Αυξήσεις – φωτιά στα ενοίκια της Πάτρας – Ανατιμήσεις έως 50%!

Μεγάλος προβληματισμός για χιλιάδες νοικοκυριά από την ετήσια αύξηση 10% στην οικογενειακή κατοικία το 2022

ενοίκια

Μείζον θέμα συζήτησης και προβληματισμού, είναι το τελευταίο διάστημα η ραγδαία αύξηση των ενοικίων και εν γένει του κόστους στέγασης πανελλαδικά. Είτε πρόκειται για νέους που θέλουν να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους δημιουργώντας οικογένεια, είτε για όσους έχει λήξει ή λήγει το μισθωτήριο συμβόλαιο και αναμένουν να ενημερωθούν για τις νέες «απαιτήσεις» του ιδιοκτήτη.

Πλέον, το κόστος στέγασης έχει αγγίξει το 60%-70% του διαθέσιμου εισοδήματος, αν πρόκειται για εργένη και το σύνολο ενός «καλού» μισθού, αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία.

O Θεμιστοκλής Μπάκας, πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, αναφέρει ότι η συσσωρευτική αύξηση των ενοικίων από το 2018 έως και σήμερα, κυμάνθηκε από 37,2% έως και 42,1%, αν αφορά κατοικία κατάλληλη για οικογένεια. Υψηλότερες αυξήσεις, καταγράφονται κυρίως σε μικρότερα ακίνητα κατάλληλα για φοιτητές.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, οι ζητούμενες τιμές μίσθωσης φοιτητικής κατοικίας αυξήθηκαν κατά 53% στην Αθήνα και στη Πάτρα όπου καταγράφεται η 2η μεγαλύτερη αύξηση το 49,23%.

Την μεγάλη αύξηση των ενοικίων στην κτηματαγορά της Πάτρας, επιβεβαίωσε μιλώντας στον Peloponnisos FM 104,1 και ο broker και ιδιοκτήτης του τοπικού γραφείου της RE/MAX Γιώργος Ανδρικόπουλος. Οπως είπε, οι μετακινήσεις κυρίως νεαρών ζευγαριών και μεμονωμένων ατόμων, είναι πλέον πολύ πιο συχνές για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους, οπότε το να έχει κάποιος σταθερή βάση σε έναν τόπο, δεν είναι τόσο ασφαλές.
Από την άλλη πλευρά, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων μοιραία οδηγήσει πολλά άτομα στην λύση της αγοράς κατοικίας. Πολλοί εκτιμούν ότι, αντί να πληρώνουν 800 – 1000 ευρώ το μήνα, μπορούν να γίνουν τα ίδια λεφτά στην τράπεζα, για την αγορά του ακινήτου, είπε ο κ. Ανδρικόπουλος, που θεωρεί ότι η μεγάλη η αύξηση των ενοικίων καθιστά μονόδρομο σε πολλές περιπτώσεις την αγορά κατοικίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να πετύχει κάποιος μια μακροχρόνια και σταθερή μίσθωση με σταθερό μίσθωμα.

Και στην Πάτρα, πρόσθεσε ο κ. Ανδρικόπουλος, καταγράφεται έντονο το φαινόμενο της αύξησης των ενοικίων, όχι βέβαια σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο σε κάποιες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας, όμως αυτή η τάση και η μεγάλη ζήτηση για ενοικίαση κατοικίας, έχει συμπαρασύρει τις τιμές των μισθωμάτων και εδώ.

ΟΙ ΛΟΓΟΙ
Η άμεση ανάγκη για στέγαση, η συσσωρευμένη ζήτηση, η μη ύπαρξη νέων οικοδομών προς μίσθωση και ταυτόχρονα η χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων από τα τραπεζικά ιδρύματα (που πλέον ζητούν το 25% -30% ιδία συμμετοχή από τον δανειολήπτη στην αγορά του ακινήτου), σε συνάρτηση με τους σημερινούς μισθούς και αύξηση των εξόδων για τον οικογενειακό προϋπολογισμό με έμμεσους ή/και άμεσους φόρους μέσα στην δεκαετία, οδήγησαν στη σημερινή εικόνα της κτηματαγοράς όσο αφορά τις μισθώσεις.

Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ
Σύμφωνα με τον κ. Μπάκα, τη νέα χρονιά, όσον αφορά τα ζητούμενα μισθώματα, δεν θεωρούμε ότι θα δούμε μεγάλες εκπλήξεις. Σίγουρα ο ρυθμός αύξησης των ζητούμενων μισθωμάτων θα επιβραδυνθεί, ήδη καταγράφουμε σημάδια «κόπωσης», ενώ θεωρούμε ότι θα καταγράψουμε μειώσεις – διόρθωση των τιμών.

Εξορθολογισμό των ζητούμενων τιμών μίσθωσης, θα καταγράψουμε ιδιαίτερα στις περιοχές που βρίσκονται στο ανώτατο επίπεδο τιμών. Κυρίως όμως σε ακίνητα μη ανακαινισμένα, ακίνητα που βρέθηκαν στο «επίκεντρο» λόγω μικρής διαθεσιμότητας.

Η Ελλάδα μπορεί να βγήκε από τα μνημόνια, αλλά, απ΄ότι φαίνεται, τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης επιστρέφουν σε μνημονιακές εποχές μετά το έτος 2019.

Το 2020 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης κυμάνθηκε στο 73,9% και το 2021 στο 73,3%. Δηλαδή, η Ελλάδα έχασε 2,1 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2021.

Ποσοστά που αντιστοιχούν σε χρονολογίες μνημονιακών ετών όπως το 2016, το 2017 και το 2018. Χρονιές δύσκολες για την Ελληνική οικονομία και κατ΄επέκταση για το σύνολο των πολιτών.

Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2021, σε απόλυτα νούμερα, αντιστοιχεί περίπου σε 82.947 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα –Eurostat 2019).

Δηλαδή, εντός του χρονικού διαστήματος 2019-2021, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 82.947 κατοικίες.