Το πουλάκι τσίου

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Το περιστέρι είχε ανέβει στο τραπέζι του με το ράμφος του να απέχει από τη μύτη του σκάρτους ογδόντα πόντους, αλλά ο πελάτης δεν το πήρε είδηση γιατί η προσοχή του ήταν απορροφημένη από το κινητό του. Ποιος κόσμος είναι πιο πραγματικός, τελικά; Της οθόνης, που μας χαρίζει επικοινωνία, δικτύωση, πληροφορία από όλη την υφήλιο ή ο στενός κύκλος γύρω από το σαρκίο μας και οι κλειστοί ορίζοντες μιας επαρχιωτούπολης που θέμα των μισών κατοίκων της είναι οι άλλοι μισοί κάτοικοί της (και τα ερεθίσματα του διαδικτύου);

Η σκηνή κράτησε τριάντα δευτερόλεπτα και διακόπηκε όταν το πουλί απαύδησε και έφυγε. Συνήθως έρχεται κάποιο κέικ με τον καφέ, αλλά αυτή τη φορά η σερβιτόρα καθυστερούσε. Το περιστέρι επανήλθε δριμύτερο και τότε ο πελάτης το πρόσεξε: Είχε κατεβάσει το κινητό και μπορούσε να ασχοληθεί με την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα. Εδιωξε το πουλί μετά βδελυγμίας, κάτω από τη σχηματισμένη πεποίθηση ότι τα περιστέρια είναι εξαγωγείς ρύπων και μικροβίων. Είναι η γνώση που αποκτάς μεγαλώνοντας.

Όταν είσαι μικρός, θεωρείς τα πουλιά σύμβολα αγνότητας, ειρήνης, τρυφερότητας, απαραίτητα συμπληρώματα του φυσικού τοπίου, της βαρκούλας στα ανοιχτά, των λόφων που κρατούν στους ώμους τους μπλε ουρανούς, του αετού που πεθαίνει στον αέρα και κάποια στιγμή πέφτει, υποθέτουμε, του παγωμένου μπαλκονιού στα χειμερινά δειλινά, με το σπουργίτι να σου χτυπά τάχα το τζάμι. Περάσαμε μυριάδες χειμώνες και έχουμε αντικρίσει αναρίθμητα τζάμια, αλλά σπουργίτι να τα χτυπά δεν είδαμε. Αυτά είναι σαν τα πεφταστέρια, όταν κοιτάς τον ουρανό με προσδοκία να δεις ένα, στο τέλος σε πιάνει ο αυχένας σου.

Το πεφταστέρι θα πέσει αιφνιδιαστικά, και μέχρι να πεις την ευχή, έχει χαθεί μέσα στο σκοτάδι του ουρανού αλλά και το σύγκρυο της σκέψης τι μέλλει να γίνει γι’ αυτά και γι’ αυτούς που δεν περιλαμβάνει η ευχή σου. Αυτό ίσως είναι και το νόημα της διασταύρωσης του Αλαντίν με το τζίνι: Μέχρι τρεις ευχές μπορείς. Μπορούν οι επιθυμίες να συνοψιστούν σε τρεις προτάσεις; Και τι χουνέρι σου επιφυλάσσει η μοίρα για όσα νόμισες πώς δεν επιθυμείς γιατί τα έχεις εκλάβει ως δεδομένα; («Καμπούρα έχεις;» λέει το ξωτικό του ανεκδότου στον οδοιπόρο. «Όχι» λέει εκείνος. «Πάρε μία»).

Λέγαμε για τα σπουργίτια, όμως. Πέρασε ο καιρός από τότε που η παιδική μας επιθυμία ήταν ένα πουλί να κινηθεί προς το μέρος μας, σαν ένα νεύμα του πεπρωμένου, όταν ένα σπουργίτι μπήκε πράγματι στο σπίτι μας, σκιαγμένο από γιορτινά πυροτεχνήματα. Δοκιμάσατε ποτέ να βγάλετε τρομαγμένο πουλί έξω από σπίτι; Βλέπουν μύγα στα 500 μέτρα και δεν βλέπουν μπαλκονόπορτα στα δύο. Μια άλλη φορά, στη τζαμαρία του γραφείου μας ακούστηκε γδούπος: Ένα πουλί πλανήθηκε από τις ανακλάσεις, νόμισε ότι κινείτο προς το ηλιοβασίλεμα και έπεσε στο τζάμι όπως τα καρτούν όταν τα καταδιώκει ο Σιλβέστρος. Η διαφορά είναι ότι τα καρτούν συνέρχονται και συνεχίζουν.

Τα πουλιά. Είναι μια υπόμνηση της παλαιοντολογίας. Κάπως έτσι ήταν τα πρώτα πλάσματα του ζωικού βασιλείου, αλλά θεόρατα και τρομακτικά. Παρακαλούσες μην κελαηδήσουν και σου τρυπήσουν το τύμπανο. Πρόβλεψε το μέλλον ο συγγραφέας του βιβλίου που μετέφερε ο Χίτσκοκ στην οθόνη: Σκέψου σε μια συνθήκη κλιματικής αλλαγής ή μετάλλαξης, τα πουλιά να αρχίσουν τις επιθέσεις κατά σμήνη. Σκέψου το περιστέρι της αρχικής μας ιστορίας να φέρει άλλα πενήντα μαζί και να χυμάνε εν σώματι στα κουλούρια Θεσσαλονίκης των αρτοποιών, στα ντόνατ και τα κρουασάν των πρωινάδικων, στους πελάτες των καφέ, στους περαστικούς με τσάντες από τα πρατήρια των ξηρών καρπών.

Σκέψου ένα σμάρι από κοράκια να επιτίθενται καθέτως για πλιατσικολόγηση και τα οικιακά πτηνά να λυγίζουν τα κλουβιά όπως ο Σπάρτακος. Σκέψου ράμφη και νύχια γαμψά στο σβέρκο σου να σε σηκώνουν σαν κουνέλι ή ακόμα και βομβαρδισμό από κουτσουλιές σαν τον καιρό των Στούκας. Όχι, κοπέλα μου, μη μας σερβίρεις κέικ με τον εσπρέσο. Κι άσε την να νομίζει ότι πρόκειται για δίαιτα. Μην προκαλούμε τα πτηνά. Μας έχουν πολλά μαζεμένα. Ετσι και συνδικαλιστούν, την έχουμε βαμμένη. Εντάξει. Πρώτος το σκέφτηκε ο Αριστοφάνης, αλλά και στους Ορνιθες, άνθρωποι τους έβαλαν την ιδέα, ταυτίζοντας τα ελαφράδα της πτητικότητας με την αγνότητα και την αμεριμνησία.

Ψάρι, ψάρι, ψάρι μπαμπά, κοίτα μπαμπά, ψάρι, φωνάζει ο πιτσιρικάς με τη μάσκα, πνιγμένος από την ένρινη εκφορά που φέρνει το στένεμα της μύτης, επειδή είδε μια αθερίνα. Ανθρωπος, άνθρωπος, άνθρωπος μπαμπά, φωνάζει το καρχαριάκι στον πατέρα τον δικό του. Τι νόμιζες; Μόνο εμείς έχουμε μανούλα;