντε να το βολέψεις στο παραδοσιακό σου τριστηλάκι. Οι εκδότες της «Π» ήταν ευμενείς. Οι αναγνώστες όμως; Οι τοπικοί παραγωγοί πολιτισμού; Τον καιρό εκείνο η Πάτρα έστησε τσακωμό με το μέλλον. Δεν κέρδισε κανείς.

Η μανσέτα. Σύμβολο μιας εποχής, σαρώθηκε με την αλλαγή του κλίματος. Πολύ γρήγορα το ηλικιακό κενό που άνοιξαν στη συντακτική ομάδα οι αποχωρήσεις των παλιών, καλύφθηκε από νεότερους που άλλαξαν τις ισορροπίες στην εσωτερική ζωή. Και μετά ήρθε η εμπλοκή στη ραδιοφωνία. Μετά ήρθαν τα κανάλια Και μετά ήρθε η νέα τεχνολογία κακήν κακώς. Μετά ήρθε η μετακόμιση, ο υπολογιστής, η κατάργηση του χειρογράφου. Ο Κύριος Κώστας αφυπηρέτησε ευδοκίμως σαν κύριος. Διαζεύχθηκε τη δημοσιογραφία πλήρως, μετέχοντας ωστόσο στις συνελεύσεις, με συνέπεια και δωρικότητα. Απολάμβανε τις θρυλικές του βόλτες μέχρι τον παλιό μώλο και τον σταθμό. Πιθανόν να αγνοούσε ότι οι ιστορίες του συζητούνταν μέχρι και στα τελευταία του.

Μια τέτοια μας έλεγε παλιός συνάδελφος, για τις μέρες όπου οι έξαλλοι ΠΑΣΟΚοι πολιορκούσαν τα γραφεία της Υψηλάντου με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το ’85. Σαν τον διάολο, την άλλη μέρα μάθαμε ότι ο Κ. Παπασπυρόπουλος έφυγε από τη ζωή. Οι άνθρωποι αφήνουν τη φωνή και τη σκιά τους στους χώρους με τους οποίους ζυμώθηκαν. Ξεφυλλίζοντας τους παλιούς τόμους, κάθε τους λέξη είναι Βουλδής και Καραλής, Βλαχάκης και Αδαμόπουλος, Παπασπυρόπουλος και Ανδρικόπουλος, χρώμα ασπρόμαυρο, μελάνι, αράδα, βρεγμένο δοκίμιο, διόρθωση με μολύβι, ξέσπασμα από τον Δημόπουλο, τελικό μοντάρισμα από Σωτηρόπουλο. Και ένας μικρός να φέρει ένα φύλλο φρεσκοτυπωμένο, μη δούμε καμιά ματσολιά, να πούμε Στοπ, αλλά Στοπ δεν είπαμε και πέρασαν έτσι σαράντα χρόνια.