Οι μεγάλες αυξήσεις και ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας
Του Γεώργιου Παππά, ορκωτός ελεγκτής λογιστής – πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Β/Δ Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδος.
Οι πολύ μεγάλες αυξήσεις στην ενέργεια, στο μεταφορικό κόστος και στις τιμές των πρώτων υλών επιβαρύνει σημαντικά το κόστος των επιχειρηματικών και οικογενειακών προϋπολογισμών, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και αυξάνοντας τα κόστη των επιχειρήσεων, με επακόλουθο την μείωση των κερδών τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επανεπενδύσεις και απασχόληση εργατικού δυναμικού με διατήρηση των υπαρχόντων αλλά και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Οι ευνοϊκές συνθήκες ζήτησης επέτρεψαν στις εταιρείες να μετακυλήσουν μέρος του υψηλότερου κόστους προς τους καταναλωτές, οι οποίοι έχοντας συγκεντρώσει την απαραίτητη ρευστότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας λόγω της φτωχής κατανάλωσης έδειξαν διατεθειμένοι να καταβάλουν τις υψηλότερες τιμές.
Οσο όμως περιορίζεται το διαθέσιμο εισόδημα , τόσο θα περιορίζεται και η ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών, με συνέπεια την μείωση των πωλήσεων των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση την αναπροσαρμογή των τιμών των προϊόντων προς τα άνω και των μισθών προς τα κάτω.
Οι χειμερινές προβλέψεις της Commission οι οποίες δεν είναι αισιόδοξες, αναφέρουν ότι οι υψηλές τιμές στο ρεύμα και το φυσικό αέριο θα συνεχιστούν για τουλάχιστον ένα ακόμη χρόνο.
Στο κεφάλαιο ωστόσο που αφορά τις ενεργειακές εξελίξεις πανευρωπαϊκά, η έκθεση αναφέρει ότι αυτές θα παραμείνουν το βασικό στοιχείο ώθησης του πληθωρισμού προς τα πάνω, προσθέτοντας ότι παρά την αναμενόμενη σταθεροποίηση των τιμών χονδρικής από το 2ο τρίμηνο του 2022 και μετά, το peak στην λιανική του φυσικού αερίου δεν αναμένεται πριν τα μέσα του έτους.
Και αυτό, καθώς οι προηγούμενες αυξήσεις θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τις τιμές και να τις συντηρούν σε υψηλά επίπεδα.
Και μιλά για ουσιαστική αποκλιμάκωση τιμών από την άνοιξη του 2023 και μετά, δηλαδή σε ένα και πλέον χρόνο από σήμερα, αναγνωρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς και τα δομικά ζητήματα της ενεργειακής κρίσης, που δεν οφείλεται μόνο στον γεωπολιτικό παράγοντα. Επισημαίνει μάλιστα ότι ακόμη και αν δεν γίνουν άλλες αυξήσεις στην αγορά χονδρικής, εντούτοις το μέχρι σήμερα άλμα τιμών, δεν έχει ακόμη μετακυλιστεί πλήρως στις τιμές λιανικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η Επιτροπή μιλά για κορύφωση των τιμών στο ρεύμα και γενικότερα των καυσίμων στο πρώτο τρίμηνο του 2022 και μετά βλέπει αποκλιμάκωση, χωρίς ωστόσο να αποκλείει τη διατήρησή τους σε υψηλά επίπεδα. Επισημαίνει ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος αναμένεται να περάσει και στα υπόλοιπα προϊόντα του καλαθιού του καταναλωτή, γεγονός που σηματοδοτεί πως έπεται συνέχεια ως προς τις ανατιμήσεις των τιμών συνολικότερα στην ελληνική αγορά.
Επισημαίνεται επίσης ότι όλα τα παραπάνω αφορούν στο άμεσο αντίκτυπο της ανόδου των τιμών στα βασικά ενεργειακά προϊόντα. Οι έμμεσες επιπτώσεις που επίσης επηρεάζουν τις πληθωριστικές εξελίξεις είναι πιθανό να παραμείνουν για περισσότερο διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι προβλέψεις της Κομισιόν, όσο και άλλων οίκων και αναλυτών, διέπονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, με άγνωστο φυσικά Χ, το τι θα συμβεί στην Ουκρανία. Σύμφωνα με αναλυτές, σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου άνθρακα, οι τιμές του φυσικού αερίου οδηγούν τις χρηματιστηριακές τιμές ηλεκτρισμού στα επίπεδα των 220 ευρώ/MWh, που ίσως μειωθούν προς τα 180 ευρώ/MWh τους επόμενους μήνες του 2022. Οι τιμές αυτές είναι τρεις φορές πιο υψηλές από τις τιμές που ίσχυαν στις αρχές του 2021.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News