Η κακομοιριά μιας ζαριάς

* Ο Μιχάλης Κονιόρδος είναι καθηγητής Διοίκησης Τουρισμού Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

ζαριά

Το μουσικό (;) κατασκεύασμα, που θα «εκπροσωπήσει» την Ελλάδα στον φετινό Διαγωνισμό της Γιουροβίζιον έχει αρχίσει τη διακίνηση θεωριών συνομωσίας για το τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ του πρωθυπουργού και του Ινδού ομόλογου του στην πρόσφατη επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ινδία.

Στα κοινωνικά μέσα έχει ξεκινήσει το πάρτι με νύξεις για ελληνική «αβάντα» προς την ινδική πλευρά, μπας και ξεκινήσουν οι πάσης φύσεως ινδικές -οικονομικές- επενδύσεις, όπως ευελπιστεί η ελληνική πλευρά. Αν δε η συνωμοσιολογία, υφολογικά, αγγίξει θέματα της σύγκρουσης πολιτισμών, παγκοσμιοποίησης, σύζευξης πολιτιστικών προτύπων, απώλειας ή διατήρησης βασικών στοιχείων εθνικού πολιτισμού, τότε ίσως και να σηκώσει το γάντι κάποιος εμπνεόμενος από καμιά μείζονα ελληνοπρεπή λύση ή καμιά άλλη παράταιρη από τις διάφορες της Βουλής, ή κάποιος δεσπότης τέλος πάντων.

Σε όλες τις παραπάνω εκδοχές της συνωμοσιολογίας, θα ισχύει η αποστροφή εν είδη ποιήματος: «Εκεί που δεν υπάρχει τίποτα για γέλια είναι όλα γελοία».

Υπάρχει και η εκδοχή, μέσα από τον ορυμαγδό να ξεπηδήσουν φτηνιάρικες αναπαραγωγές «αστεϊσμών» περί σύνδεσης του πρωθυπουργικού επιθέτου με την κακοτυχία.

Ηταν κακότυχη η ζαριά. Και κακόμοιρη συνάμα. Η μουσική ζαριά που μας έλαχε. Το γελοίο συνεντευξιαζόμενο με το κιτς αυτοπροσώπως.

Στη σύγχρονη εποχή, στο πλαίσιο της αναζήτησης αυτού που τόσο «νόστιμα», τόσο καρυκευμένα ονομάζουν «Διακυβερνησιμότητα» του κόσμου τούτου, διάφορες δεξαμενές σκέψης οργανώνουν συναντήσεις, καταλήγουν σε συμπεράσματα, συντάσσουν εκθέσεις που έχουν γεφυρώσει τυχόν αντιμαχόμενες στρατηγικές και δρομολογούν την εφαρμογή κοινά αποδεκτών πολιτικών. Τρανταχτό παράδειγμα, τα πορίσματα του 1995, στο Σαν Φρανσίσκο, υπό την αιγίδα του ιδρύματος Γκορμπατσώφ. Είχαν συμμετάσχει «πεντακόσιοι πολιτικοί, οικονομικοί ηγέτες και επιστήμονες πρώτης κλάσεως». Αντικείμενο να εκθέσουν τις απόψεις τους για τα πεπρωμένα του νέου πολιτισμού που ξανοιγόταν μπροστά τους. Ο πιο λακωνικός ήταν ο Τζών Γκαίητς της Sun-Microsystems που το διατύπωσε ως εξής: «Προσλαμβάνουμε τους υπαλλήλους μας μέσω υπολογιστή, δουλεύουν με τον υπολογιστή, απολύονται μέσω υπολογιστή». Το ερώτημα φυσικά που τέθηκε αφορούσε το υπόλοιπο 80% του παγκόσμιου πληθυσμού. Πώς θα μπορούσε αυτό το «πλεονάζον» 80% να παραμείνει «ήσυχο» και «παθητικό»;

Η «απάντηση» δόθηκε από τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκυ (σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας ΗΠΑ) και ήταν μονολεκτική:
Tittytainment: Αρτος και θέαμα, δηλαδή. Η λέξη είναι σύνθετη, από τη λέξη «tits» (γυναικεία στήθη στην αμερικανική αργκό) και τη λέξη «entertainment» (διασκέδαση με την πιο «φθηνή» έννοια του όρου).

Η «λύση», λοιπόν, θα ήταν ένα μίγμα αποπροσανατολιστικής διασκέδασης χαμηλού επιπέδου (infotainment =πληροφοριοδιασκέδαση, reality shows, κουτσομπολίστικα μεσημεριανάδικα, «πολιτικές συζητήσεις» show, κ.ο.κ) Tittytainment: Πρόκειται για την «εκσυγχρονισμένη» εκδοχή του λατινικού «άρτος και θεάματα», ένα κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διατροφής που δυνητικά επιτρέπουν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη.

Για να μη σας πρήζω: Μουσικά μου φάνηκε άμουσο, άχρωμο σαν σύνθεση, ένας μπιτ ρυθμός ανάκατος με τραπ, αυτό που αισθάνονταν τα -βαρήκοα- αφτιά μου ήταν ένα συνεχές νταπ-νταπ, σαν αστυνομικό κλομπ που κτυπάει κατακέφαλα τον ειρηνικό διαδηλωτή, ένα φαιδρό ρεφραίν τα-τα-τα-τα-τα, η φωνή έβγαζε ένα «ακατάληπτο» ήχο, στιχουργικά δεν μου φάνηκε πως το κοινότυπο λεξιλόγιο που εμφυτεύτηκε στο κατασκεύασμα ήταν νηπιακού επιπέδου, τζατζίκι, Ηρώδειο, Καρυάτιδες, σουβλάκι-καλαμάκι εν μέσω ψησίματος, απομίμηση αρχαίας περικεφαλαίας, η πλατεία στο Μοναστηράκι, τα Προπύλαια, ο αειθαλής Λυκαβηττός πιο πέρα, όλη η Ελλάδα μέσα σε 5-6 αθηναϊκά τετράγωνα, στην πιο απωθητική τους οπτικοακουστική εκδοχή, το απόλυτο κιτς.

Σκηνοθετικά, όλο το αποτέλεσμα ήταν εικόνα μιας «Τουριστικής Ελλάδας», φτιαγμένης από ινδικό, ελληνικό, βαλκανικό, πλαστικό. Διαπολιτισμικά συνδυασμένα(;). Μια τραβηγμένη από τα μαλλιά μουσική νόθευση, σαν το ξινισμένο κρασί.

Σε τι προσδοκά η παραγωγή; Σε τι αποβλέπει ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Προσφέρει ένα ακόμη κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης;
Αποφεύγουμε όμως να θέσουμε ένα ανησυχητικό ερώτημα: Σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε τον κόσμο; Στα δεκαπεντάχρονα, όπου ανεξαρτήτως της μουσικής παιδείας, η τραπ μουσική κάνει θραύση.

Προς το παρόν, όπως συμβαίνει στα σκυλάδικα, που όταν ανοίγει το μουσικό πρόγραμμα και συνήθως η ορχήστρα ξεκινάει με την τελευταία επιτυχία του ή της αοιδού, καθώς τα αφτιά του πλήθους «χαϊδεύονται» από το άκουσμα του ρεφραίν, ο ή η αοιδός στρέφεται προς το πλήθος και με προτεταμένο το μικρόφωνο προς τη μεριά των καθημένων τούς προτρέπει να τραγουδήσουν «Δικό σας», έτσι και με τη μουσική ζαριά που μας έλαχε: Δικό σας!

* Ο Μιχάλης Κονιόρδος είναι καθηγητής Διοίκησης Τουρισμού Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.