Χωριά της Ηλείας στα ύστερα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά-Οθωμανικά χρόνια

*Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης γράφει για το βιβλίο του Κωσταντίνου Μπασέτα

Χωριά της Ηλείας στα ύστερα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά-Οθωμανικά χρόνια

Με πολλή χαρά έλαβα στα χέρια μου μια σπουδαία αρχειακή έρευνα του εκλεκτού συναδέλφου και φίλου Κωσταντίνου Μπασέτα με τον ως άνω τίτλο (εκδ. Λειμών, 2023). Πρόκειται για μια σοβαρή και επίπονη αρχειακή έρευνα πάνω στα οθωμανικά κατάστιχα με την οποία ο συγγραφέας καταγράφει και μελετά τα χωριά της Ηλείας κατά την προαναφερθείσα περίοδο, με βάση τα δημογραφικά και λοιπά στοιχεία. Αποτελεί ένα βιβλίο ιστορίας  όλων σχεδόν των χωριών της επαρχίας και της πρωτεύουσας της, του Πύργου, που σημειωτέον καταγράφεται ως  χωριό ως τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα.

Πριν προβώ στην παρουσίαση του ογκωδέστατου αυτού τόμου των 600 σελίδων οφείλω να υπογραμμίσω αυτό που έχω τονίσει κατ’ επανάληψη, ότι δηλαδή «η ιστορία της Ελληνικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να γραφεί ακόμη. Μια τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει εξαντλητική μελέτη των πρωτογενών πηγών και εδώ η ελληνική ιστοριογραφία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της αναζήτησης και βαδίζει σχεδόν ψηλαφητά. Όσο λοιπόν οι σχετικές πηγές μένουν άγνωστες και ανεξερεύνητες, κάθε προσπάθεια συγγραφής της εκπαιδευτικής μας ιστορίας προσκρούει σε ανυπέρβλητες δυσκολίες και δεν είναι δυνατόν παρά να παρουσιάζει ελλείψεις και αδυναμίες. Προέχει λοιπόν η συστηματική διερεύνηση των πρωτογενών πηγών».

Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την τοπική ιστορία. Κι εδώ απαιτείται η μελέτη των πηγών. Αντί όμως να συμβαίνει αυτό γίνεται συχνά το αντίστροφο: Αντί να επιχειρούμε την εξερεύνηση της τοπικής ιστορίας προβαίνομε συνήθως στη συγγραφή της τοπικής ιστορίας με βάση της γενική ιστορία του τόπου. Στην παρούσα περίπτωση ο Κωνσταντίνος Μπασέτας αρνείται αυτή την οδό. Ερευνά τις πρωτογενείς πηγές. Την οδό αυτή είχε ακολουθήσει ο συγγραφέας πριν από την έκδοση του ογκωδέστατου αυτού τόμου, όταν είχε ασχοληθεί  με την καταγραφή της ιστορίας του χωριού του και είχε εκδώσει το βιβλίο με τίτλο, «Το Χελιδόνι της Ηλείας 650 χρόνια ιστορικής μαρτυρίας. Ιστορία, μνημεία, θρύλοι και παραδόσεις, Διάδραση, Αθήνα, 2013».

Αυτό αποτέλεσε προφανώς μια σημαντική προπαιδεία για την συγγραφή του παρόντος έργου. Χωρίς αυτή την σημαντική ενασχόληση δεν θα είχε κατορθώσει να συγγράψει το παρόν ογκώδες έργο και δεν θα γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να χειριστεί και να δαμάσει τον τεράστιο αυτόν όγκο του υλικού του. Έτσι μόνο μπόρεσε να εκπονήσει ένα δικό του σχέδιο επεξεργασίας, ταξινόμησης και αξιοποίησης του αρχειακού υλικού και να μας δώσει ένα έργο γραμμένο συστηματικά, που παρά τον τεράστιο όγκο του μπορεί να το δαμάσει ο αναγνώστης.

Παρουσιάζομε το σχέδιο αυτό του συγγραφέα με βάση το πρώτο χωριό που μελετά.

Πρόκειται για το χωριό ΓΟΥΜΕΡΟ/Vumero (σελ. 35). Ο συγγραφέας αρχίζει με τη μελέτη των οικογενειών του χωριού κατά την χρονική περίοδο που εξετάζεται. Με δεδομένο ότι κατά την περίοδο εκείνη κυριαρχούσε η «εκτεταμένη οικογένεια πολλών γενεών», κάθε μια από αυτές είχε τον δικό της αρχηγό τον δικό της “Pater Familias”, όπως ονομάζεται διεθνώς.

Το πρώτο πράγμα που κάνει λοιπόν ο συγγραφέας είναι να αναζητήσει, με βάση τα οθωμανικά κατάστιχα, τον αριθμό των οικογενειών κάθε χωριού και να καταγράψει το ονοματεπώνυμο του αρχηγού κάθε οικογένειας. Έτσι για το χωριό Γούμερο παραθέτει έναν πίνακα 11 σελίδων (σελ. 59-70) με όλα τα ονόματα των αρχηγών του χωριού. Ο κατάλογος αυτός παρατίθεται έτσι ακριβώς όπως αναγράφεται στα κατάστιχα, δηλ. σε δύο γλώσσες, την ελληνική και την λατινική.

Με βάση τα ονοματεπώνυμα των αρχηγών ο συγγραφέας προβαίνει σε εύστοχες και ουσιαστικές παρατηρήσεις διερευνώντας αν τα επίθετα έχουν ελληνική προέλευση και ανήκουν στην χριστιανική παράδοση ή όχι. Μελετώντας επίσης την προέλευση των επιθέτων διαπιστώνει ότι πολλά εξ αυτών προέρχονται από τον τόπο καταγωγής των προσώπων π.χ. Γουμερίτης, Κεφαλληνιός κλπ. ή ακόμη από το επάγγελμά τους, όπως Μαρμαράς, Τσαγκάρης, Καραβοκύρης κλπ. Πολλά επίσης επίθετα προέρχονται από τα χαρακτηριστικά του προσώπου, όπως Καλόγνωμος, Καψοράχης ή από το όνομα του  πατέρα, όπως Ηλιόπουλος Καλογύρου κλπ. Αντίστοιχες παρατηρήσεις κάνει ο συγγραφέας με τα βαπτιστικά ονόματα, γυναικεία ή ανδρικά.  Έτσι από τα ονόματα και μόνο ο ερευνητής μπορεί να οδηγηθεί σε πλήθος γνώσεων και πληροφοριών για την εποχή.

Σε ένα τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξετάζει τα έσοδα του χωριού, τα προϊόντα που παράγει και τους φόρους που καταβάλει. Πρόκειται για ένα σημαντικό τμήμα της μελέτης από όπου ο ερευνητής μπορεί να αποκομίσει ένα μεγάλο σύνολο πληροφοριών για την οικονομική κατάσταση και την ζωή των κατοίκων. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία ο συγγραφέας παραθέτει έναν πίνακα για το Γούμερο από όπου αντλούνται πολλά στοιχεία (σελ. 73).

Με τον τρόπο αυτόν μελετώνται και τα 94 τα χωριά που αναφέρονται στο βιβλίο. Εννοείται ότι αυτό το σχέδιο επεξεργασίας του αρχειακού υλικού δεν αποτελεί για τον Κων. Μπασέτα ένα στεγνό και άκαμπτο στερεότυπο που πρέπει να τηρείται κατά γράμμα. Το σχέδιο αυτό αποτελεί μια κεντρική πρόταση, επιτρέπει όμως στον ερευνητή να παραθέσει τα επιπλέον στοιχεία που υπάρχουν για κάθε χωριό και να εμπλουτίσει τα συμπεράσματά του.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο μελετητής, με βάση  το μοτίβο αυτό, μπορεί να διαμορφώσει στο μυαλό του μια συγκεκριμένη εικόνα για κάθε χωριό. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να καταρτίσει στη συνέχεια την εικόνα ενός άλλου χωριού  και αυτό θα του δώσει τη συγκριτική δυνατότητα, ώστε να  αποκτήσει μια συνολική και διαφοροποιημένη εικόνα της περιοχής.  Είναι προφανές ότι ο εξειδικευμένος ερευνητής μπορεί να αντλήσει άπειρα στοιχεία πληθυσμιακά, οικονομικά, πολιτισμικά και μέσα από αυτά να προβεί σε ασφαλή συμπεράσματα για το βίο και την ιστορία κάθε χωριού, καθώς και των προσώπων που κατοικούσαν κάποτε. Έτσι η ιστορία αρχίζει να μιλάει πλέον με τρόπο συγκεκριμένο και σαφή.

Μόνο με τέτοια  στοιχεία μπορεί κανείς να ανασυγκροτήσει την πραγματική ζωή και τη δράση των ανθρώπων. Επίσης κάθε κάτοικος της περιοχής διαβάζοντας το βιβλίο αυτό και μελετώντας τα πραγματικά στοιχεία, θα αισθανθεί σε πολλά σημεία τα ρίγη της συγκίνησης να τον διαπερνούν και θα έχει ποικίλες ευκαιρίες για αναστοχασμό και περίσκεψη. Πώς να μην συγκινηθεί π.χ. κανείς όταν διαπιστώνει ότι σε αυτά τα λίγα χαλάσματα που διασώζονται σήμερα υπήρχε κάποτε μια κοινότητα που έσφυζε από κοινωνική ζωή και δράση; Με την έννοια αυτή λοιπόν το βιβλίο του Κωνσταντίνου Χ. Μπασέτα ευαισθητοποιεί και διδάσκει.

*Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής & πρώην Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης, Μέλος Δ.Σ. της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών