Κτίριο ΟΛΠΑ: Η αρχιτεκτονική είναι τέχνη του μέλλοντος, όχι του παρελθόντος
* Ο Εμμανουήλ Αμαριωτάκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός, υποψήφιος διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Υπάρχει μια στιγμή σε κάθε πόλη όπου πρέπει να αποφασίσει τι θέλει να γίνει: μουσείο της ίδιας της ανάμνησής της ή τόπος που εξελίσσεται. Η συζήτηση για το κτίριο του ΟΛΠΑ είναι, βαθύτερα, ακριβώς αυτό -όχι τεχνική, αλλά υπαρξιακή. Και δείχνει πως ακόμη σκεφτόμαστε την αρχιτεκτονική σαν συναίσθημα, όχι σαν δομή του μέλλοντος. Το κτίριο του ’71 υπήρξε σημαντικό δείγμα της μπρουταλιστικής περιόδου.
Ενσάρκωσε ένα όραμα για τη δύναμη της δημόσιας υποδομής, τότε που ο μπετονένιος όγκος σήμαινε διαφάνεια, προοδευτισμό, πρόοδο.
Ηταν δείγμα ειλικρίνειας: το μπετόν δεν κρυβόταν, ήταν η ίδια η υπόσχεση της προόδου. Αυτό το όραμα, όμως, έχει τελειώσει -όχι γιατί άλλαξε η μόδα, αλλά γιατί άλλαξαν οι συνθήκες: οι προδιαγραφές ασφαλείας, οι απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης, η έννοια της δημόσιας λειτουργίας, η σχέση με τη θάλασσα, η ανάγκη για βιώσιμες υποδομές.
H πρόοδος που έφερε το εν λόγω κτήριο, ολοκληρώθηκε -και σήμερα, ό,τι άλλο της ζητάμε, είναι απλώς μια παράταση μνήμης. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να αγαπάς το παρελθόν. Το πρόβλημα αρχίζει όταν το παρελθόν γίνεται άλλοθι ακινησίας.
Η συντήρηση δεν είναι αυτομάτως πράξη πολιτισμού. Είναι πράξη όταν έχει σκοπό· όταν υπάρχει τεκμηριωμένη στατική επάρκεια, ξεκάθαρη μελλοντική χρήση, χρηματοδότηση και -πάνω απ’ όλα- κοινωνική συναίνεση. Διαφορετικά, μετατρέπεται σε φολκλορική ψευδαίσθηση σωτηρίας, μια μεταμοντέρνα ταρίχευση που καθησυχάζει τη συλλογική ενοχή μας για όσα χάσαμε.
Ο μπρουταλισμός δεν ζητάει να σωθεί -ζητάει να κατανοηθεί. Κι αν τον κατανοούμε, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η υλικότητά του (το γυμνό σκυρόδεμα, οι οξειδώσεις, η φθορά) είναι ίδια του η μοίρα.
Δεν είναι μάρμαρο Παρθενώνα· είναι δομική αφήγηση μιας εποχής όπου το σκυρόδεμα λειτουργούσε ως κοινωνικό σύμβολο. Η αποδόμησή του δεν είναι προσβολή· είναι το φυσικό του τέλος.
Το κτίριο αυτό αξίζει να μελετηθεί, όχι να αγιοποιηθεί. Η αρχιτεκτονική του σημασία δεν αναιρεί το γεγονός ότι είναι ένα γηρασμένο, δομικά προβληματικό δημόσιο κτίριο, χωρίς ενεργό ρόλο, χωρίς λειτουργική προοπτική. Η αποδόμησή του δεν είναι προσβολή -είναι αναγνώριση του κύκλου ζωής του. Η αρχιτεκτονική, άλλωστε, δεν είναι η λατρεία του αντικειμένου, αλλά η συνέχιση μιας σκέψης μέσα από νέα μορφή.
Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν το κτίριο «μας αρέσει» ή «μας χαλάει».
Είναι αν εξυπηρετεί πια την πόλη που έχουμε -όχι εκείνη που είχαμε.
Η Πάτρα χρειάζεται ένα λιμάνι που να λειτουργεί, όχι ένα αρχιτεκτονικό φάντασμα για φωτογραφίες στα social media. Και αν κάτι αξίζει να μείνει, είναι η ιδέα του κτιρίου, όχι το κέλυφός του: το πνεύμα της γενναιότητας, της δημόσιας δομής, της πίστης στη συλλογικότητα. Αυτό μπορεί να μετουσιωθεί σε μια νέα αρχιτεκτονική γλώσσα -όχι να φυλακιστεί σε ένα κουφάρι.
Υπάρχει επίσης και η διάσταση της ευθύνης. Ενα δημόσιο κτίριο με προβλήματα στατικότητας, σε λιμενική ζώνη, με ανενεργό ρόλο, δεν είναι απλώς «σύμβολο». Είναι κίνδυνος. Η συζήτηση για την αισθητική του είναι αποπροσανατολιστική αν δεν συνοδεύεται από τεχνική τεκμηρίωση. Δεν είναι ντροπή να κατεδαφίζεται ένα οικοδόμημα όταν η πόλη αποφασίζει συνειδητά να επενδύσει στο μέλλον του χώρου αυτού με κάτι ουσιαστικότερο. Η ντροπή είναι να το κρατάμε ως ιερό λείψανο, ενώ γύρω του η ασχήμια επεκτείνεται.
Κι εδώ μπαίνει το πιο δύσκολο κομμάτι: η σχέση του αρχιτέκτονα με το κοινό.
Για δεκαετίες, μιλάμε παράλληλα και όχι μαζί. Οι αρχιτέκτονες θεωρούν το κοινό «ακαλλιέργητο», και το κοινό θεωρεί τους αρχιτέκτονες «αλαζόνες». Μέσα σε αυτό το ρήγμα χάνεται ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης της αρχιτεκτονικής -να μεταφράζει τις συλλογικές επιθυμίες σε χώρο.
Η ρητορική του τύπου «εμείς οι αρχιτέκτονες που αγαπάμε, εσείς που δεν καταλαβαίνετε» αναπαράγει αυτή την αντιπαλότητα ειδικού και κοινού.
Η ουσιαστική υπεράσπιση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς απαιτεί εκλαΐκευση, παιδεία και συμμετοχικό σχεδιασμό, όχι ελιτίστικη απόσταση. Αντιθέτως, ο τρόπος αυτός αποξενώνει το κοινό από τη συζήτηση και του επιβεβαιώνει την προκατάληψη ότι «οι αρχιτέκτονες υπερασπίζονται τσιμέντα». Η ευθύνη μας δεν είναι να περιφρονούμε τη λαϊκή αισθητική, αλλά να τη μορφώνουμε χωρίς να τη λοιδορούμε.
Ίσως λοιπόν να είναι η στιγμή να σταματήσουμε να υπερασπιζόμαστε κτίρια και να αρχίσουμε να υπερασπιζόμαστε νοοτροπίες. Η ουσία δεν είναι να διασώσουμε το κέλυφος του ΟΛΠΑ, αλλά να διδάξουμε γιατί υπήρξε σημαντικό -και μετά να το ξεπεράσουμε.
Να δείξουμε ότι η πόλη μπορεί να σέβεται την ιστορία της χωρίς να τη φυλακίζει.
Να καταλάβουμε ότι ο ρόλος του αρχιτέκτονα δεν είναι να συντηρεί ερείπια, αλλά να αναλαμβάνει ευθύνες για το τι σημαίνει «πόλη» σήμερα.
Το πραγματικό επίτευγμα δεν θα είναι να παραμείνει αυτό το κτίριο όρθιο, αλλά να σταθεί όρθια η συζήτηση γύρω από αυτό -νηφάλια, τεκμηριωμένη, χωρίς ιερά και όσια. Η Πάτρα χρειάζεται λιμάνι που να λειτουργεί, όχι ένα μπετονένιο μνημόσυνο. Χρειάζεται τόλμη, όχι ρομαντισμό.
Η αρχιτεκτονική είναι τέχνη του μέλλοντος, όχι του παρελθόντος.
Κι αν θέλουμε να τιμήσουμε το πνεύμα του μπρουταλισμού, ας το κάνουμε με την ίδια ειλικρίνεια που εκείνος υπήρξε κάποτε ριζοσπαστικός: όχι κρατώντας όρθιο το σκυρόδεμα, αλλά το θάρρος να πούμε πως κάποια πράγματα τελείωσαν.
* Ο Εμμανουήλ Αμαριωτάκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός, υποψήφιος διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News