Ο π. Νικόλας Μεσσαλάς στην «Π»: Η Παναγία αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης

Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν αποτελεί μνήμη λυπηρή και πένθιμη, αλλά χαροποιό και ευφρόσυνη

Μεσσαλάς

Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου είναι η μεγαλύτερη από τις εορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητέρας του Κυρίου, τις θεομητορικές εορτές. Ισως είναι και η πιο παλιά από όλες. Η Κοίμηση δεν είναι ένα πένθιμο γεγονός, επειδή η Παναγία μετέστη προς την ζωήν. Γι’ αυτό και εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα από τοn λαό μας, καθώς ονομάζεται και «Πάσχα του καλοκαιριού».

Η Εκκλησία μας αποκαλεί τη μάνα Παναγιά, ως τον γλυκασμό των Αγγέλων, τη χαρά των θλιβομένων, την προστάτιδα των χριστιανών, την παρηγοριά, το λιμάνι και την καταφυγή κάθε πονεμένης ψυχής. Ωστόσο, για τον ανθρώπινο νου, παραμένει ένα ακατανόητο θαύμα που «γαλουχεί» τον Χριστό και αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης, την ελπίδα και το στήριγμα κάθε ανθρώπου. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου περιλαμβάνει, αρχικά, τον θάνατο (χωρισμό ψυχής και σώματος) και την ταφή της Παναγίας και κατά δεύτερο, την Ανάσταση και τη μετάστασή της (ένωση ψυχής και σώματος στους ουρανούς). Το σώμα της δεν ήταν η χωμάτινη σάρκα που φορούσε η Παναγία, όταν ζούσε στη γη, αλλά το άφθαρτο και πνευματικά «αλλαγμένο» σώμα, όπως γράφει και ο Απόστολος Παύλος.

Ο πρωτοπρεσβύτερος του Ιερού Ναού των «Αγίων Τριών Ιεραρχών» της Πανεπιστημιούπολης και καθηγητής Θεολογίας, π. Νικόλαος Μεσσαλάς, σε ερώτησή μας: «Πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε θεολογικά το φαινόμενο Παναγία-γυναίκα-μητέρα;» αναλύει με λυρικό, ευσύνοπτο και βαθύτατα θρησκευτικό λόγο τη σημασία της Παναγίας, όχι μόνο στο μυστήριο της οικονομίας της Σωτηρίας, αλλά και στη λατρευτική ζωή και στην εικονογραφική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επικαλούμενος την απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, επισημαίνει ότι οι Αγιοι Πατέρες, τότε, αποφάσισαν να της δώσουν δύο χαρακτηριστικά προσωνύμια: Θεοτόκος και Αειπάρθενος.

Θεοτόκος σημαίνει ότι ο Θεός θέλησε να σώσει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα και έρχεται στον κόσμο αθόρυβα –ενώ μπορούσε να είχε έρθει με χίλιους άλλους δύο τρόπους- καθώς κυοφορείται μέσα στα σπλάχνα της Παναγίας μας. Μίας αγνής και καθαρής κοπέλας που γέννησε το Θεό εκ πνεύματος Αγίου. Αυτό είναι και το μεγαλείο της, μας δηλώνει ο π. Νικόλαος. Κυοφορεί το Θεό και του δίνει την ανθρώπινη φύση. Αξιώθηκε να γεννήσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που σημαίνει ότι ο Υιός του Θεού, μέχρι να συλληφθεί στη μήτρα της, ήταν άυλος, δεν είχε σάρκα. Μέσω αυτής, έγινε πλήρης και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίες. Με αυτό τον τρόπο, ως άνθρωπος ανύψωσε τη γυναίκα και της έδωσε τη θέση που της αξίζει. Η Εκκλησία θεωρεί την Παναγία ως μια γυναίκα πάνω από όλους τους Αγίους και το πρόσωπό της είναι τόσο ιερό, που ακόμα και οι Αγγελοι δεν μπορούν να το προσεγγίσουν.

Αειπάρθενος σημαίνει ότι πριν τη γέννηση, κατά τη γέννηση και μετά τη γέννηση του Χριστού, η Παναγία μας παραμένει Παρθένος κατά δύο τρόπους: α) Αειπάρθενος κατά το φυσιολογικό γεγονός του παρθενικού υμένα β) ότι είναι Πάναγνη και αφοσιωμένη πλήρως στο Θεό. Κυοφόρησε και γέννησε το Χριστό ανώδυνα χωρίς πόνους.

Ως προς την εικονογραφική παράδοση βλέπουμε ότι στις Αγιογραφίες η Παναγία μας, πάντοτε εμφανίζεται με κόκκινη ή μπλε ενδυμασία και με τρία αστεράκια. Το ένα στο μέτωπο και τα άλλα δύο στους ώμους που συμβολίζουν το Αειπάρθενο αυτής. Αν δούμε, ακόμη και στα εικονίσματα, απεικονίζεται ότι κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, αλλά δεν το κοιτάζει ποτέ, διότι έχει τη βεβαιότητα και την πίστη ότι ναι μεν, αυτό είναι το παιδί της, αλλά είναι και ο Θεός της. Δεν το κοιτάζει από ευλάβεια και σεβασμό προς Αυτόν.

Αξιοθαύμαστος είναι ο συνεχής πλουτισμός της εικόνας της Κοιμήσεως. Στην εικόνα της Κοίμησης βλέπουμε την Παναγία να κοιμάται γαλήνια στο κρεβάτι της, ενώ ο Χριστός να κρατά την ψυχή της ευρισκόμενος ανάμεσα στους Αγίους Αποστόλους που περιβάλλονται από σύννεφα, τα Σεραφείμ πάνω από το Χριστό, το ημικύκλιο που υποδηλώνει τον ουρανό, οι γυναίκες που θρηνούν τη Θεοτόκο, τα οικοδομήματα που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην προοπτική της εικόνας, το κερί που τίθεται στο ήδη υπάρχον υποπόδιο, τα παράπλευρα επεισόδια (όπως Εβραίος, ιεράρχες και υμνογράφοι).

Κατά την εκκλησιαστική παράδοση -συνεχίζει ο π. Νικόλαος- η μητέρα του Ιησού Χριστού, Μαρία (η Θεοτόκος και Παναγία), πληροφορήθηκε τον επικείμενο θάνατό της από έναν άγγελο τρεις ημέρες προτού αυτός συμβεί και άρχισε να προετοιμάζεται κατάλληλα. Προσεύχεται στο όρος των Ελαιών και δίνει τα υπάρχοντά της σε δύο γειτόνισσές της χήρες. Επειδή κατά την ημέρα της Κοίμησής της δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, καθώς κήρυτταν «απανταχού γης», μία νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Μοναδικός απών ο Απόστολος Θωμάς.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου συνέβη στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη, στο οποίο διέμενε η μητέρα του Θεανθρώπου. Αφού της έκλεισαν τα μάτια, οι Απόστολοι μετέφεραν το νεκροκρέβατό της στον κήπο της Γεθσημανής, όπου και την έθαψαν. Κατά τη μεταφορά του λειψάνου της, φανατικοί Ιουδαίοι αποπειράθηκαν να ανατρέψουν το νεκροκρέβατό της, αλλά τυφλώθηκαν. Μόνο ένας από αυτούς κατόρθωσε να το ακουμπήσει, αλλά μια αόρατη ρομφαία του έκοψε τα χέρια.

Μοναδικός απών από την κηδεία της υπήρξε, όπως προαναφέραμε, ο Απόστολος Θωμάς. Οταν μετά από τρεις ημέρας πήγε στον τάφο της, βρήκε μόνο τα εντάφια. Προφανώς, η Παναγία είχε αναστηθεί. Πάνω στον τάφο της χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, που αποδίδεται στην Αγία Ελένη.
Και εδώ, θέλω να σταθούμε ως προς το δεύτερο ερώτημά σας, λέει ο π. Νικόλαος: «Ποιο είναι το νόημα αυτής της γιορτής;».

Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν αποτελεί μνήμη λυπηρή και πένθιμη, αλλά χαροποιό και ευφρόσυνη. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία μας, δεν κάνουμε τον Επιτάφιο της Παναγίας μας. Το σώμα της δεν υπέστη φθορά, ούτε αλλοίωση, αλλά αγιάσθη κι έγινε περισσότερο θεοφόρο. Είναι η πρώτη, μετά τον Κύριο Ιησού Χριστό μας που μετέβη και ζει σωματικά στον Παράδεισο. Αυτή είναι και η «νίκη» της. Εκοιμήθη, αλλά μετέβη, διότι «Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη, εκ θανάτου τας ψυχάς ημών».