Ελληνική ανάπτυξη και οι αυταπάτες

Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ – π. αν. υπουργός Οικονομικών και υφυπουργός Εξωτερικών.

Η αύξηση του ΑΕΠ προσδιορίζεται, από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των δημοσίων δαπανών, των επενδύσεων και των εξαγωγών.

Από τα στοιχεία του 2021 και ιδίως του 2022-2023 εύκολα διαπιστώνεται ότι ισχυρές πιέσεις στην αύξησή του άσκησε η ιδιωτική κατανάλωση, με παράγοντα τον ρυθμό αύξησης καταναλωτικών δανείων.

Για τις επενδύσεις οι προβλέψεις για αύξηση είναι περίπου οι διπλάσιες από αυτές που επιβεβαιώνονται. Το 2022 προβλεπόταν 21,9% ενώ ανερχόταν μόνο στο 10%.

Το 2023 ήταν 15,5% και 7,1% αντίστοιχα. Οι εξελίξεις δεν μειώνουν θεαματικά το επενδυτικό κενό της χώρας, 90 δις € κατά το Πανεπιστήμιο Πενσυλβάνιας και 130 δις € ευρώ κατά την έκθεση Πισσαρίδη.

Το εν λόγω επενδυτικό κενό ενισχύεται από την αποβιομηχάνιση της χώρας, τη συρρίκνωση της δραστηριότητας ευαίσθητων κλάδων μεταποίησης, όπως και της εξόδου ξένων επενδύσεων από την Ελλάδα, λόγω Ενιαίας Αγοράς.

Ως προς το ΑΕΠ η αύξηση της κατανάλωσης επιβαρύνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με εισαγωγές. Από το 2020 και μετά το έλλειμμά του βρίσκεται στα ύψη.

Ιδιαίτερη μεγάλη βαρύτητα στις εισαγωγές κατέχουν τα καταναλωτικά και ενδιάμεσα προϊόντα: τρόφιμα, φάρμακα, ήχος, τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, ένδυση, υπόδηση, πρώτες ύλες, καύσιμα, πλαστικά, σίδηρος και ατσάλι, μεταλλικά αντικείμενα, εξοπλισμός θέρμανσης-ψύξης και οχήματα.

Τα καταναλωτικά προϊόντα έχουν τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός και τα ενδιάμεσα προϊόντα, που εξυπηρετούν την επενδυτική δραστηριότητα, αντιπροσωπεύουν περίπου το 7% των συνολικών εισαγωγών. Κατέχουν δευτερεύουσα θέση, μη μπορώντας να θεωρηθούν ως η κύρια συνιστώσα ερμηνείας του μεγάλου ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, καθώς η βιομηχανία και οι νέες επενδύσεις στον τομέα αυτόν είναι ο φτωχός συγγενής της εγχώριας Οικονομίας.