Η αλήθεια που κρατάμε

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ονόματα- θρύλοι: Ντεγιάννης, ο «εθνικός δικαστής», ο λειτουργός που ηγήθηκε του δικαστηρίου που καταδίκασε επί εσχάτη προδοσία τους πραξικοπηματίες της 21 ης Απριλίου.

Ο άτυπος τίτλος του απονεμήθηκε επειδή ικανοποίησε το κοχλάζον δημόσιο αίσθημα, αλλά και επειδή υπήρχε μια δυσπιστία κατά πόσο η αποκατάσταση της δημοκρατίας ήταν πραγματική, τεχνητή ή μερική.

Σαρτζετάκης, ο «εθνικός ανακριτής», ο δικαστικός- τείχος απέναντι στο παρακράτος που βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και στους κυβερνητικούς μηχανισμούς που επιδίωκαν μια ήπια διαχείριση της ανθρωποκτονίας, ει δυνατόν να
εμφανιστεί ως θανάσιμος τραυματισμός πάνω στην κακή την ώρα.

Οι άτυποι τίτλοι που απονεμήθηκαν στα δύο αυτά πρόσωπα, ο ένας τους οποίους κηδεύεται εν μέσω τριημέρου εθνικού πένθους τη Δευτέρα, αποτελούν απόσταγμα του πολιτικού κλίματος που επικράτησε στη χώρα κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, κατά την
οποία η δεξιά, είτε μετά χαράς είτε βαρυγκομώντας, κλήθηκε να παίξει ρόλο χαλιναγώγησης κατά της ανατρεπτικής αριστεράς, σε μια εποχή κατά την οποία κάθε τι μη δεξιό και μη συντηρητικό εκλαμβανόταν από τους τοποτηρητές της ορθοφροσύνης ως
αριστερό και ανατρεπτικό, ακόμα και αν αφορούσε ελευθερίες και δικαιώματα που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα.

Κάπου εκεί ρίζωσε το περίφημο αντιδεξιό σύνδρομο που κατατρέχει ακόμα τη δεξιά παράταξη, η οποία μετασχηματίστηκε μεν σε φιλελεύθερη, διεκδικώντας τις εκσυγχρονιστικές παρακαταθήκες του βενιζελισμού και του μεταδικτατορικού ευρω- στροφου καραμανλισμού, αλλά απορρόφησε και την παλιά κοινωνική δεξιά, είτε επειδή η παλιά δεξιά την ακολούθησε, είτε επειδή τη συνέφερε να το κάνει. Σήμερα πάσχει από έναν εμφανή δυισμό: Η παλιά δεξιά βλέπει τα φιλελεύθερα ανοίγματα με μισό μάτι και φιλύποπτη διάθεση.

Ο Χρήστος Σαρτζετάκης υποδείχθηκε σαν Πρόεδρος από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αφού ο δεύτερος είχε κοιμίσει το Κων. Καραμανλή ότι θα τον πρότεινε για δεύτερη θητεία, όταν
αφυπνίστηκε και ο ίδιος ο Παπανδρέου: Διαπίστωσε, ενδεχομένως με παρέμβαση Κουτσόγιωργα, ότι η κοινωνική βάση μουρμούριζε για καθεστικοποίηση του κινήματος η οποία θα επισφραγιζόταν πανηγυρικά με μια σύμπραξη με τον ορκισμένο προδικτατορικό
και μεταπολιτευτικό απολογητή του κράτους της δεξιάς. Και έκανε το διπλό με τον Σαρτζετάκη,το οποίο ξεσήκωσε την κεντροαριστερά, ως πρόσωπο- σύμβολο της αντίστασης κατά όλων όσων «σημαίνουν δεξιά», είτε πραγματικά, είτε φαντασιακά, είτε ιστορικά: Πολύ συχνά ο αυτοπροσδιορισμός μας γίνεται μέσα από την υπερενεχοποίηση ή και την επινόηση αντιπάλου.

Ο Σαρτζετάκης ως Πρόεδρος υπήρξε μνημειώδης. Δεν δημιούργησε κανένα ουσιαστικό θεσμικό πρόβλημα, ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του αξιώματος, αλλά η πολιτεία του εξέθεσε το αξίωμα και τον ίδιον στη σάτιρα και στον ντόρο, εξαιτίας της απαίτησής του γιαμια σημειολογική αντιμετώπιση που ήταν η αρμόζουσα στο ύπατο αξίωμα, συνεπώς και στο γόητρο του πολιτεύματος, αλλά δεν ήθελε και πολύ να εκληφθεί ως μεγαλαυχία και καισαρισμός του ιδίου. Ουσιαστικά, έπεσε πάνω στην κομβική στιγμή κατά την οποία ηάσκηση των ελευθεριών στη χώρα άνοιγε τις πύλες της στην ελευθεριότητα. Μ’ αυτήν τα έβαλε ο εκλιπών, διότι δεν ήθελε να καταλάβει ότι όσο και αν είναι οχληρή και χοντροκομμένη και αντιαισθητική και άδικη η ελευθεριότητα, η πάταξή της περιορίζει την ίδια την ελευθερία. Συνεπώς, θα ανεχθείς τον Χάρι Κλιν να σε περιπαίζει με πατομπούκαλα στη θέση των φακών για την επίσκεψή σου στο Αγιο Ορος και μάλλον θα προβληματιστείς μήπως ο σατιρισμός αυτός είναι προάγγελος μιας κοινωνικής τάσης για αποκαθήλωση θεσμών, συμβόλων, τύπων και πρωτοκόλλων, επειδή αυτά δεν διδάσκουν πλέον ουσία, αλλά και επειδή η κοινωνία, που ανεβαίνει βιοτικά, επείγεται να υποκαταστήσει τις κατεστημένες φόρμες και να κατακρημνίσει τις ιεραρχίες, στρώνοντας το χαλί στην απογείωση και την αποθέωση της μετριοκρατίας που πάνω της δομήθηκε το σύγχρονο τζετ σετ. Επιτέλους, η απαιδευσία έπαψε να είναι ποινικά κολάσιμη, η πλάκα και ο καταναλωτισμός κέρδιζαν το παιχνίδι.

Ο εθνικός ανακριτής έχασε τα παράσημά του, μέσα από την εμμονή του σε μια τυπολατρεία που δεν έκανε καλό ούτε στον ίδιο, ούτε στο θεσμό, ούτε στο ΠΑΣΟΚ. Αλλά ήδη το πράγμα είχε στραβώσει κατά την εκλογή: Ο αδέκαστος δικαστικός αποδέχθηκε μια ψηφοφορία διαβλητή, αστυνομευμένη και αντισυνταγματική, τότε που το σόφισμα ότι το χρώμα είναι άσχετο στοιχείο της μορφής, επέτρεψε σε χρωματισμένα, και άρα σημαδεμένα ψηφοδέλτια να κριθούν ομοιόμορφα με τα αχρωμάτιστα, όπως επέβαλλε το σύνταγμα,
προκειμένου να φαίνεται από μακριά ο βουλευτής της πλειοψηφίας που θα διανοείτο να παρασπονδήσει. Αποτέλεσμα της κουτσουκέλας αυτής, ήταν η στοχοποίηση του Προέδρου από το νεοδημοκρατικό μπλογκ, με όρους προσωπικούς, οικογενειακούς, ολιστικούς και μερικώς ψιλοκανιβαλικούς, αφού στο κάδρο είχε μπει και η κόρη του, υπόλογη έως και για το όνομά της.

Όλα αυτά είναι παρελθόν. Οι υπερβατικοί αποχαιρετισμοί προς τον εκλιπόντα δενεπέτρεψαν τέτοιες μνείες, στο πλαίσιο μιας προκατάληψης που θέλει να συνοδεύουμε τους ανθρώπους στην τελευταία τους κατοικία με τη μερική αλήθειά τους. Αλλά εύλογα και δίκαια κρατάμε από τον Σαρτζετάκη πρωτίστως της γενναία στάση του κατά την υπόθεση Λαμπράκη, επειδή φωταγώγησε το δημοκρατικό ιδεώδες και το κατέστησε συνώνυμο της λεβεντιας. Ηταν ο καιρός που η αντίσταση είχε κόστος και δεν ήταν υπόθεση μιας φτηνής κορόνας στα πρωινάδικα και στα διαδίκτυα.