Τι δεν ξέρει ο Ανδρουλάκης
Ο Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για το τελευταίο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη
Ποιος το ξέρει- ποιος το ξέρει; Ο στίχος του ρομαντικού αυτού τραγουδιού αναφέρεται στη στοχαστική μελαγχολία των ερωτευμένων που διερωτώνται (βασίμως) αν θα τους βρει μαζί και το άλλο καλοκαίρι. Ερωτευμένος με τη ζωή, τη δράση, τη σκέψη, τα φαινόμενα και την αλληλοδιαδοχή τους, τροφή που αποτέλεσε την προσωπική του αμβροσία, ο Μίμης Ανδρουλάκης ξέρει ότι ούτε θεός ούτε ημίθεος έγινε, όσο κι αν η περιπετειώδης εποχή του τον έκανε και αυτό να αισθανθεί. Τιτλοφορεί τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του ακριβώς έτσι- ποιος το ξέρει; δις- υπαινισσόμενος με πικρό αλλά και τρυφερό χιούμορ την αναπόφευκτη ανασφάλεια που προκαλεί η επίγνωση ότι τα σβηστά κεριά του βίου του έχουν καταφανώ ς πληθύνει σε βάρος των κεριών που φέγγουν ακόμα. Αλλά στο κλείσιμο του τόμου αποφεύγει παρακάλια και παράπονα.
Επιλέγει να υποκλιθεί μπροστά στην αδυναμία της ασφαλούς προφητείας επί των μελλουμένων και να αναγνωρίσει ταπεινά και ιπποτικά, συνεπώς λεβέντικα, την περατότητα των βιολογικών και διανοητικών του ορίων σε σχέση με τον κόσμο του και τις εποχές στις οποίες κληρώθηκε να ζήσει, έχοντας το προνόμιο της θαυμαστής αλληλεπίδρασης με συνθήκες και πρόσωπα, ένα προνόμιο με τον οποίο τον προίκισε η πείσμων, ανήσυχη, ακάματη και φιλοπρόοδη φύση του. Η οποία τον κατέστησε αξιοζήλευτο ερμηνευτή των σημείων των καιρών μας, πρωταγωνιστή του προσκηνίου και του ημίφωτος, αφοπλιστικό συνομιλητή και εξομολογητή των πιο σημαντικών προσωπικοτήτων της ελληνικής δημόσιας ζωής. Με όσες από αυτές δεν μπόρεσε να συνυπάρξει, γιατί προηγήθηκαν της γέννησής του, τις κυνήγησε μετά θάνατον πετυχαίνοντας να τις βιογραφήσει αποκαλυπτικά αλλά και σκανδαλιστικά, όπως τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μένεις να απορείς με τη σαγήνη του χαρακτήρα, η οποία του επέτρεψε (του επέβαλε) να γίνει μυθιστοριογράφος αλλά και ταυτοχρόνως μυθιστορηματικός: Ο άνθρωπος που ξεκλείδωσε στόματα, αρχεία, αναμνήσεις, μπαούλα, πάντων και πασών, μαγνητίζοντας τα πρόσωπα-στόχους με την καθηλωτική του ευφυία η οποία έλκει τον κόσμο γύρω του, στο πλαίσιο ενός πλατωνικού ερωτισμού.
Η βασανιστικά για εαυτόν και αλλήλους φιλοπρόοδη φύση του Μίμη Ανδρουλάκη τον εξώθησε, εκτός των άλλων, να εντρυφήσει στις οικονομικές θεωρίες από καταβολής διανοητών- θεμελιωτών της ανάλυσης των συστημάτων. Καθώς ο τρίτος τόμος περιστρέφεται γύρω από τον υπερπρωταγωνιστή των εξελίξεων της τελευταίας εικοσαετίας, που ήταν η διεθνής και εγχώρια οικονομική κρίση, οι κριτικές προσεγγίσεις του Ανδρουλάκη πάνω στον τρόπο με τον οποίο ξένοι και έλληνες κομβικοί παράγοντες διαχειρίστηκαν τη συστημική θεομηνία, έχουν καθοριστικό ρόλο στην εξιστόρηση και των σχολιασμό των γεγονότων εκ μέρους του συγγραφέα που εδώ υπέχει ρόλο «Φραντζή», χρονικογράφου της Αλωσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Ο Ανδρουλάκης παρακολουθεί τους κατόχους των κρίσιμων θεσμικών αξιωμάτων στις αμήχανες, αυτοσχεδιαστικές, αλληλοσυγκρουόμενες επιλογές τους, ως κριτικός, αντικειμενικός αλλά και συγκαταβατικός παρατηρητής. Το αποτέλεσμα είναι όπως πάντα ερεθιστικό και διαφωτιστικό. Ο Ανδρουλάκης κατέχει την τέχνη της δημοσιογραφικής γραφής την οποία συνδυάζει με υψηλής βαθμίδας, δύσληπτη ενίοτε, διανόηση και αλλά και ποιητικό στοχασμό. Δεν είναι ιστορικός, λείπουν οι οπτικές γωνίες από τις άλλες πλευρές του πολιτικού φάσματος, αλλά συμβάλλει στην ιστορία. Η ιστορία του είναι η ιστορία μας. Ο Ανδρουλάκης «μεγαλώνει» και ωριμάζει. Αυτονομείται αλλά δεν αυτοεξορίζεται. Απέχει μετέχοντας. Είναι πλούσιος σε σκέψη, εμπειρίες, εκτίμηση, βιογραφικό. Και ταυτόχρονα κατοχυρώνει το προνόμιο της ανεξαρτησίας. Αν ήταν νεότερος, θα ήταν φτωχότερος. Οποιο και από τα δύο αν προτιμάει, χαίρεται αυτό που έχει κατακτήσει. Αυτό που δεν ξέρει, τα κεριά που του έχουν απομείνει, είναι μάλλον και το μόνο που δεν θέλει να του πουν.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News