Παίκτες των ριάλιτι, καμάρια της φυλής – Τρεις απαντήσεις για το φαινόμενο

Εικόνες συνωστισμού στη Ρόδο, στην πλατεία στο Φαληράκι, από θερμόαιμους ροδίτες που θέλησαν να υποδεχτούν ως…Ολυμπιονίκη τον παίκτη του Survivor Τζέιμς Καφετζή (το επάγγελμά του είναι διοργανωτής πάρτι σε πλοία, στην οικογενειακή επιχείρησή του στη Ρόδο) μετά την οικειοθελή του αποχώρηση από το παιχνίδι που προβάλει ο ΣΚΑΪ και παραμένει στην κορυφή της τηλεθέασης.

Τοπικά Μέσα μετέδωσαν πανηγυρικές εικόνες: πυροτεχνήματα φώτισαν τον ουρανό της Ρόδου για την υποδοχή του παίκτη, ο οποίος κατέφτασε σε νταλίκα.

Σήμερα, πιθανότατα, επιστρέφει στο Ζευγολατιό, στο χωριό του, ο κτηνοτρόφος Νίκος Μπάρτζης, που επίσης αποχώρησε από το Survivor, και το Ζευγολατιό ετοιμάζει ανάλογη υποδοχή στον… ήρωά του. Εχουν ήδη αγοραστεί 1500 ευρώ πυροτεχνήματα, τα οποία θα τοποθετηθούν στον δρόμο, από την Εθνική για το Ζευγολατιό!

Τα ερωτήματα:

-Τι φταίει που φτάσαμε σε επίπεδα ηρωοποίησης ενός παίκτη ριάλιτι; Και δεν είναι η πρώτη φορά.

-Είναι θέμα παιδείας και κουλτούρας;

-Παίζει ρόλο η απουσία καθοδήγησης;

-Μήπως κάποιοι βολεύονται, τελικά, να έχουν τέτοιου είδους κοινό, που να μην ασχολείται με σοβαρά θέματα;

-Μήπως όλο αυτό είναι μια επιθετική αντίδραση-ξέσπασμα της κοινωνίας;

Μάρω Γαλάνη: Μια καλοστημένη επιχείρηση για λογαριασμό του συστήματος

«Οταν ο 24χρονος Τζέιμς Καφετζής, παίκτης του survivor, επέστρεψε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, τη Ρόδο, τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα. Ηρωας ένας παίκτης του reality survivor!

Το survivor δεν είναι reality βέβαια, διότι η πραγματικότητα δεν εξελίσσεται φυσιολογικά στο συγκεκριμένο παιχνίδι, είναι κατασκευασμένη. Ούτε κοινωνικό πείραμα είναι. Στηρίζεται στο πείραμα του Muzafer Sherif το οποίο όμως είχε όριο ασφαλείας ενώ στο survivor δεν υπάρχει κανένα όριο, αρκεί να ανεβαίνουν τα νούμερα της τηλεθέασης. Οι διομαδικές σχέσεις με αγνώστους που οργανώνονται από την παραγωγή στόχο έχουν να δημιουργήσουν ασταθές κοινωνικό τοπίο ανταγωνισμού, αντιπαλότητας και εχθρότητας. Οι αγώνες στήνονται, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, πάνω σε μια ισχυρά ανταγωνιστική συνθήκη ανάμεσα στις ομάδες. Κάθε μια υποτιμά την άλλη, τα μέλη επιτίθενται υποτιμητικά, προσβλητικά και βίαια λεκτικά, συχνά όχι μόνο στα μέλη της αντίπαλης αλλά και της ίδιας τους της ομάδας.

Είναι καλοστημένο ως προς το στόχο του, τις “ευγενείς” αξίες της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας, της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας.

Οι θεατές, αθώοι κι ανέντακτοι, συγκινούνται με το συναίσθημα αλληλεγγύης που μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στην ομάδα, το οποίο ποτέ δεν έχει συνέχεια, μάλιστα συχνά στο παιχνίδι η αλληλεγγύη για τον παίκτη που κάποιος τον αγκαλιάζει για να εκδηλώσει την συμπάθεια και τη χαρά του, εκλαμβάνεται αρνητικά (ως στρατηγική).

Το κοινό γοητεύεται από την ομάδα χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι παρά το εργαλείο για να φθάσει ο παίκτης στον προσωπικό του στόχο.

Οι θεατές ορμώμενοι από την οντολογική αγωνία του ανθρώπου να επιβιώσει σε συνθήκες φυσικού περιβάλλοντος, παρακολουθούν ένα οργανωμένο σύστημα το οποίο αναδεικνύει νικητή αυτόν που για να επιβιώσει θα εξοντώσει τον αντίπαλο υπακούοντας στους νόμους του παιχνιδιού.

Το survivor είναι μια καλοστημένη επιχείρηση για λογαριασμό του συστήματος του νεο-φιλελευθερισμού. Εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη ανάγκη για συναισθήματα αλληλεγγύης και συντροφικότητας, τα οποία προβάλλει ανάμεσα στους παίχτες, μόνο για να ξεγελάσει τον θεατή. Στηρίζεται σε δυισμούς  του φύλου “άρρεν θήλυ” και της οντολογίας “καλός παίκτης – κακός παίκτης, έξυπνος – χαζός, γραμμωμένος – λαπάς κ.λπ.” οι οποίοι αποτελούν βάση ανάπτυξης ρατσισμού.

Τα σώματα των παικτών είναι γυμνασμένα ηλιοκαμένα ώστε να επηρεάζουν κάθε πολίτη για τον έλεγχο της εικόνας σώματος. Εστιάζει στο σώμα, “στις σχέσεις εξουσίας που ασκούνται σε αυτό και τους πειθαρχικούς μηχανισμούς οι οποίοι μετασχηματίζουν το ανθρώπινο σώμα και το κανονικοποιούν” (Foucault, 2011).

Ολα αυτά νομιμοποιούνται μέσα από το παιχνίδι, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, και δημιουργούν τη συνθήκη υποταγής στο σύστημα του άκρατου κοινωνικού ανταγωνισμού.

Αυτό βολεύει την άρχουσα τάξη.

Απομακρύνεται ο κόσμος από τα σοβαρά θέματα για ισοπολιτεία, δικαιοσύνη και κοινωνική ευημερία».

* Η Μάρω Γαλάνη είναι χορογράφος – ερευνήτρια της Performance, πανεπιστημιακός.

Μίνα Π. Πετροπούλου: Εθισμός στο ευτελές: συμφέρει! 

«Για την αποθέωση του ελάχιστου η ευθύνη βαραίνει κυρίως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης λόγω των θεμάτων που επιλέγουν να προβάλλουν.

Για την επίδραση του ελάχιστου στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων η ευθύνη βαραίνει τους γονείς και τα εκάστοτε εκπαιδευτικά συστήματα.

Η έλλειψη παιδείας μπορεί να έχει ως αφετηρία τη μαθητική ζωή αλλά συστηματικά και παρασιτικά συντηρείται σε βάθος χρόνου, συμβάλλοντας στο να υιοθετούνται κοσμοθεωρίες μηδενικών ουσιαστικά προσδοκιών και απαιτήσεων, πρώτα και κύρια από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Οποιοι διαμορφώνουν τα τηλεοπτικά πράγματα και τα προγράμματα εκπαιδευτικής πολιτικής, επιμένουν και συχνά πείθουν τους ανθρώπους για το “λίγο” και το ευτελές που πρέπει να μετουσιώνεται σε “αξία”.

Κι όμως! Σειρές όπως “το Νησί” και το “Κόκκινο ποτάμι” που πραγματεύονταν τον εκτοπισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό των χανσενικών ή αντίστοιχα την γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, αγαπήθηκαν ξεχωριστά και κυρίως από τους νέους.  

Το κοινό, λοιπόν, και μπορεί και θέλει την ποιότητα και την παρηγοριά της τέχνης στη ζωή του. Προφανώς όμως τέτοιες επιλογές δεν συμφέρουν: κάνουν την διαχείρισή των πολιτών δυσκολότερη»!

* Η Μίνα Π. Πετροπούλου είναι φιλόλογος και διδάκτωρ Κοινωνιολογίας.

Ειρήνη Καλτσά: Ο θρίαμβος των «μικρών»

«Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ένας στρατηγός επέστρεφε νικητής στη Ρώμη, οι πολίτες συνέρρεαν στους δρόμους για να τον αποθεώσουν. Την ώρα εκείνη της υπέρτατης δόξας, ένας δούλος τού ψιθύριζε στο αυτί: “memento mori”, δηλαδή, “θυμήσου τον θάνατο”. Η στιγμή του θριάμβου ήταν ταυτόχρονα και στιγμή υπόμνησης του εφήμερου κάθε δόξας.

Σήμερα, από την άλλη, “θρίαμβοι” οργανώνονται για παίκτες ριάλιτι που ωφελούν μόνο τον εαυτό τους, τα κανάλια και τους διαφημιστές τους και όχι για τους υπερασπιστές του δημοσίου συμφέροντος. Από δε τη σκηνή της “δόξας” τους απουσιάζει η φωνή που υπενθυμίζει τη ματαιότητα της κενοδοξίας. Γιατί, λοιπόν, συγκεντρώθηκε όλο αυτό το πλήθος στη Ρόδο, στην υποδοχή ενός ανθρώπου που πληρώθηκε για να βλέπουν οι τηλεθεατές πώς δείχνει αγουροξυπνημένος, για παράδειγμα; Ισως, επειδή στο σύμπαν της παγκόσμιας ψηφιακής κοινωνίας υποβόσκει η ανάγκη του ανθρώπου της τοπικής κοινωνίας να επαναπροσδιορίσει μια συγκεχυμένη ταυτότητα, την οποία στο παρελθόν σχημάτιζε στη χαμένη, πλέον, συλλογικότητα της τοπικής κοινότητας και τους “μικρούς” της ήρωες…».

* Η Ειρήνη Καλτσά είναι φιλόλογος.

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΕΡΓΑΝΕΛΑΚΗ